Κρίση, συνταξιοδοτικό και η επόμενη μέρα

Τάσος Γιαννίτσης 03 Δεκ 2016

Εισήγηση στην Ημερίδα:  Το συνταξιοδοτικό στην Ελλάδα του Σήμερα, (Μέγαρο Μουσικής, 2 Δεκεμβρίου 2016)

Εισαγωγικές επισημάνσεις

Η Ημερίδα αυτή, λίγους μόνο μήνες μετά την τελευταία παρέμβαση στο ασφαλιστικό, δείχνει πόσο μακριά είμαστε από την αντιμετώπιση –και δεν λέω καν τη λύση-  ενός προβλήματος που έχει εκτροχιάσει τις οικονομικές ισορροπίες, τις κοινωνικές σχέσεις και, ακόμα, το πολιτικό σκηνικό.

Θα αναφερθώ, φυσικά στις προοπτικές του ασφαλιστικού, στα  προβλήματα που πρέπει να ξεπεραστούν, στις αναγκαίες παρεμβάσεις, σε θέματα που θεωρώ καθοριστικά. Όμως, πάνω από όλα αυτά πρέπει να συμφωνήσουμε σε ένα κεντρικό στοιχείο: Η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν θα επιτευχθεί μόνο με παραμετρικές ή ακόμα και δομικές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα. Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί ένα από τα πιο θεμελιακά δημόσια αγαθά σε μια προηγμένη κοινωνία. Στηρίζεται σε μια τυπική ή άτυπη κοινωνική συμφωνία, που σημαίνει παραδοχές και αυτοδεσμεύσεις μιας κοινωνίας για τις σχέσεις της με τις μελλοντικές γενεές και για τις σημερινές σχέσεις μεταξύ νέων και μεγαλύτερων γενεών, μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιούχων. Τέτοιου είδους παραδοχές και τυπικοί ή άτυποι κανόνες οδήγησαν, μεταπολεμικά κυρίως, στο ασφαλιστικό σύστημα που διαμορφώθηκε στις κοινωνίες μας. Μια τέτοια παραδοχή όμως προϋποθέτει σταθερότητα και εμπιστοσύνη.

Σήμερα, με την κρίση του ασφαλιστικού τα στοιχεία αυτά έχουν παραμεριστεί πλήρως. Το έργο που εδώ και χρόνια εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας είναι στην ουσία ένα τεράστιο arbitrage αφ’ ενός μεταξύ γενεών, οι οποίες αυξάνουν το βιοτικό τους επίπεδο, όχι παράγοντας, αλλά αφαιρώντας όλο και περισσότερο επίπεδο ευημερίας από αυτό που παράγεται σήμερα ή από αυτό που θα παράγεται από τις επόμενες γενεές, και αφ’ ετέρου, μεταξύ κυβερνητικών σχημάτων, που το καθένα περνάει το καυτό πρόβλημα στο επόμενο. Στο έργο  αυτό συμμετέχουν πλέον και το Δ.Ν.Τ. και οι θεσμοί γενικότερα, ανακαλύπτοντας συνεχώς την ανάγκη νέων παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό. Αν έξι μήνες πριν δεν έβλεπαν ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι προβληματικές, έχουν τεράστια συνυπευθυνότητα. Αν το έβλεπαν και σιωπούσαν για δικούς τους λόγους, έχουν ακόμα μεγαλύτερη. Όμως, είτε έτσι, είτε αλλιώς, εκατομμύρια πολίτες αυτής της χώρας βλέπουν κάθε εξάμηνο να τους τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια και να τους ανατρέπουν κάθε βεβαιότητα. Ας μην απορούμε αν με την πρακτική αυτή που ο λαϊκισμός, η δημαγωγία, και άλλα φαινόμενα εξαπλώνονται ραγδαία παντού, δημιουργώντας υψηλούς κινδύνους για όλους.

Η οξύτητα του ασφαλιστικού έχει προκύψει γιατί η πρακτική αυτή έχει ξεπεράσει τα άκρα και κάθε τόσο αναζητούνται σπασμωδικές απαντήσεις, οι οποίες όμως δεν έχουν αντοχή στο χρόνο, δεν εκφράζουν καμιά μορφή κοινωνικής σχέσης μεταξύ τμημάτων της κοινωνίας, μεταξύ σημερινών και μελλοντικών γενεών, ενώ, επιπλέον,  δημιουργούν ή συντηρούν σημαντικότατες, αφανείς ή εμφανείς, αδικίες και ανισότητες. Η κατάσταση σήμερα είναι χειρότερη από ό,τι δυο χρόνια πριν και  δυο χρόνια πριν ήταν χειρότερη από τέσσερα χρόνια πριν. Αν αποδεχόμαστε την επανάληψη μιας τέτοιας εξέλιξης, παρά τις πολύ ορατές συνέπειές της, είναι αυτονόητο ότι θα εισπράττουμε αυτό που αποδεχόμαστε.

Η Ελλάδα: Μια ήδη γηρασμένη κοινωνία

Σήμερα, η ελληνική κοινωνία έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γηρασμένης κοινωνίας, που υποτίθεται ότι θα έφτανε να είναι το 2040 ή το 2050. Δεν έχει σημασία ότι το χαρακτηριστικό αυτό δεν αντιστοιχεί στη σημερινή δημογραφική σύνθεση. Όμως, οι άνεργοι είναι περίπου 1,1 εκατ. άτομα και, συνεπώς, η παραγωγική διαδικασία συντελείται με αντίστοιχα μικρότερη απασχόληση, η σχέση απασχολούμενων και συνταξιούχων βρίσκεται σε καταστροφικά επίπεδα (περίπου 1,3:1), που είναι πολύ χειρότερη και από αυτή μιας γηρασμένης  κοινωνίας, ενώ το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης είναι γύρω στο 10% του ΑΕΠ. Σε πρόσφατη μελέτη μου έδειξα γιατί το ασφαλιστικό ήταν καθοριστικό γενεσιουργό αίτιο της ελληνικής κρίσης, καθώς τα ελλείμματά του αντιπροσώπευαν 84% της αύξησης του δημόσιου χρέους στην περίοδο 2000-2009 και 405% στην περίοδο 2010-2014. Βρισκόμαστε σε μια ιδιότυπη κατάσταση, όπου το ασφαλιστικό το ίδιο καθηλώνει την ανάπτυξη, και η καθηλωμένη ανάπτυξη επιδεινώνει το ασφαλιστικό. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσδοκούμε σοβαρή ανάπτυξη, η οποία θα έλυνε το πρόβλημα, αν δεν περιορίσουμε την αρνητική επίδραση του ασφαλιστικού στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Όμως, ας αφήσουμε τους αριθμούς και ας εστιάσουμε αλλού. Η Δημοκρατία μας εξελίσσεται σε Δημοκρατία συνταξιούχων, όπου οι συγκρούσεις για την κατανομή ενός αισθητά συρρικνωμένου Εθνικού Εισοδήματος μεταξύ όσων εργάζονται και το παράγουν και όσων το εισόδημα προκύπτει από το εισόδημα αυτών που το παράγουν, επιλύονται με συσχετισμούς πολιτικής δύναμης, που σταθερά γέρνουν σε βάρος των νεότερων γενεών. Τα δημογραφικά δεδομένα αυτά καθ’ αυτά δεν έκαναν αναγκαία μια τέτοια εξέλιξη. Αυτή έγινε αναγκαία πρώτον, λόγω μιας απίστευτης απληστίας μεγάλου αριθμού πολιτών και αξιωματούχων να αποκτήσουν εισόδημα χωρίς να εργάζονται, και μάλιστα δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις εισφορές που είχαν καταβάλει ή σε δυσανάλογα χαμηλή ηλικία, και δεύτερον, λόγω της πολιτικής αποτυχίας να διασφαλιστούν ικανοποιητική ανάπτυξη, θέσεις απασχόλησης και σταθεροί κανόνες κατανομής εισοδήματος στη χώρα μας, με αποτέλεσμα, να αναζητείται πολιτική στήριξη σε ψηφοθηρικές μεθόδους, όπως η μαζική ‘συνταξιοποίηση’.  Μια τέτοια δημοκρατία, με τα δεδομένα που ισχύουν σήμερα, αν δεν λύσει έγκαιρα, αποφασιστικά και σταθερά το πρόβλημα του ασφαλιστικού, θα κινείται συνεχώς μεταξύ αστάθειας, τέλματος,  κοινωνικών εντάσεων και πολιτικών ανατροπών.

Η προτεραιότητα του ασφαλιστικού μέσα στην κρίση

Το ασφαλιστικό την επόμενη μέρα αποτελεί οπωσδήποτε κεντρική προτεραιότητα. Το πρόβλημα είναι, ότι η αδράνεια, η κρίση και η υπερδιόγκωση κρίσιμων προβλημάτων, έχουν ανάγει σε κεντρική προτεραιότητα πολλά ζητήματα ταυτόχρονα. Σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες, η αντιμετώπιση του ασφαλιστικού έχει πολύ μικρούς βαθμούς ελευθερίας, αλλά και σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις για το κοινωνικό σύνολο και το πολιτικό σκηνικό, από ό,τι αν ήμασταν αντιμέτωποι με μία ή λίγες σημαντικές προτεραιότητες. Σήμερα, τα ζητούμενα και οι λύσεις γίνονται πολύ πιο επώδυνα, δύσκολα και πολύπλοκα. Επιπλέον, η επίλυση κάθε μεγάλου προβλήματος είναι συνάρτηση και του αν αντιμετωπίζουμε και πώς τα άλλα παράλληλα μεγάλα προβλήματα. Στις συνθήκες αυτές, ίσως η μόνη ξεκάθαρη και εφικτή επιλογή είναι να προλάβουμε ακόμα πιο επώδυνες λύσεις και να σπάσουμε την αλυσίδα του ‘όλο και χειρότερα’.

Προοπτικές και υπερβάσεις

Ας δούμε μερικά απλά, αλλά πολύ κρίσιμα, δεδομένα:

Πρώτον, υπάρχει απόλυτη ανάγκη να περάσουμε σε συνθήκες ανάπτυξης. Διαφορετικά οι συντάξεις θα μειώνονται ανάλογα. Ξέρω, ότι η αναφορά στην λέξη ‘ανάπτυξη’ ηχεί ως μια τεράστια κοινοτοπία. Μια κοινοτοπία όμως, που αδυνατούμε να μετατρέψουμε σε πραγματικότητα. Θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης δεν θα αυξήσουν τις συντάξεις. Θα επιτρέψουν όμως να μειωθεί η ασφυκτική πίεση των ασφαλιστικών ελλειμμάτων. Όμως, με ένα ασφαλιστικό κενό της τάξης του 10% του ΑΕΠ, που το καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός, όταν γίνεται τιτάνιος αγώνας για να πετύχουμε πλεονάσματα μισής ή μιάμισης μονάδας του ΑΕΠ, τα περιθώρια για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, για ουσιαστικές αυξήσεις στις δημόσιες ή ιδιωτικές επενδύσεις, για αύξηση της ζήτησης, για ένα φορολογικό καθεστώς που δεν θα πνίγει νοικοκυριά, επαγγελματίες και επιχειρήσεις, είναι ασφυκτικά. Συνεπώς, με τελματωμένους ρυθμούς μεγέθυνσης, θα προκύπτει συνεχώς, ότι τόσο μεγάλα ελλείμματα στο ασφαλιστικό, ούτε βιώσιμα είναι, ούτε βιώσιμη οικονομία επιτρέπουν. Γι αυτό, πρέπει να φτάσουμε με οργανωμένο τρόπο σε πιο βιώσιμες καταστάσεις. Αν θέλουμε ικανοποιητικότερους μισθούς, εισοδήματα και συντάξεις είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε ό,τι μπορούμε για επενδύσεις και ανάπτυξη. Αν δεν θέλουμε να κάνουμε ό,τι οδηγεί στην ανάπτυξη, ας μην κλαψουρίζουμε για την πραγματικότητά μας. Στην περίπτωση αυτή, όπως διαπιστώσαμε όλα αυτά τα χρόνια the hard way, η ίδια η ζωή θα επιβάλλει λύσεις, και μάλιστα με χαοτικό, άδικο και τυχαίο τρόπο, και με διάχυτες αρνητικές επιδράσεις σε πολλά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά μεγέθη.

Δεύτερον, για να λειτουργήσει οποιοδήποτε ασφαλιστικό πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη και αποδοχή του συστήματος από τους ασφαλισμένους. Αποδοχή και εμπιστοσύνη αφορούν και τα δύο σκέλη του ασφαλιστικού συστήματος: το δημόσιο και το ιδιωτικό. Σήμερα, μετά τόσες παρεμβάσεις, ανατροπές, περικοπές, επαναλαμβανόμενες αποτυχίες και επιδεινώσεις, αδυναμίας να πειστούν οι εργαζόμενοι ασφαλισμένοι ότι οι εισφορές τους θα εξασφαλίσουν την δική τους σύνταξη, η εμπιστοσύνη στο δημόσιο σύστημα είναι στο ναδίρ. Ας σκεφτούμε, ότι και τα περιορισμένα ακόμα ποσά στο ΑΚΑΓΕ, που δημιουργήθηκε ως εργαλείο μακροχρόνιας διασφάλισης  των μελλοντικών συνταξιούχων, άρχισαν ήδη να αποσύρονται για να πληρωθούν σημερινές συντάξεις.

Η εμπιστοσύνη προς το ιδιωτικό σύστημα έχει δύο παραμέτρους. Η πρώτη αφορά την κρατική πολιτική σε ό,τι αφορά την οικονομία, το θεσμικό πλαίσιο, την εποπτεία των ασφαλιστικών φορέων και τους βαθμούς θεσμικής ελευθερίας τους στο να τοποθετούν αποταμιεύσεις σε σχετικά ασφαλείς τίτλους μέσα στη χώρα ή/και στη διεθνή αγορά. Αν η πολιτική επιτρέπει τοποθετήσεις σε διεθνείς τίτλους, πιθανότατα αυτό θα οδηγεί σε πιο ικανοποιητικές αποδόσεις για τις συντάξεις, αλλά θα σημαίνει και απώλεια για την χώρα των πόρων που επενδύονται διεθνώς. Αν δεν επιτρέπει, οι πόροι παραμένουν στη χώρα, αλλά η απόδοσή τους εξαρτάται από τις εσωτερικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, που στα χρόνια της κρίσης γνωρίζουμε πόσο προβληματικές είναι. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί, ότι με τα σημερινά δεδομένα των αγορών, οι προοπτικές απόδοσης τίτλων χαμηλού ρίσκου έχουν περιοριστεί, παράγοντας που μεσοπρόθεσμα επηρεάζει τις επιδόσεις του ιδιωτικού συστήματος.

Η δεύτερη παράμετρος έχει να κάνει με την ποιότητα των ασφαλιστικών προϊόντων που προσφέρουν οι ιδιωτικοί φορείς, την ελκυστικότητα των όρων τους, την ανθεκτικότητα των φορέων αυτών σε μακρύ χρόνο και την πειστικότητα του συστήματος αυτού απέναντι στους ασφαλισμένους. Στους παράγοντες αυτούς, πρέπει κανείς να προσθέσει και την διαφορά στις αποδόσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συστήματος. Εκτιμήσεις δείχνουν, ότι ανάλογα με τις χρονικές περιόδους που συγκρίνει κανείς τις επιδόσεις των δύο συστημάτων και την πληρότητα της σύγκρισης, οι αποδόσεις τους μπορεί να είναι πολύ κοντά ή να δείχνουν κάποια υπεροχή των ιδιωτικών ασφαλιστικών φορέων.

Όμως, οι αποδόσεις είναι ένα στοιχείο. Το δεύτερο στοιχείο είναι αν η σύνταξη διασφαλίζεται στο βάθος χρόνου. Σήμερα, αυτό που είναι πιο καθοριστικό είναι να μην διογκώνονται οι αμφιβολίες που έχει ο ασφαλισμένος για τις αποταμιεύσεις του και το επίπεδο της σύνταξης πού θα έχει όταν δεν θα εργάζεται.  Όσο η εμπιστοσύνη στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα συρρικνώνεται, η υπεροχή εναλλακτικών στέρεων σχημάτων ασφάλισης θα κερδίζει σε έδαφος. Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι το καλύτερο αποτέλεσμα διασφαλίζεται από ένα μίγμα περισσότερων σχημάτων, που συνδυάζουν στοιχεία διανεμητικά, κεφαλαιοποιητικά και προαιρετικής αποταμίευσης.

Τρίτον, η συζήτηση για τις συντάξεις ξεκινάει συνήθως από λάθος αφετηρία: από το επιθυμητό ποσοστό αναπλήρωσης της μέσης σύνταξης. Αυτό θα ήταν λογικό σε συνθήκες ομαλότητας, σταθερής εξέλιξης μισθών, απασχόλησης, δημογραφικών δεδομένων και Εθνικού Εισοδήματος. Με τις σημερινές συνθήκες όμως, η αφετηρία αυτή είναι λάθος. Γιατί σήμερα, που ο αριθμός των συνταξιούχων έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, δεν αρκεί να καθορίσουμε αυθαίρετα επιθυμητά ποσοστά αναπλήρωσης. Πρέπει, ταυτόχρονα να εξετάσουμε τι επιβάρυνση δημιουργεί κάθε τέτοιο ποσοστό αναπλήρωσης για τους ασφαλισμένους και την οικονομία γενικότερα. Ακόμα και σε ομαλές συνθήκες, ένα δεδομένο ποσοστό αναπλήρωσης δημιουργεί πολύ διαφορετική επιβάρυνση, αν πρέπει να καλυφθεί από τις εισφορές τριών, δύο ή 1,3  απασχολούμενων, όπως είναι η κατάσταση σήμερα.

Για να το κάνω λιγότερο αφηρημένο με ένα παράδειγμα. Με μέσο εισόδημα από απασχόληση 1000 ευρώ και ένα ποσοστό αναπλήρωσης 60% (δηλαδή σύνταξη 600 ευρώ) το μέσο εισόδημα κάθε απασχολούμενου διαμορφώνεται στα 800 ευρώ προ φόρου, αν η αναλογία απασχολούμενων προς συνταξιούχους είναι 3:1. Όμως, αν η αναλογία είναι 1,3:1, τότε το εισόδημα μετά τις εισφορές πέφτει στα 550 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή φτάνουμε μάλιστα στο παράδοξο, να πρέπει ένας εργαζόμενος να επιβαρύνεται με τέτοιες εισφορές ή και φόρους για τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος, που οι καθαρές απολαβές του (550 ευρώ) φτάνουν να είναι χαμηλότερες από τις καθαρές απολαβές του μέσου συνταξιούχου (600 ευρώ). Πόσο βιώσιμη και πόσο δίκαιη είναι μια τέτοια σχέση και τι επιδράσεις ασκεί στην οικονομία, στην ανάπτυξη, τις επενδύσεις, τη φυγή ενεργού πληθυσμού, τη μαύρη οικονομία, την φοροδιαφυγή;

Αυτό που θέλω να τονίσω, είναι ότι ούτε το ασφαλιστικό εξαρτάται μόνο από τις παραμετρικές αλλαγές στο εσωτερικό του σημερινού συστήματος ή την εισαγωγή νέων θεσμών και δυνατοτήτων, ούτε το ποσοστό αναπλήρωσης καθορίζεται από το όριο που θέλει να βάλει κανείς. Η σχέση εργαζόμενων προς συνταξιούχους είναι αμείλικτη. Επιπλέον, η απόδοση είτε του διανεμητικού, είτε του κεφαλαιοποιητικού συστήματος καθορίζονται εξίσου από το επίπεδο της απασχόλησης και της ανεργίας, την επενδυτική δραστηριότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ή την ικανότητα της πολιτικής να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τους σύγχρονους μοχλούς ανάπτυξης, που είναι η εκπαίδευση, η γνώση, η τεχνολογία και οι επενδύσεις. Καθορίζονται επίσης από την ποιότητα της ανάπτυξης που επιτυγχάνεται, τη σύλληψη της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής, την έκταση της διαφθοράς, τις προσδοκίες των ασφαλισμένων για το πώς θα διαμορφωθεί η σχέση μεταξύ των εισφορών και των συντάξεών τους, καθώς οι προσδοκίες αυτές καθορίζουν και την συμπεριφορά τους στο θέμα αυτό.

Επιπλέον, σήμερα, η χρησιμοποίηση του 26% περίπου των συνολικών φορολογικών εσόδων για την κάλυψη των ασφαλιστικών ελλειμμάτων δείχνει την ύπαρξη μιας πολύ σημαντικής αναδιανομής εισοδήματος, η οποία επηρεάζει αρνητικά την έκταση της αναδιανομής που απαιτείται για άλλες κοινωνικά προβληματικές καταστάσεις ή για την παροχή δημόσιων αγαθών, όπως υγεία, εκπαίδευση, φτώχεια, ασφάλεια στην καθημερινότητα ή σε εθνικό επίπεδο.  Μπορεί κανείς να αποφεύγει να δει τα ζητήματα αυτά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά δεν είναι υπαρκτά  και ότι το σημερινό ασφαλιστικό δεν έχει τεράστιο και διάχυτο κόστος για ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.

Τέταρτον, κάθε νέο σύστημα προϋποθέτει κανόνες μετάβασης και μορφές χρηματοδότησης του τμήματος εκείνου της ασφάλισης που φεύγει από το παλαιό και μεταφέρεται στο νέο σύστημα. Πέρα από το ερώτημα της μεταβατικής χρηματοδότησης, όπως από πού θα προέλθει και που θα κατευθυνθεί, τίθεται και το ερώτημα πώς θα επιμερισθεί αυτή μεταξύ απασχολούμενων και συνταξιούχων και μεταξύ ποιών από αυτούς, τους παλαιούς, τους νέους ή κάποιο μίγμα;

Πρακτικά, μια αύξηση των πόρων για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος πάνω από το σημερινό 16%-17% του ΑΕΠ φαίνεται απαγορευτική. Μια υπέρβαση του παραπάνω ορίου δεν είναι εφικτή χωρίς σοβαρές αρνητικές επιδράσεις στην ανάπτυξη και στο ασφαλιστικό το ίδιο. Εφικτές θα ήσαν μορφές ανακατανομής της δαπάνης αυτής μεταξύ διαφορετικών ασφαλιστικών σχημάτων. Γενικότερα, πρέπει να επισημανθεί, ότι όταν μιλάμε για πρόσθετη χρηματοδότηση, δεν  πρέπει να βλέπουμε μόνο τις άμεσες και ορατές επιπτώσεις της στο ύψος των εισροών και των συντάξεων. Πρέπει να σκεφτόμαστε και τις έμμεσες επιδράσεις της σε άλλα, πολύ βασικά, μακρό-οικονομικά, αναπτυξιακά ή κοινωνικά μεγέθη, και ότι οι επιδράσεις αυτές, δευτερογενώς, είναι αρνητικές για το ίδιο το ασφαλιστικό.

Η αναφορά μου σε όλα αυτά θέλει να δείξει, ότι λόγω του κρίσιμου αρνητικού ρόλου που έπαιξε το ασφαλιστικό στην κρίση, το αποτέλεσμα της πολιτικής του διαχείρισης βρίσκεται σε συνάρτηση με ένα σύνολο πολιτικών που επηρεάζουν την πορεία της οικονομίας και μαζί και του ασφαλιστικού. Υπάρχει μια αλυσίδα αλληλεξαρτήσεων μεταξύ περισσότερων πολιτικών και μεγεθών, που καθορίζει το αποτέλεσμα, θετικά ή αρνητικά. Το ζητούμενο είναι να μην επιτυγχάνεται η αριθμητική ισορροπία το ασφαλιστικού σε ένα όλο και χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο. Διαφορετικά, κάτω από συνθήκες αρνητικών ή στάσιμων ρυθμών μεγέθυνσης θα υπάρχει συνεχής ανάγκη για νέες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, οι οποίες θα σημαίνουν πρόσθετη κάθοδο στη φτωχοποίηση, για τους συνταξιούχους, τους εργαζόμενους, όλους.

Σήμερα, η πολιτική διαχείριση του ασφαλιστικού έχει κάνει την συμπλήρωση του ασφαλιστικού μας συστήματος με εναλλακτικά σχήματα αναπότρεπτη. Το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πλεονεκτεί του κεφαλαιοποιητικού, όσο το Δημόσιο σέβεται τους ασφαλισμένους και τους κανόνες που το ίδιο έχει θεσπίσει. Μεσολάβησαν όμως εξελίξεις, που ανέδειξαν την τεράστια αναξιοπιστία του Κράτους στη διαχείριση των ασφαλιστικών σχέσεων, τις ισχυρές ασύμμετρες παρεμβάσεις του στην ανακατανομή ασφαλιστικών δικαιωμάτων, που οδήγησαν στην πλήρη κατάργηση της αρχής της αλληλεγγύης των γενεών. Έτσι, η εισαγωγή μιας συμπληρωματικής κεφαλαιοποιητικής διάστασης και ατομικών ή επαγγελματικών αποταμιευτικών σχημάτων στο ασφαλιστικό σύστημα θα εξασφαλίζει με κάποια μεγαλύτερη βεβαιότητα στον ασφαλισμένο, ότι οι εισφορές του θα καλύψουν τις δικές του ανάγκες, όταν έρθει η ώρα.

Οι παραπάνω σκέψεις δεν αποτελούν ολοκληρωμένη πρόταση για την επίλυση του προβλήματος. Συνοψίζοντας, θεωρώ, ότι το ασφαλιστικό σήμερα πρέπει να λυθεί στη βάση των ακόλουθων αρχών:

Πρώτον, θα έπρεπε να ισχύσει η αρχή της ισότητας, όχι όμως και της ισοπέδωσης, μεταξύ όλων των ασφαλισμένων. Η αρχή αυτή σήμερα δεν ισχύει.

Δεύτερον, να ισχύσει η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιούχων. Τι πληρώνουν οι εργαζόμενοι για τους συνταξιούχους.

Τρίτον, η αρχή της αναλογικότητας των εισφορών που πληρώνει κάποιος και της σύνταξης που παίρνει κάποια στιγμή στο βίο του.

Τέταρτον, πρόωρες συντάξεις και συντάξεις σε ασφαλισμένους με μικρό χρονικό διάστημα εισφορών πρέπει να επανεξεταστούν άμεσα. Για όσους προκύπτουν κοινωνικά προβλήματα, αυτά να αντιμετωπιστούν με μια σοβαρή και δίκαιη κοινωνική πολιτική και όχι μέσω ασφαλιστικού συστήματος, όπως σε κάθε κοινωνική Δημοκρατία. Διαφορετικά, καλούνται οι συνταξιούχοι να χρηματοδοτήσουν την κοινωνική πολιτική.

Πέμπτη αρχή, μία διπλή αρχή βιωσιμότητας. Τη βιωσιμότητα του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος, γιατί αν αυτή δεν υπάρχει, τότε προκύπτουν τρομακτικές επιπτώσεις και δεύτερον τη βιωσιμότητα της οικονομίας που επηρεάζεται με κρίσιμο τρόπο από τη μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

Και έκτον, πρέπει να δούμε σήμερα τι σημαίνει πραγματικά η αρχή της αλληλεγγύης των γενεών. Προσδίδοντας το ίδιο περιεχόμενο στην αρχή αυτή, όπως ήταν πριν 25 ή 35 χρόνια, οδηγούμαστε  στην υποταγή και την εκμετάλλευση των νεότερων γενεών και στην περαιτέρω ανατροπή κάθε ισορροπίας στο ασφαλιστικό.