Κρίσιμες ώρες

Σωτήρης Βαλντέν 01 Μαρ 2016

Η Ευρώπη που χτίσαμε τα τελευταία 70 χρόνια βρίσκεται υπό άμεση απειλή διάλυσης. Το προσφυγικό μπορεί να αποτελέσει την αφορμή, αλλά είναι βέβαια μόνο ένα από τα ζητήματα που την απειλούν. Τα αίτια του προσφυγικού ως υπαρξιακής κρίσης για την Ευρώπη βρίσκονται έξω από το προσφυγικό, στην αδιέξοδη πορεία της ΕΕ κατά την τελευταία εικοσαετία.

Η άφιξη 1-2 εκατομμυρίων προσφύγων και μεταναστών σε μια Ένωση 500 εκατομμυρίων ατόμων, αν και αναμφίβολα σημαντική πρόκληση, δεν θα έπρεπε κανονικά να απειλεί τη συνοχή της και ακόμη λιγότερο την ταυτότητα των λαών της. Αν αυτό συμβαίνει, οφείλεται στην εξαιρετικά ασταθή κατάσταση της σημερινής Ευρώπης. Η Ευρώπη της μαζικής ανεργίας, της ατέλειωτης λιτότητας και ανασφάλειας, των κραυγαλέων ανισοτήτων, της φθοράς και διαφθοράς των πολιτικών ελίτ, του γερμανικού ηγεμονισμού, της διαίρεσης βορρά-νότου, των αποσχιστικών τάσεων, της εγκατάλειψης ή πλήρους διαστροφής της έννοιας της αλληλεγγύης, αποτελεί πρόσφορο έδαφος ώστε το κύμα των προσφύγων, σαν κερασάκι στην τούρτα, να αποσταθεροποιεί τα πολιτικά συστήματα, γιγαντώνοντας την ακροδεξιά και τον ευρωσκεπτικισμό.

Η Ευρώπη και η Δύση έχουν μεγάλο μερτικό ευθύνης και για τις γενεσιουργές αιτίες του μαζικού προσφυγικού/μεταναστευτικού ρεύματος: για τους πολέμους της Συρίας, της Λιβύης και του Ιράκ, για τη διαιώνιση του Παλαιστινιακού, για την άθλια κατάσταση της υποσαχάριας Αφρικής. Και σήμερα ακόμη, η Ευρώπη, όμηρος του υστερικού αντιρωσισμού ορισμένων κρατών-μελών της, φαίνεται ανίκανη να συμβάλει αποτελεσματικά στην ειρήνευση στη Συρία. Μια τέτοια ειρήνευση δεν φαίνεται πιθανή στο προσεχές μέλλον, αλλά και αν ακόμα επέλθει, το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα θα συνεχίσει να υπάρχει, έστω και με μικρότερη οξύτητα.

 

Η Ελλάδα «αποθήκη ψυχών», με υπαιτιότητα ή ανοχή της Ευρώπης 

Λύση στη σημερινή προσφυγική κρίση δεν φαίνεται πιθανή, στο άμεσο τουλάχιστον μέλλον. Οι ροές δεν είναι πιθανό να ανακοπούν στις πηγές τους. Οι χώρες υποδοχής, πανικόβλητες μπροστά στην άνοδο της ακροδεξιάς, βρίσκονται όλες σε πορεία οικοδόμησης μιας «Ευρώπης φρούριο», οι περισσότερες καταφεύγοντας σε μονομερή εθνικά μέτρα. Η Τουρκία, που φιλοξενεί ήδη 2 εκατομμύρια Σύριους, ως ισχυρή χώρα με πολιτική ατζέντα που διαφέρει αισθητά από την όποια ευρωπαϊκή (Συρία, ένταξη, ελληνο-τουρκικά) ζητεί ανταλλάγματα, πολιτικά και οικονομικά, τα περισσότερα από τα οποία η Ευρώπη δεν είναι διατεθειμένη να δώσει.

Στις συνθήκες αυτές, η γενική τάση είναι προς την επιστροφή στην πιο ωμή πολιτική ισχύος, όπου ο καθένας τραβάει το δρόμο του με βάση τους συσχετισμούς, ενώ οι κανόνες και οι αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η Ευρώπη καθώς και το διεθνές δίκαιο δεν τηρούνται ούτε για τα προσχήματα. Η Ελλάδα αποτελεί τον ασθενή κρίκο του κατακερματισμένου αυτού οικοδομήματος, λόγω της γεωγραφίας και της γενικότερης αδυναμίας της, με λίγα όπλα στη διάθεσή της για να αμυνθεί.

Η Αυστρία και τα φασιστοειδή καθεστώτα και νοοτροπίες που έχουν εγκαθιδρυθεί σε πολλές από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες αρέσκονται να στοχοποιούν την Ελλάδα θέτοντάς την προ του διλήμματος ή να πνίγει τους πρόσφυγες ή να καταστεί η ίδια «αποθήκη ψυχών». Όμως, δυστυχώς δεν πρέπει να αναμένουμε ισχυρή στήριξη ούτε και από πολλούς από όσους σήμερα επικρίνουν τις μονομερείς ενέργειες και τους φράχτες. Διότι και οι ίδιοι, πιεζόμενοι αφόρητα από κοινωνίες και πολιτικά συστήματα που κι αυτοί έχουν συμβάλει στην ξενοφοβική και εθνικιστική τους διαμόρφωση, έχουν αποφασίσει να περιορίσουν ριζικά τις εισροές προσφύγων και ήδη παίρνουν μονομερή μέτρα. Ασφαλώς, προτιμούν τις ευρωπαϊκές λύσεις, καθώς τις θεωρούν –και ορθά– πιο αποτελεσματικές. Όμως, αυτές δεν φαίνονται πιθανές: δεν είναι μόνο το Βίσεγκραντ που αρνείται τον δίκαιο επιμερισμό των βαρών, αλλά και χώρες όπως η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Και κανείς βέβαια δεν διανοείται πως η Γερμανία θέλει ή μπορεί να ασκήσει προς τους δορυφόρους της ή, πολλώ μάλλον, προς τους μεγάλους εταίρους, την εκβιαστική πολιτική που άσκησε πέρσι προς την Ελλάδα. Αν μάλιστα αποτύχει και η προσπάθεια συνεργασίας με την Άγκυρα, πράγμα επίσης πιθανό, τι μένει; Μα, όπως ήδη δηλώνουν Γερμανοί αξιωματούχοι, η «καλύτερη προστασία των εξωτερικών μας συνόρων», δηλαδή εν προκειμένω η αυστριακή και κεντροευρωπαϊκή πολιτική προς τη χώρα μας: πνίξτε τους, ή, εφ’ όσον διστάζετε, κρατήστε τους!

Με το προσφυγικό, μπαίνει από το παράθυρο και η βαλκανική γεωπολιτική. Η Αυστρία, που μετά τον πόλεμο κατόρθωσε να αποφύγει την κάθαρση από το ναζισμό, εξακολουθεί να αναπολεί το αυτοκρατορικό της παρελθόν στα Βαλκάνια. Δύο φορές τα τελευταία 25 χρόνια έπαιξε το ρόλο του προβοκάτορα στην περιοχή μας. Και δυστυχώς και τις δυο φορές Βαλκάνιοι διευκόλυναν το έργο της: τότε, η εγκληματική πολιτική του Μιλόσεβιτς για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, σήμερα η από μακρού άφρων πολιτική της χώρας μας στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στο μακεδονικό, που έστρωσε το δρόμο για τη σημερινή μας απομόνωση. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου πως, παρά τις όποιες σημερινές διαφορές, πίσω από τη βαλκανική πολιτική της Βιέννης, υπάρχει –όπως και παλιότερα– η σκιά του Βερολίνου. Όσοι σήμερα καταγγέλλουν τη βαλκανική παρασυναγωγή της Βιέννης, ας θυμηθούν πως η διαδικασία αυτή –με τον αποκλεισμό της Ελλάδας και άλλων μη υποταγμένων γειτόνων– άρχισε πριν μερικά χρόνια, με πρωτοβουλία της κυρίας Μέρκελ και την περίφημη «διαδικασία του Βερολίνου».

Βρισκόμαστε συνεπώς στα πρόθυρα μιας μείζονος εθνικής κρίσης. Ασφαλώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και λιγότερο καταστροφικά σενάρια, όπου λ.χ. θα σημειωθεί κάποια υποχώρηση των «σκληρών» εταίρων, η Τουρκία θα συμβάλει κάπως στον περιορισμό των εισροών και ο πόλεμος στη Συρία θα κοπάσει. Το πιθανότερο όμως είναι οι εξελίξεις να είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση, ή, πάντως, τα όποια θετικά μέτρα να μην αρκέσουν για να αποφύγουμε το ρόλο της «αποθήκης ψυχών». Πολλοί εικάζουν πως αν η Ελλάδα καταστεί ένα αδιέξοδο στο βαλκανικό δρόμο, αυτό θα οδηγήσει «αργά ή γρήγορα» στην ανακοπή των ροών και προς εμάς. Όμως αυτό δεν είναι βέβαιο, αλλά ακόμη και αν συμβεί, το πότε θα συμβεί είναι το κρίσιμο. Γιατί, στο μεταξύ, η χώρα μας μπορεί να βρεθεί με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.

 

Τι κάνουμε;

Στις συνθήκες αυτές, τι κάνουμε;

Πρώτον, η κοινωνία και το κράτος μας πρέπει να ετοιμαστούν ψυχολογικά, πολιτικά και επιχειρησιακά για την επερχόμενη δοκιμασία. Προφανώς οι κραυγές απόγνωσης και ο πανικός δεν οδηγούν πουθενά. Η χώρα μας έχει επιβιώσει και από χειρότερες καταστάσεις και θα επιβιώσει και σήμερα. Οι πρόσφυγες είναι φυσικά μια μείζων πρόκληση, δεν είναι όμως δαίμονες, ούτε όργανα σατανικών σχεδίων. Η κοινωνία μας, και ακόμη περισσότερο η εθνική μας ταυτότητα, δεν απειλείται από αυτούς.

Δεύτερον, πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό της εγκατάλειψης των ανθρωπιστικών μας αξιών. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να φορτώσουμε στους ανυπεράσπιστους πρόσφυγες το βάρος που άλλοι φορτώνουν σε μας, να κάνουμε δηλαδή αυτό που μας ζητούν οι ξενόφοβοι «εταίροι». Και αυτό, όχι μόνο επειδή εμμένουμε στις ανθρωπιστικές αξίες και το διεθνές δίκαιο, αλλά και επειδή το «ηθικό πλεονέκτημα» είναι το ισχυρότερό μας όπλο στην Ευρώπη.

Τρίτον, πρέπει να δώσουμε τη μάχη στην Ευρώπη με όλα τα πρόσφορα μέσα, θεσμικά και διπλωματικά, με πανεθνική δημοκρατική συσπείρωση, για να υπερασπιστούμε τη χώρα μας και να συμβάλουμε στην αντίσταση στο κύμα εθνικισμού και ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη. Κανένα μέτρο δεν πρέπει να αποκλείεται (και ορθά το διακήρυξε αυτό η κυβέρνηση), προσέχοντας εννοείται τα όποια μέτρα να ενισχύουν και όχι να εξασθενούν τη θέση μας.

Στη μάχη στην Ευρώπη, κρίσιμο είναι το ζήτημα των συμμαχιών. Δεν υποτιμώ τη μέχρι σήμερα θαρραλέα στάση της κυρίας Μέρκελ στο προσφυγικό, σε ένα εξόχως εχθρικό γερμανικό και ευρωπαϊκό περιβάλλον. Οι δηλώσεις και διαβεβαιώσεις της (όπως και των ευρωπαϊκών θεσμών) έχουν βέβαια την αξία τους. Δυστυχώς όμως δεν μπορούμε να στηριχθούμε σ’ αυτές. Το γερμανικό και ευρωπαϊκό τέρας που δημιουργήθηκε με κρίσιμη τη συμβολή του Βερολίνου και των υποτελών Βρυξελλών, ετοιμάζεται να κατασπαράξει την Γερμανή καγκελάριο και είναι πολύ πιθανό αυτή να αναδιπλωθεί. Ήδη έχει φανεί ότι πολλές από τις διαβεβαιώσεις προς εμάς είναι έπεα πτερόεντα.

Χρειαζόμαστε στέρεες συμμαχίες στη βάση κοινών συμφερόντων και προσανατολισμών, όχι μόνο στο προσφυγικό, αλλά και για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Η προσέγγιση με την Ιταλία φαίνεται ιδιαίτερα αναγκαία. Και στο πολιτικό επίπεδο, ο προνομιούχος χώρος για τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρώπη είναι, πιστεύω, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές. Δεν είναι απαραίτητη η ταύτιση ή η προσχώρηση σ’ αυτή την πολιτική οικογένεια. Είναι όμως περισσότερο από απαραίτητη η σύγκλιση μ’ αυτήν, γιατί αν υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα η Ευρώπη να αλλάξει και να διασωθεί, αυτό θα κριθεί εν πολλοίς από τον προσανατολισμό αυτού του πολιτικού χώρου. Όπως είπε ο Ρέντζι, τους χρειαζόμαστε και μας χρειάζονται.

Τέταρτον, πρέπει να αποφύγουμε οπωσδήποτε τη μετατροπή της προσφυγικής κρίσης σε κρίση με τους γείτονές μας. Όσον αφορά τους βόρειους γείτονες, να μην ξεχνάμε πως οι κινήσεις τους είναι σχεδόν αναπόφευκτη συνέπεια των μέτρων των δικών τους βορείων γειτόνων. Επί πλέον, όσο κι αν αυτό δυσαρεστεί μιαν ορισμένη εθνική ομοψυχία που μας οδήγησε στην περιπέτεια του μακεδονικού, ας μη περιμένουμε χείρα βοήθειας από χώρες που, όταν εμείς βρισκόμασταν σε θέση ισχύος, τους είχαμε φερθεί εχθρικά και με αλαζονεία. Πρέπει να ξαναχτίσουμε κοπιαστικά μια σχέση εμπιστοσύνης μ’ αυτές, παρακάμπτοντας τον σκόπελο του προσφυγικού.

Πιο σύνθετο είναι το ζήτημα της Τουρκίας. Θεωρώ πιθανό, στο πλαίσιο των παζαριών της με την Ευρώπη, μια εύκολη ευρωπαϊκή παραχώρηση (σε σχέση με πρόσθετα χρήματα, προώθηση της τουρκικής ένταξης, ή εισβολή στη Συρία) να είναι η αποδοχή από το ΝΑΤΟ τουρκικών θέσεων σε θέματα εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Οι γραπτές διατυπώσεις της Συμμαχίας, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο αυτό. Ελπίζω το ζήτημα να έχει αντιμετωπιστεί εξ αρχής, γιατί αν προκύψει στη φάση της υλοποίησης της ΝΑΤΟϊκής επιχείρησης, θα βρεθούμε προ τετελεσμένων γεγονότων ή θα πρέπει εμείς να εμφανισθούμε ως οι υπονομευτές της επιχείρησης, πυροβολώντας δηλαδή τα πόδια μας.

 

Η υπό διάλυση Ευρώπη και εμείς

Η προσφυγική κρίση και η αντιμετώπισή της στην Ευρώπη οδηγεί σε ορισμένες σκέψεις για την Ευρώπη και τη στάση μας:

Στη χώρα μας υπάρχουν βέβαια και κάποιοι λίγοι που διατείνονται πως η προσφυγική κρίση στην Ευρώπη είναι καρπός της πολιτικής της «Τασίας που έκλεισε την Αμυγδαλέζα». Είναι όμως μάλλον γραφικοί (θα έλεγα και αφελείς, αν δεν φοβόμουν τη μήνυση κάποιας μνημονιακής Αρεοπαγίτισσας). Οι υπόλοιποι βλέπουμε μιαν Ευρώπη ανίκανη να αντιμετωπίσει το προσφυγικό και έτοιμη να δημιουργήσει ή να ανεχτεί μιαν ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα. Η εικόνα της Ευρώπης ως καλόβουλου πατέρα που βοηθά και, όταν πρέπει, τιμωρεί τον άσωτο γιο της, καταρρέει ακόμη και στα μάτια των πιο ευρωλάγνων. Ο «πατέρας» είναι αδύναμος και παράλυτος και καταλήγει να υποκύπτει στα πιο μοχθηρά μεγάλα του παιδιά. Βλέπουμε την Ευρώπη να κινείται ραγδαία προς την εθνική αναδίπλωση, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Όσοι μας έλεγαν πως η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη της ακραίας λιτότητας είναι η μόνη, η «υπαρκτή» Ευρώπη και όποιος την αμφισβητεί είναι αντι-Ευρωπαίος, ας σκεφθούν τώρα αν είναι αντι-Ευρωπαίος και όποιος αμφισβητεί την Ευρώπη των φραχτών και της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα και αλλού. Ας σκεφθούν πως η Ευρώπη των φραχτών είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της Ευρώπης της λιτότητας και του εθνικιστικού ηγεμονισμού. Όχι! Αυτή την Ευρώπη δεν την θέλουμε, επειδή ακριβώς είμαστε ευρωπαϊστές. Και όταν, δια πράξεων ή παραλείψεων, αυτή η Ευρώπη απειλεί να μας καταστρέψει –με φράχτες ή με μνημόνια–, ορθώς την καταγγέλλουμε, αμυνόμαστε και επιδιώκουμε την αλλαγή της.

Όμως το προσφυγικό μας θυμίζει επίσης πως λύσεις στα μεγάλα ελληνικά προβλήματα δύσκολα βρίσκονται στο εθνικό επίπεδο. Αν κάποιοι είχαν την αυταπάτη πως η αναδίπλωση στη δραχμή θα αποτελούσε διέξοδο στην οικονομική μας κρίση, φαντάζομαι να συμφωνούν τώρα ότι η εθνική αναδίπλωση σε τίποτε δεν θα μας βοηθούσε στο προσφυγικό. Τι μπορούμε να κάνουμε, εθνικά, εκτός από το να αρχίσουμε να πυροβολούμε τους πρόσφυγες; Αν υπάρχει έστω και μια ελπίδα αντιμετώπισης του προβλήματος, μόνο με ευρωπαϊκές πολιτικές είναι αυτό δυνατό. Το προσφυγικό υπογραμμίζει ότι, ως χώρα και ως Αριστερά, τη μάχη πρέπει να τη δώσουμε πρώτιστα στην Ευρώπη.

Το οριακό σημείο όπου έχει φθάσει η Ευρώπη επιβάλλει πάντως και μιαν ακόμη σκέψη: όσο και αν για μας το προνομιακό πεδίο είναι το ευρωπαϊκό, όσο και αν για την Ελλάδα, περισσότερο από τις περισσότερες άλλες χώρες, η εθνική αναδίπλωση δεν αποτελεί λύση, είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε την πραγματικότητα κατάματα και να συνειδητοποιήσουμε πως είναι όλο και πιο πιθανό να βρεθούμε σύντομα χωρίς Ευρώπη, ή χωρίς κρίσιμα μέρη της (Σένγκεν, ευρώ). Σε μια τέτοια κατάσταση, η χώρα μας θα είναι από τις πιο ευάλωτες. Γι’ αυτό και πρέπει να προετοιμασθούμε για τέτοια ενδεχόμενα, να επεξεργασθούμε Plan B και Plan C. Η προετοιμασία δεν μπορεί να είναι μόνο τεχνική. Χρειάζεται και πολιτική και ψυχολογική προετοιμασία.

 

Εθνική ενότητα με σεβασμό της λαϊκής ετυμηγορίας 

Είναι νομίζω προφανές πως η αντιμετώπιση της κρίσης που δημιουργείται στη χώρα μας από τη στάση ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών και την απραξία της Ευρώπης στο προσφυγικό απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα για την υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος με παράλληλη εμμονή στις ανθρωπιστικές αξίες. Φαίνεται πως τελευταία υπάρχει ευτυχώς η συναίσθηση αυτή, αν κρίνει κανείς από πρόσφατες κινήσεις και της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την προγραμματιζόμενη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών.

Όμως η εθνική ενότητα υπονομεύεται από τη συνεχιζόμενη γενικότερη στάση της αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος. Η αντιπολίτευση θα πρέπει να συμβιβαστεί με το γεγονός πως είναι αντιπολίτευση και πως σε τρεις πρόσφατες διαδοχικές λαϊκές ετυμηγορίες οι Έλληνες πολίτες την τοποθέτησαν εκεί. Με άλλα λόγια θα πρέπει να επιστρέψει σε μια αντιπολιτευτική κανονικότητα. Ενόσω συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν πεισματάρικο παιδί που του πήραν το παιχνίδι, ενόσω συνεχίζει να «ποντάρει» στην αποσταθεροποίηση και γρήγορη πτώση της κυβέρνησης, ενόσω συνεχίζει να θέτει ως προαπαιτούμενο κάθε συνεννόησης την αυτοαναίρεση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, με οικουμενικές κυβερνήσεις ή ακύρωση της πολιτικής της (απόσυρση ασφαλιστικού, ΜΜΕ, κλπ.), όχι μόνο υπονομεύει την απαραίτητη εθνική συνοχή και συνεννόηση, αλλά καθίσταται και παράγοντας ανωμαλίας.

Από τη Δεξιά και από όσους έγιναν Δεξιά στη διάρκεια της κρίσης δεν περιμένει βέβαια κανείς ούτε να συμφωνήσουν με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε να τον αγαπήσουν. Περιμένει κανείς όμως να σεβαστούν τη δημοκρατική βούληση του λαού, όπως εκφράστηκε στις εκλογές και να καταλάβουν πως στις ετυμηγορίες αυτές οι πολίτες απέρριψαν την πολιτική τους, καθώς και τη φθορά και διαφθορά του παλιού πολιτικού συστήματος. Θα πρέπει να αναγνώσουν ορθά το μήνυμα των εκλογών του περασμένου Σεπτεμβρίου, ότι δηλαδή η πλειοψηφία των πολιτών δεν βλέπει τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του Τσίπρα ως κόλπα ενός ψεύτη, αλλά πρώτιστα ως αναγκαστική επιλογή που του επιβλήθηκε κάτω από πραξικοπηματικού τύπου εκβιασμούς και ύστερα από έναν γενναίο αγώνα στον οποίο αυτοί, η αντιπολίτευση, αγωνίστηκαν με την άλλη πλευρά. Γι’ αυτό ακριβώς η προσδοκία της αντιπολίτευσης να «πετύχει», μιμούμενη τον «λαϊκισμό του Τσίπρα», μόνο καγχασμό (και οργή) προκαλεί. Οι όποιες υπερβολές και στραβοτιμονιές του Τσίπρα ήταν στο πλαίσιο μιας γενικής κατεύθυνσης που εγκρίναμε και πάλι τον Σεπτέμβρη. Οι σημερινές μαξιμαλιστικές κραυγές του κ. Μητσοτάκη και των συμμάχων του καθώς και των ιδιωτικών καναλιών που φίλα πρόσκεινται προς αυτούς αποτελούν το άκρον άωτον της υποκρισίας και, φυσικά, της ανευθυνότητας. Όταν ακούμε τη ΝΔ ή τον κ. Πρετεντέρη να υποστηρίζουν τα αιτήματα των αγροτών ή να καταγγέλλουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ «έφερε το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο», θαυμάζει κανείς πόσο υποτιμούν τη νοημοσύνη μας.

Ιδιαίτερα εξωφρενικά ηχούν οι κατηγορίες για νεποτισμό και ρουσφετολογία του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και ο υπέρ πάντων αγών τους να περισώσουν τα κανάλια της διαπλοκής. Είναι δυνατόν να μιλούν για νεποτισμό τα κόμματα του Μητσοτάκη, του Καραμανλή, της Γεννηματά και των Παπανδρέου; Έλεος! Είναι δυνατόν αυτοί που έφεραν το μαύρο στην ΕΡΤ, αυτοί που ωφελήθηκαν και εξακολουθούν να ωφελούνται σκανδαλωδώς και έξω από κάθε δεοντολογία και νομιμότητα από τα ιδιωτικά κανάλια να το παίζουν υπερασπιστές της δημοκρατίας στα ΜΜΕ; Και μάλιστα μπλοκάροντας τη λειτουργία των συναινετικών θεσμών; Το πρόβλημα με την κυβέρνηση δεν είναι πως προχωράει, αλλά πως καθυστερεί να προχωρήσει στην κάθαρση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης.

Όσον αφορά το τμήμα εκείνο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης που συνεχίζει να έχει αναφορά στην αριστερά και την κεντροαριστερά (και εννοώ κυρίως το ΠΑΣΟΚ), είναι νομίζω καιρός να ξεπεράσει τις πικρίες και τα πείσματα και να εγκαταλείψει τις φρούδες ελπίδες πως θα ανακτήσει την παλιά ηγεμονική της θέση στη χώρα. Είναι καιρός να δει ότι ως σοσιαλιστικό/σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, και κοιτάζοντας προς τα μπρος, λίγα το χωρίζουν πια από τον ΣΥΡΙΖΑ και ασφαλώς πολύ λιγότερα απ’ ότι από τη ΝΔ, εφόσον δεν επιθυμεί να επιβεβαιωθεί ως κόμμα της δεξιάς με κεντρώα ταμπέλα. Ας ακούσει επ’ αυτού τους Ευρωπαίους συντρόφους του, όπως τον Ρέντζι, τον Νταλέμα και τον Πιτέλα (και πολλούς άλλους που τα λένε κατ’ ιδίαν). Μια πορεία συνεργασίας και σύγκλισης προς τον ΣΥΡΙΖΑ και κριτικής υποστήριξης της κυβέρνησης θα ωφελήσει και τους δύο, αλλά και την Αριστερά και τη χώρα. Ειδικότερα, η κυβερνητική πείρα του ΠΑΣΟΚ, απαλλαγμένη από τον καθεστωτισμό του, θα αποτελούσε χρήσιμη συμβολή σε μια κυβέρνηση που είναι εμφανώς (αλλά και αναπόφευκτα) άπειρη. Είναι φανερό πως ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε και κάνει ανοίγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Καλά θα κάνει να τα συνεχίσει. Είναι όμως επείγον και η όποια κεντροαριστερά να ανταποκριθεί.