Από τότε που το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής άρχισε να αυξάνει την επιρροή του στην ελληνική κοινωνία και η επιρροή αυτή μεταφράστηκε σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και δημοσκοπική άνοδο, άρχισαν και οι περισπούδαστες αναλύσεις για τα αίτια του φαινομένου. Η επικρατούσα άποψη είναι πως οι Ελληνες, αρκετοί Ελληνες, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την επιλογή λόγω της βαθιάς οικονομικής ύφεσης. Η ίδια άποψη αναφέρει -και αν δεν το αναφέρει ρητά, συνεπάγεται κάτι τέτοιο- πως ενδεχόμενη οικονομική ανάκαμψη (άρα μείωση της ανεργίας, περιορισμός της φτωχοποίησης κ.λπ.) θα επαναφέρει τα ποσοστά επιρροής των νεοναζιστών σ’ εκείνα που υπήρχαν λίγα χρόνια πριν. Και τα οποία δεν ξεπερνούσαν σχεδόν ποτέ τη μισή ποσοστιαία εκλογική μονάδα.
Τις ημέρες αυτές που εξαρθρώνεται ένα μέρος τουλάχιστον της οργάνωσης, η άποψη που συνδέει νεοναζισμό με κρίση έσκασε πάλι μύτη με ηχηρό τρόπο. Δεν αρκεί να φυλακιστεί ο αρχηγός και μερικά στελέχη της χρυσαυγίτικης οργάνωσης, χρειάζεται και η ανάκαμψη της οικονομίας, λένε πολλοί φορείς αυτής της ανάλυσης στον δημόσιο λόγο τους. Και ανάμεσά τους, εκπρόσωποι του πολιτικού προσωπικού, αλλά και διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Εκείνο που δεν λένε όλοι αυτοί είναι γιατί κάτι ανάλογο δεν συνέβη στις υπόλοιπες χώρες, όπου είτε εφαρμόστηκαν σκληρά μνημόνια είτε η κρίση τις έχει αγγίξει σε θεαματικό βαθμό. Η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία είναι μερικές καλές περιπτώσεις για σύγκριση.
Σε καμία από τις φτωχές χώρες της Ευρώπης δεν εμφανίστηκε φαινόμενο ανάλογο της ελληνικής νεοναζιστικής οργάνωσης. Χρειάζεται μια καλή απάντηση ώστε να υιοθετηθεί η εξίσωση: κρίση ίσον άνοδος του φασισμού.
Αυτό που μάλλον δεν θέλουμε να παραδεχτούμε είναι πως η σημαντική στήριξη της φασιστικής οργάνωσης από μεγάλο αριθμό πολιτών (μια στήριξη που, παρά τα όσα έχουν αποκαλυφθεί για τον μαφιόζικο χαρακτήρα της, εξακολουθεί να είναι σημαντική) έχει αιτίες πολύ πιο ουσιαστικές, που δεν συνδέονται απαραίτητα με την κρίση ως φαινόμενο.
Να εξηγηθούμε. Πράγματι, η επιρροή της οργάνωσης άρχισε να αυξάνεται από τότε που η ύφεση οδήγησε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού σε φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση. Και οι πρόσφατες αποκαλύψεις για κάποια μέλη της Χρυσής Αυγής που συνελήφθησαν έδειξαν πως πρόκειται για ιδιαίτερα οικονομικά αδύνατους ανθρώπους, σε φτωχά προάστια της πόλης. Ναι λοιπόν, οι νεοναζιστές βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε χαμηλά οικονομικά (και όχι μόνο) στρώματα. Αλλά αυτό δεν οφείλεται στην κρίση, αλλά στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι άνθρωποι αυτοί τα αίτια της κρίσης. Σύμφωνα με την επικρατούσα σ’ αυτούς άποψη, για όλα φταίνε οι πολιτικοί, τα κόμματα, οι θεσμοί, άρα η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οχι ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε η δημοκρατία, οι ιστορικές και δεδομένες ανισότητες ενός στρεβλά μάλιστα ανεπτυγμένου καπιταλισμού, η αδυναμία ταξικής συνειδητοποίησης, αλλά η δημοκρατία όπως οι ίδιοι τη βίωσαν. Αυτή οδήγησε τη χώρα στη σημερινή χρεοκοπία, άρα αυτή πρέπει να αποδοκιμαστεί.
Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, ίδια ευθύνη έχουν και αυτοί που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας μεταπολιτευτικά (τα άλλοτε ισχυρά κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) και αυτοί που δεν γεύτηκαν ποτέ την εξουσία αυτή. Ανάλογο μερίδιο ευθύνης αντιστοιχεί και σε όσους όρμησαν στα δημόσια ταμεία, αλλά και σε όσους το απέφυγαν. Ισοπεδωτική λογική, η οποία όχι απλά είναι εύκολη για να αναχθεί σαν «η αιτία του κακού», αλλά και οδηγεί σε απουσία κριτικής και επιλογής με βάση κάποιες στοιχειώδεις σταθερές.
Η αλήθεια είναι πως σε όλα αυτά σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν και τα κόμματα που κυριάρχησαν μεταπολιτευτικά. Τα ίδια φρόντισαν να απαξιωθεί ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε η δημοκρατία αυτή, τα ίδια αυτοαπαξιώθηκαν, αυτοϋπονομεύτηκαν. Μετά από αυτό, δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη προσπάθεια για να βρουν πρόσφορο έδαφος ισοπεδωτικές λογικές οι οποίες αρχικά καλλιεργήθηκαν χωρίς ταμπέλες (βλέπε αγανακτισμένοι της πλατείας Συντάγματος) και μετά απέκτησαν όνομα, γραφεία και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Και φυσικά, στις αιτίες ανάδειξης του φαινομένου, ας μην παραλείπουμε πάντα να σημειώνουμε και τη δεδομένη και συνειδητοποιημένη παραδοσιακή στήριξη από ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Ενα κομμάτι που έχει εκφραστεί και ιστορικά άλλωστε– ας μην ξεχνάμε τη δικτατορία και τον βαθμό αποδοχής της από αυτό το κομμάτι. Απλά, είχε λουφάξει τα μεταπολιτευτικά χρόνια και τώρα εμφανίστηκε πάλι…