Ενώ το αφήγημα της Κυβέρνησης για τους ρυθμούς ανάπτυξης το 2024, πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης, είναι απολύτως ρεαλιστικό, ωστόσο προκύπτει ένα ουσιώδες ερώτημα εάν αυτή η ανάπτυξη διαχέεται σε όλη την επικράτεια , όταν το 50% του ονομαστικού ΑΕΠ παράγεται στην Αττική, το 18% στην περιοχή της Μακεδονίας και το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζεται στις εναπομείνασες περιφέρειες της χώρας ! Ως εκ τούτου συνάγεται η μη ύπαρξη ισόρροπης ανάπτυξης με συνέπεια να διευρύνεται το χάσμα ανισοτήτων μεταξύ των ελληνικών περιφερειών. Από την άλλη πλευρά, είναι προφανής η χρησιμότητα της μεταφοράς μας στο μέλλον ,κατά τα λεγόμενα και της αντίστοιχης Γραμματείας της Κυβέρνησης , μέσα από τα Megatrends 2030 όπως και οι αναλύσεις περί αβεβαιότητας ,μεταβλητότητας και επινοητικότητας αλλά η καθημερινότητα και οι πολίτες σε μεσοβραχυπρόθεσμο ορίζοντα αναζητούν επαναοριοθέτηση και επανακαθορισμό της Στρατηγικής της Κυβέρνησης σε πρακτικότερα θέματα και συγκεκριμένα σε τρείς (3) κρίσιμες πτυχές που άπτονται άμεσων παρεμβάσεων:
Πρώτον , το ζήτημα της παραγωγής πλούτου και της μεταστροφής του μοντέλου εσωστρεφούς κατανάλωσης στον εξωστρεφή προσανατολισμό της οικονομίας. Σημειωτέον με βάση στατιστικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου 2024 αναφορικά με το εμπορικό ισοζύγιο έχουμε διερεύνηση του εμπορικού ελλείμματος κατά 15% που δίχως καύσιμα και πλοία φθάνει στο 22%, αν και το ισοζύγιο υπηρεσιών βελτιώθηκε αισθητά στο 13% , όμως οι εξαγωγές αγαθών έπεσαν κατά 9% ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 3%. Συγκεντρωτικά λοιπόν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στα 4,15 δις ευρώ λόγω κυρίως επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών και πρωτογενών εισοδημάτων.
Δεύτερον , Μέχρις ώρας ενώ η απορρόφηση πόρων του RRF ,που σχετίζονται με τους ρυθμούς αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, είναι εξαιρετική αγγίζοντας το 41% από τα προβλεπόμενα 36 δις που θα εισρεύσουν (2024-26) από την άλλη , οι εκταμιεύσεις προς επιχειρήσεις σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαΐκής Επιτροπής ανέρχονται συνολικά στο 14%.
Αποτέλεσμα αυτού, η πρόκληση επενδυτικού κενού λόγω μη εκτέλεσης επενδυτικών δαπανών. Αυτό βεβαίως έχει να κάνει και με τις χρόνια αθεράπευτες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας πχ απονομή Δικαιοσύνης, γραφειοκρατία, έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων κ.ά και
Τρίτον, το κορυφαίο ζήτημα του Πληθωρισμού τροφίμων και της ακρίβειας που συνεχίζει να ταλαιπωρεί και οφείλεται σε δύο(2) βασικούς λόγους : αφενός, γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των διακινούμενων στην ελληνική αγορά ανελαστικών προιόντων π.χ. τρόφιμα είναι εισαγόμενα , με αποτέλεσμα να επηρεάζονται από τις μεταβολές τιμών και διακυμάνσεις στη διεθνή αγορά και αφετέρου, γιατί η ζήτηση αυτών των προΐόντων δεν έχει εμφανίσει σοβαρά σημάδια μείωσης ώστε να επηρεασθούν και οι τιμές πώλησής τους στους τελικούς καταναλωτές. Ως προς το τελευταίο είναι ανάγκη τώρα να επανεξετάσουμε εκ νέου την συμπεριφορά του Καταναλωτή αναζητώντας τους λόγους της μη χρήσης του αναφαίρετου δικαιώματος πολλαπλής επιλογής που διαθέτει στην επιλογή , μεταξύ πολλών εναλλακτικών , του προιόντος εκείνου , επώνυμου ή λιγότερο επώνυμου, που είναι όμως συμβατό με την αγοραστική του δύναμη. Για παράδειγμα αν στο 5,4 % που ήταν ο πληθωρισμός τροφίμων για τον μήνα Μάρτιο , αφαιρούνταν το ελαιόλαδο, τότε ο πληθωρισμός τροφίμων μόλις που θα υπερέβαινε το 2% , και εν πάση περιπτώσει δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη σοφία για να επιστρατεύσεις και υλοποιήσεις έξυπνες στρατηγικές !!
Ωστόσο από τη μια , η δυναμική των νόμων προσφοράς – ζήτησης και από την άλλη, η μειούμενη ζήτηση συγκεκριμένων προΐόντων κρίνεται ως η μόνη ικανή αποκλιμάκωσης των υψηλών τιμών.
Εν τέλει το μεγάλο πρόβλημα της Οικονομίας θεμελιώνεται στην απλή ρήση « εισάγουμε κατανάλωση και δεν εξάγουμε αξία ». Η μεγέθυνση της οικονομίας πρέπει να γίνει μέσω της προσφοράς (παραγωγή πλούτου) και όχι μέσω της ζήτησης (εισαγόμενη κυρίως κατανάλωση ). Την περίοδο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση μειώθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου λόγω εσωτερικής υποτίμησης (μειώσεις μισθών – συντάξεων, εισαγωγών) που επέφερε μείωση ζήτησης. Το ορθόν όμως είναι η μείωση του ελλείμματος να προκύπτει λόγω ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και επίλυσης των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων. Αυτό πρέπει να κατανοηθεί σε βάθος αφού η υγιής επιχειρηματικότητα τα επόμενα χρόνια θα προπορευθεί σε τέτοιο βαθμό στο θέμα της ψηφιακής ενσωμάτωσης, της παραγωγής και διακίνησης προΐόντων υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης που το κράτος οφείλει και να την διευκολύνει αλλά και να παρακολουθήσει τις αλλαγές αυτές που κομίζει το νέο περιβάλλον.