Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά σε μια γεωγραφική περιοχή που κυριολεκτικά φλέγεται. Στα αραβικά κράτη των νοτίων ακτών της Μεσογείου εναλλάσσονται στην εξουσία αυταρχικά σχήματα με κέντρο βάρους το στράτευμα ή τις διάφορες μορφές αδιάλλακτου ισλαμισμού. Στη Μέση Ανατολή, είτε μιλάμε για τη Γάζα, το Ισραήλ, τον Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, το Αφγανιστάν, και το Πακιστάν, η χρήση βίας αποτελεί τον κανόνα παρά την εξαίρεση στις σχέσεις εντός και μεταξύ αυτών των κρατών. Στην ανατολική Ουκρανία βράζουν το πάθος, οι υποψίες, και ο αμοιβαίος φόβος μεταξύ Ρωσόφωνων πολιτών στις ανατολικές περιοχές της χώρας και ενός δεξιόστροφου ουκρανικού εθνικισμού που εκφράζεται από τη σημερινή κυβέρνηση του Κιέβου. Και, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, οι έντονες αντιδράσεις των ΗΠΑ και –σε χαμηλότερους τόνους– των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανοίγουν προοπτικές επιστροφής σε πρότυπα του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος είχε φανεί να κλείνει μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989.
Το λογικό συμπέρασμα, αν δεχθούμε την παραπάνω ανάγνωση της καταστάσεως, είναι ότι η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να παραμείνει βαθιά ενσωματωμένη σε μια θεσμική περιοχή σχετικής σταθερότητας που προσφέρεται από την Ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ. Ορισμένοι καλοπροαίρετοι αναγνώστες παρελθόντων κειμένων μου μπορούν δικαίως να συμπεράνουν ότι επαναλαμβάνω σε σημείο υπερβολής, αν όχι παράνοιας, τους κινδύνους που συνεπάγεται η έξοδός μας από τη Ζώνη του Ευρώ (και κατ’ επέκταση την Ευρωπαϊκή Ενωση). Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αναφέρουν δύο ευρωπαϊκές οντότητες (τη Νορβηγία και την Ελβετία) που απολαμβάνουν εδραιωμένα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα και που ευημερούν οικονομικά και κοινωνικά, χωρίς να είναι κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά αυτά τα δύο κράτη δεν αντιμετωπίζουν αναθεωρητικού (ακόμη και εδαφικού) τύπου βλέψεις από τις άμεσα γειτονικές τους χώρες. Αλλο είναι να έχεις για γείτονα τη Σουηδία και εντελώς διαφορετικό να έχεις την Τουρκία.
Καθώς κλείνουμε δύο και κάτι χρόνια από τις εθνικές εκλογές του 2012, ίσως φτάσαμε μπροστά στο πιο αποφασιστικό σταυροδρόμι της νεότερης ιστορίας μας. Οπως μας λέγανε στα παιδικά μου χρόνια στο κατηχητικό της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε τον δρόμο της αρετής (του ορθολογισμού προσθέτω εγώ) ή τον δρόμο της κακίας (του λαϊκισμού και πάλι προσθέτω). Και τα γράφω αυτά με πλήρη την αίσθηση ότι οι μεγάλες επιλογές που διχάζουν τους πολίτες μιας χώρας εύκολα μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές εσωτερικές συγκρούσεις –ακόμη και εμφυλίους πολέμους– που τόσο καταταλαιπώρησαν την Ελλάδα τον 20ό αιώνα.
Ο δρόμος της αρετής βασίζεται κατά τη γνώμη μου στην άμβλυνση της μεγάλης αντιπαράθεσης της τελευταίας τετραετίας μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών». Ετσι, η σύνθεση μιας ευρέως αποδεκτής στρατηγικής για την Ελλάδα μπορεί να πραγματοποιηθεί στο τρέχον φθινόπωρο εφ’ όσον η περίοδος της επιτήρησης από τη λεγόμενη τρόικα τερματισθεί, και η Ελλάδα ξεφύγει από τη μοίρα της ειδικής μεταχείρισης ενός «μικρού ασθενούς» της Ευρώπης. Επιπροσθέτως, εάν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποσυρθεί από τους μηχανισμούς επιτήρησης των ευρωπαϊκών οικονομιών και ισχύσουν κοινοί κανόνες αξιολόγησης για όλα τα κράτη-μέλη, το στίγμα του «εξαρτημένου και του προβληματικού» θα αφαιρεθεί από το αφήγημα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Στον δρόμο της αρετής, κορυφαίας σημασίας είναι και η διατήρηση της συμμαχικής κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ μέχρι τον Ιούνιο του 2016. Και το μεγάλο τεστ θα δοθεί στην εκλογή από το Κοινοβούλιο με τουλάχιστον 180 ψήφους ενός προσώπου ευρύτερης αποδοχής από τις δυνάμεις του συνταγματικού τόξου. Με αυτό τον τρόπο οι εκλογές του Ιουνίου 2016 θα αποτελέσουν την παγίωση ενός συστήματος πολυκομματικών κυβερνήσεων συνεργασίας με δεδομένη τη στρατηγική συναίνεση ότι η Ελλάδα θα ανήκει οριστικά στη Δύση.
Ο δρόμος της κακίας συνεπάγεται μια «διαφορετική» Ελλάδα που θα προσομοιάζει στο ταραγμένο πολιτικό μας παρελθόν. Θα μας θυμίζει ότι τα πρώτα κόμματα που δημιουργήθηκαν στη χώρα μας μετά την επανάσταση του 1821, επίσημα αποκλήθηκαν αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό. Οτι οι μεγάλες θεσμικές αντιπαραθέσεις προκλήθηκαν από διαφωνίες του Θρόνου με εκλεγμένους πολιτικούς ηγέτες ή από ριζοσπαστικές ιδεολογικές φαντασιώσεις της Δεξιάς (π.χ., δικτατορίες του Ιωάννη Μεταξά και αργότερα του Γεωργίου Παπαδόπουλου) και κομμουνιστικές Κυβερνήσεις του Βουνού στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-49). Στα επίπεδα της τακτικής, μπορούμε να προβλέψουμε μια θορυβώδη και παρατεταμένη προεδρολογία το φθινόπωρο του 2014, τη μη εκλογή Προέδρου ευρύτερης αποδοχής από το υπάρχον Κοινοβούλιο, και τις θεσμικά επιβεβλημένες εθνικές εκλογές στις αρχές του 2015 (κάτι που είναι το επαναλαμβανόμενο αίτημα από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης). Μετά τις εκλογές αυτές, πιθανότατη θα είναι η αδυναμία συγκρότησης λειτουργικής κυβέρνησης από ανομοιογενείς συνιστώσες (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή, Ανεξάρτητοι Ελληνες) μια που τα μοναδικά στοιχεία που τους ενώνουν είναι η αμφισβήτηση περί του νομίσματος και η παρεμπίπτουσα Ευρωφοβία. Και σε τελευταία ανάλυση, εάν οι ευρωφοβικές δυνάμεις παραδεχθούν ότι κράτη όπως η Νορβηγία και η Ελβετία δεν αντιγράφονται εύκολα, με βεβαιότητα θα επανέλθουν στο παρεξηγημένο πρότυπο της Αργεντινής. Τέλος, στην περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης μιας συμμαχικής κυβέρνησης, η επιστροφή στις κάλπες σε διάστημα μερικών εβδομάδων όπως έγινε στις εκλογές Μαΐου και Ιουνίου του 2012 θα είναι αναπόφευκτη. Τότε το πολιτικό και το οικονομικό κόστος για τη χώρα μας θα είναι γιγάντιο, με σίγουρη πλέον τη διολίσθηση προς την περιθωριοποίηση και τον θρίαμβο του λαϊκισμού!