Κρίση και Μνημόνια – Από την χρεοκοπία στον φαύλο κύκλο των μνημονίων

Θανάσης Τρυψάνης 06 Νοε 2018

Μια βιωματική αναδρομή:

Τα πρώτα χρόνια της κρίσης (2008-2009) η κυβέρνηση της ΝΔ διατείνονταν ότι η χώρα ήταν προστατευμένη από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Οι παθογένειες όμως υπέβοσκαν και σύντομα η Ελλάδα έγινε μέρος της παγκόσμιας κρίσης, ως ο πλέον αδύναμος κρίκος της. Και μάλιστα υπέστη διπλή κρίση: χρηματοπιστωτική και κρίση χρέους.

Στις συνθήκες της γενικευμένης κρίσης, ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία πίεσαν την ΕΕ (ιδιαίτερα τη Γερμανία), ώστε να αντιμετωπίσει το ελληνικό πρόβλημα φοβούμενες ότι η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας θα συγκλόνιζε την παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Σ’ αυτό το πλαίσιο αναγκάστηκαν να λειτουργήσουν οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι, μη έχοντας θεσπίσει μηχανισμούς για τη διαχείριση κρίσεων, βασίστηκαν στην τεχνογνωσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά και στην δανειακή συμμετοχή του, καθώς δεν ήθελαν να αναλάβουν συνολικά το κόστος ενός προγράμματος διάσωσης.

Η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης (ΔΝΤ-ΕΕ) ήταν μονόδρομος, για να μπορέσει να καλύψει η χώρα τα ελλείμματα και την αποπληρωμή των προηγούμενων δανειακών υποχρεώσεων. Να αποφύγει δηλαδή την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Δεν υπήρχε καμία άλλη επιλογή.

 

Το 1ο Μνημόνιο (1-5-2010/δανειακή σύμβαση 110 δις), εμπόδισε μεν την Ελλάδα να πτωχεύσει και να μην υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη ζώνη του ευρώ, αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκές στη στήριξη της ελληνική οικονομίας.

Οι δανειστές υποτίμησαν την έκταση της ελληνικής κρίσης (σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο), οδηγούμενοι σε υπερεκτιμήσεις και αστοχίες που κόστισαν, προκαλώντας μη προβλεπόμενη μεγάλη ύφεση.

Στο εσωτερικό, οι ανεπάρκειες της κυβέρνησης Παπανδρέου, οι αντιστάσεις συνδικάτων και κοινωνικών ομάδων, αλλά και η αντιμνημονιακή ρητορική σύμπασας της αντιπολίτευσης (προεξάρχουσας της ΝΔ των Ζάππειο Ι και ΙΙ) συνέτειναν στην παράταση  της κρίσης.

Ενώ ο στόχος του προγράμματος ήταν η επιστροφή στις αγορές σε δύο χρόνια, οι συνέπειες της ύφεσης, έθεσαν εκτός στόχων το πρόγραμμα.

Παράλληλα προκλήθηκε και πολιτική κρίση με αποτέλεσμα την πρωτοφανή στα μεταπολιτευτικά χρονικά παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου (ως αδυναμία διακυβέρνησης), τον Νοέμβριο του 2011.

Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Λ. Παπαδήμο, στήριξη από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ (από 11-11-2011 έως 17-5-2012) και ένα 2ο  μνημόνιο (12-2-2012).

Η κυβέρνηση Παπαδήμου ήταν μια λύση έξω από τα συνήθη πλαίσια λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου, το δικομματικό σύστημα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) δεν μπορούσε να λειτουργήσει με τη μορφή της ομαλής εναλλαγής στην εξουσία (όπως συνέβαινε ως τότε), γιατί ούτε ο άλλος πόλος (ΝΔ) μπορούσε και ήθελε να αναλάβει το βάρος και το κόστος της  διακυβέρνησης της χώρας.

Η αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης και η τραυματική εμπειρία του μνημονίου, δημιούργησαν συνθήκες κοινωνικής απόρριψης του παλιού δικομματισμού και τελικά πολιτική κρίση κυβερνησιμότητας.

Η προσφυγή στην “υπερκομματική” λύση Παπαδήμου έγινε ώστε να  αποφευχθεί  η περαιτέρω φθορά και να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος, ως ότου αναδιοργανωθεί το κομματικό σύστημα.

Μετά τη σύντομη θητεία της κυβέρνησης Παπαδήμου, οι διπλές εκλογές του 2012 που ακολούθησαν, έθεσαν τέλος στο δικομματικό-διπολικό σύστημα της μεταπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), και ανέδειξαν το νέο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ (εκλογές Ιουνίου 2012: ΝΔ 29,66%-ΣΥΡΙΖΑ 26,89%).

Οι εκλογές του Ιουνίου 2012 σηματοδοτούν και το τέλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Αρχίζει η εποχή των υποχρεωτικών συγκυβερνήσεων (συνεργασίας), καθώς λόγω της πολυδιάσπασης του πολιτικού συστήματος, δεν προέκυπταν πλέον αυτοδυναμίες.

 

Με το 2ο μνημόνιο επιδιώχθηκε η ανατροπή της πολύ έντονης καθοδικής πορείας που είχε πάρει η ελληνική οικονομία, και η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2012 (PSI: μείωση χρέους κατά 106 δις. ευρώ περίπου, αποκλειστικά από ιδιώτες επενδυτές, εγχώριους και ξένους). Η δανειακή σύμβαση προέβλεπε νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα ύψους 130 δις (με τα υπόλοιπα της πρώτης δανειακής σύμβασης, το τελικό ποσό ανέρχονταν στα 167 δις).

Ωστόσο αν και προέκυψε μικρή οικονομική ανάκαμψη (ιδίως περί τα τέλη του 2012), οι αλλεπάλληλες πολιτικές εξελίξεις άνοιξαν μια νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας:

η απαίτηση Σαμαρά για σύντομη θητεία της κυβέρνησης Παπαδήμου και προσφυγή σε εκλογές, οι διπλές εκλογές του 2012, η κυβέρνηση συνεργασίας (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) με αίτημα την επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την συγκυβέρνηση με αφορμή την ΕΡΤ (21-6-2014), οι ευρωεκλογές του 2014 όπου ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα (26,56%, έναντι 22,7% της ΝΔ), η λαϊκιστική στροφή της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, και η εμπλοκή των διαπραγματεύσεων με την τρόικα στο τελικό στάδιο της ολοκλήρωσης του 2ου μνημονίου.

 

Μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Από τα μέσα του 2011, όταν η ύφεση προκαλεί πλέον πολύ μεγάλα πλήγματα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία (μέχρι τα τέλη του 2013 υπήρξαν μέτρα μείωσης στο 30% του ΑΕΠ), αναδεικνύεται σταδιακά, το αντιμνημονιακό κίνημα και εδραιώνεται η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο.

Το αντιμνημονιακό κίνημα, ήταν και παρέμεινε ένα κίνημα διαμαρτυρίας, στο επίπεδο μιας γενικής δυσαρέσκειας. Ωστόσο επέδρασε στο πολιτικό σύστημα καθώς η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο ξεπέρασε και υποκατέστησε τις γνωστές πολιτικές διαιρέσεις (δεξιά-αριστερά), αναγορεύοντας την σε κυρίαρχη. Η μετακίνηση της ΝΔ υπό τον Σαμαρά, στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο (Ζάππειο Ι και ΙΙ) το “νομιμοποίησε” πολιτικά. Στην πορεία όμως, εκφράστηκε από τους αυθεντικούς φορείς του: την ακροδεξιά (Χ.Α-ΑΝΕΛ) και κυρίως την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντιμνημονιακή ρητορική, οδήγησε στον αντιευρωπαϊσμό κι από εκεί στον εθνικό απομονωτισμό, στον δραχμισμό και τελικά στη συγκρότηση ενός εθνολαϊκιστικού αριστερο-δεξιού μετώπου, του πρώτου στην Ευρώπη που έγινε κυβέρνηση.

Η τελευταία πράξη του πολιτικού δράματος ήταν οι εκλογές (Ιανουάριος 2015),  λόγω της αδυναμίας εκλογής προέδρου Δημοκρατίας (που προκλήθηκαν με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ), η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η συγκυβέρνηση με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ.

Η διαίρεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο απέδωσε διπλά: Απέκρυψε τις αιτίες της κρίσης και καρποφόρησε στην κάλπη.

 

Το τρίτο μνημόνιο:  «Τόσο πολύ κακό σε τόσο λίγο διάστημα». Ένα αχρείαστο μνημόνιο (86 δισ.), όταν η χώρα ήταν έτοιμη να κλείσει τον κύκλο των μνημονίων, ήταν το αποτέλεσμα μιας ακραίας τυχοδιωκτικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε μια αντιπαράθεση με τους εταίρους με ιδεολογικούς όρους, με στόχο τη ριζική αλλαγή “των κανόνων του παιχνιδιού”. Κάτι που δεν είχε προηγούμενο παγκοσμίως και φυσικά ηττήθηκε καθώς οι εξωτερικοί συσχετισμοί καθορίζουν τα όρια των πολιτικών επιλογών, ενώ παράλληλα  επιδείνωσε δραματικά τη κρίση στη χώρα.

Η συνέχεια γνωστή: λήξη του μνημονιακού προγράμματος χωρίς συμφωνία, αργία τραπεζών, capital controls, δημοψήφισμα, colotumpa, διάσπαση ΣΥΡΙΖΑ και υπογραφή τρίτου μνημονίου από τον  μνημονιακό πλέον ΣΥΡΙΖΑ, με τις ψήφους και της αντιπολίτευσης. Με την οικονομία να επιστρέφει στην ύφεση τη διετία 2015-16, μετά τη μικρή ανάπτυξη στα τέλη του 2014.

Το τρίτο μνημόνιο σήμανε και το οριστικό τέλος του αντιμνημονιακού αγώνα και των ψευδαισθήσεων του. Ο αντιμνημονιακός λαϊκισμός περιορίστηκε στα δύο άκρα: δεξιό και αριστερό με κοινό σημείο την επιστροφή στη δραχμή.

Στις εκλογές τον Σεπτέμβρη του 2015, αφού πλέον η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο είχε κλείσει τον κύκλο της, το διακύβευμα  ήταν πλέον η επαγγελία του νέου, ενάντια στο παλιό πολιτικό σύστημα.

Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα (ακόμη και μετά την καταστροφική διακυβέρνηση του), με τη σημαία του νέου και άφθαρτου, κατέδειξε ότι ή βαθύτερη αντίθεση της κοινωνίας δεν αφορά στα μνημόνια αλλά στο “παλιό” πολιτικό σύστημα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). Σ’ αυτό επιρρίφθηκαν όλες οι ευθύνες για τα μνημόνια και την κρίση (τιμωρητική ψήφος) και γι αυτό δόθηκε μια νέα ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως στον Τσίπρα.

Η μετέπειτα συγκυβέρνηση και πάλι με το ακροδεξιό ΑΝΕΛ, τελικά δεν ήταν μια νίκη της ανανέωσης ενάντια στο παλιό πολιτικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποδύθηκε το νέο. Η μετέπειτα πορεία του ήταν μια κυνική πολιτική παραμονής στην εξουσία, ως αυτοσκοπός. Μια πολιτική παλαιοκομματικού τύπου, απόδειξη ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί αμιγώς μέρος του παλιού συστήματος και μάλιστα το πιο αναχρονιστικό.

 

Μνημόνια. Ο μόνος τρόπος να βγεις από τα μνημόνια, όπως αποδείχθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι να τα εφαρμόσεις.

Αναγκαίες προϋποθέσεις: η ανάληψη της ιδιοκτησίας του μνημονιακού προγράμματος (και η αξιόπιστη εκτέλεση του), καθώς και ευρύτερες συναινέσεις του πολιτικού συστήματος. Καμία απ’ αυτές τις προϋποθέσεις δεν υπήρξε στη διάρκεια των τριών μνημονίων, εκτός της αναγκαίας συναίνεσης της αντιπολίτευσης στο τρίτο μνημόνιο.

Στη διάρκεια της κρίσης, ποτέ και καμία κυβέρνηση ή συγκυβέρνηση δεν ανέλαβε την ιδιοκτησία των μνημονιακών προγραμμάτων και της αξιόπιστης εκτέλεσης τους.

Νόμοι και κανονισμοί που προβλέπονταν στο πρόγραμμα (και δεν ήταν μόνο οικονομικοί αλλά και θεσμικοί/μεταρρυθμιστικοί), ψηφίζονταν από τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά η εφαρμογή τους συχνά παραπέμπονταν, λόγω του πολιτικού κόστους.

Λεονταρισμοί αθέτησης των συμφωνηθέντων, συνδικαλιστικού τύπου «κόκκινες γραμμές» ή «περήφανες διαπραγματεύσεις»  καταρρίπτονταν αργά ή γρήγορα, επιβαρύνοντας με επιπλέον κόστος (και νέα μέτρα) την οικονομία και την κοινωνία.

Ενώ αύξαναν παράλληλα, το έλλειμμα αξιοπιστίας με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται  η χώρα διεθνώς “μη μεταρρυθμίσιμη” και να πλανάται συνεχώς το φάντασμα του Grexit.

Οι κυβερνήσεις υποτιμούσαν τη σημασία της αξιοπιστίας-εμπιστοσύνης, τόσο στην εικόνα της χώρας διεθνώς, όσο και στο ότι αποτελεί προϋπόθεση για πιθανές αναγκαίες αναθεωρήσεις των μνημονιακών συμφωνιών.

Ακόμη η επίρριψη όλων των ευθυνών για την εκπόνηση, την πορεία ή για τις συνέπειες του προγράμματος, στους δανειστές, ήταν σε πολλές περιπτώσεις προσχηματική.

Η αντιμετώπιση της κρίσης  απαιτούσε πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, αφού δεν υπήρχαν άλλα εργαλεία (εντός ευρώ).  Αυτές οι πολιτικές, αν και απαιτούσαν μεγάλο κοινωνικό κόστος, ήταν η μόνη δυνατότητα εξόδου από τη κρίση, με ταυτόχρονη παραμονή στην ευρωζώνη, την οποία επιθυμούσαν τόσο τα ευρωπαϊκά κόμματα όσο και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.

Η κοινωνία ήθελε την παραμονή στο ευρώ, τα δάνεια των δανειστών όχι όμως τα μνημόνια (δηλ. δανεικά χωρίς όρους). Το πολιτικό σύστημα ήθελε την παραμονή στο ευρώ (πλην των δραχμιστών), μια λάιτ εφαρμογή των μνημονίων και απόδοση των όποιων ευθυνών, στους δανειστές (μη ανάληψη της ιδιοκτησίας του προγράμματος).

Ευθύνες όμως για αποκλίσεις, στρεβλώσεις και αδικίες του προγράμματος δε βάρυναν μόνο τους δανειστές. Ευθύνες αναλογούσαν και  στις ελληνικές κυβερνήσεις καθώς το μίγμα της οικονομικής πολιτικής, για την επίτευξη των οικονομικών στόχων (που έθεταν τα μνημόνια), ήταν κυρίως επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως και άλλες επιλογές π.χ. οι οριζόντιες περικοπές.

Επιπλέον όλα τα χρόνια των μνημονίων, όλες οι κυβερνήσεις (με δική τους ευθύνη), στήριξαν προνομιακά το δημόσιο τομέα, σε βάρος του ιδιωτικού, προκαλώντας κοινωνικές ανισορροπίες που οδηγούσαν σε διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, πρόσθετη αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης και σε περαιτέρω απαξίωση της πολιτικής.

Οι πολιτικές συναινέσεις, ήταν ανύπαρκτες ή αναγκαστικές ως ανάγκη διακυβέρνησης  (συγκυβερνήσεις) και μόνο εντός του διαιρετικού πλαίσιου (μνημόνιο/αντιμνημόνιο ή παλιό/νέο), χωρίς υπερβάσεις αυτού. Το “ή εμείς ή αυτοί“ απέκοψε πλήρως κάθε προσπάθεια αναγκαίας εθνικής συνεννόησης, ξεπέρασε τα όρια μιας πόλωσης, αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί στοιχείο διχασμού. Ενώ το ζητούμενο είναι εθνικές συναινέσεις για μια νέα πορεία της χώρας.

 

Τον Αύγουστο του 18 τελείωσε το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης (δανειακή σύμβαση+μνημόνιο). Τα κράτη της ευρωπαϊκής ένωσης δεν προτίθενται να δώσουν άλλα δάνεια στην Ελλάδα. Δεν το θέλουν και δεν το επιτρέπουν τα  προβλήματα που συσσωρεύονται (άνοδος του εθνολαϊκισμού, μεταναστευτικό, εμπορικοί πόλεμοι, γεωπολιτική αστάθεια).

Η κυβέρνηση από την άλλη πανηγυρίζει για την  “καθαρή έξοδο από τα μνημόνια” σαν να επήλθε η ποθούμενη κανονικότητα.  Η επιστροφή όμως στις διεθνείς αγορές δεν είναι δεδομένη. Είναι ένας δύσβατος και διαρκώς ελεγχόμενος δρόμος, εν μέσω διεθνών αναταράξεων. Ενώ την ίδια στιγμή οι  βαθύτερες αιτίες της ελληνικής κρίσης παραμένουν και απειλούν.

Μια κρίση πολυδιάστατη -όπως κάθε κρίση- πρωτίστως όμως πολιτική. Κι αυτό γιατί η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ανανεωθεί και να εκσυγχρονιστεί λειτουργεί ως τροχοπέδη  στην ανάταξη της κοινωνίας και της οικονομίας.

Μέχρι σήμερα κανένα κόμμα δεν έχει κατορθώσει να ξεπεράσει το πολιτικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Η πολιτική ανανέωση ως προϋπόθεση για την εθνική Ανασυγκρότηση. Σε αυτό υποτάσσονται και από αυτό κρίνονται οι έννοιες της προόδου και της συντήρησης.