Τα τελευταία χρόνια οι αναλυτές επικεντρώνουν όλο και περισσότερο την προσοχή τους στην αμφισβήτηση της πρωτόγνωρης ευμάρειας που γνώρισε ο δυτικός κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω των αναπόφευκτων αλλαγών που προκαλεί στις κοινωνίες κυρίως η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία αλλά και άλλοι παράγοντες όπως το μεταναστευτικό.
Οι λύσεις που προτείνονται για την αντιμετώπιση αυτών των αδυσώπητων αλλαγών που προκαλούν στις κοινωνίες περιστρέφονται γύρω από την προσαρμογή στα νέα δεδομένα μέσω των μεταρρυθμίσεων.
Η προσέγγιση είναι ορθή. Όντως όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι όλο και περισσότερος πλούτος θα μεταναστεύει από την Δύση στην Ανατολή. Η Ευρώπη δεν παίζει πλέον μόνη της στο παιχνίδι του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Αν δεν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα του παγκόσμιου οικονομικού χάρτη, αλλά και στις μεγάλες αλλαγές που θα επιφέρει η λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση, θα χάσει μεγάλο έδαφος. Σε αυτό συμφωνούν λίγο πολύ όλοι.
Εκεί που το πράγμα δυσκολεύει είναι όταν ερχόμαστε στα συγκεκριμένα, στις πρακτικές προτάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος, στο τι ακριβώς πρέπει να γίνει. Ορισμένοι θεωρούν ότι στο όνομα του ρεαλισμού πρέπει να βάλουμε εντός παρένθεσης την καθημερινότητα των ανθρώπων, η προσαρμογή πρέπει να επιτευχθεί και χωρίς την κοινωνία στο όνομα της αδυσώπητης πραγματικότητας, διαφορετικά το κόστος που θα κληθούμε να πληρώσουμε, εάν μείνουμε στατικοί, θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Άλλοι θεωρούν ότι η λύση βρίσκεται στην περισσότερη Ευρώπη. Άλλοι ακόμη ότι πρέπει να περιοριστεί πάση θυσία ο λαϊκισμός ο οποίος υποδαυλίζει τα πάθη και καθιστά τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα. Αφήνω στην άκρη προτάσεις του στυλ να κλειστούμε στο καβούκι μας. Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση δείχνει το πόσο σύνθετη είναι η πραγματικότητα και πόσο δύσκολη η εξεύρεση λύσεων.
Η ελληνική εκδοχή της προσέγγισης
Για μας τα πράγματα είναι απλά. Δεν χρειάζονται βαθιές αναλύσεις και συγκεκριμένα σχέδια αντιμετώπισης. Αυτό που χρειάζεται είναι να βάλουμε εντός παρένθεσης την ίδια την πραγματικότητα και να ασχοληθούμε αποκλειστικά με τα δικαιώματα του ‘’λαού’’. Να πάμε από το πρόβλημα απ’ ευθείας στη λύση. Το μεγάλο παράδοξο είναι ότι δεν βλέπουμε το παράδοξο. Θεωρούμε ότι όντως η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία αλλάζουν με ταχύτατο ρυθμό τις ζωές μας, πιστεύουμε όμως ταυτόχρονα ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι πέραν από το να καταγγέλλουμε το φαινόμενο ή να κάνουμε δήθεν αναλύσεις.
Η απέχθεια του συγκεκριμένου
Υπάρχει όμως και ένα άλλο μεγαλύτερο παράδοξο.
Αποσυνδέουμε παντελώς από την ερμηνεία αυτό που πραγματικά συμβαίνει στη χώρα μας, τις αποφάσεις που λαμβάνουμε, τις πολιτικές που εφαρμόζουμε, θεωρώντας ότι η λύση θα προέλθει μέσα από παρεμβάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ουσιαστικά δηλαδή όταν επέλθει η παγκόσμια ειρήνη, ενώ εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε περιμένοντας είναι να μοιράσουμε λεφτά που δεν έχουμε. Το πώς θα παράξουμε τα λεφτά που θέλουμε να μοιράσουμε δεν έχει καμία σημασία. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε με ρεαλιστικό και συγκεκριμένο τρόπο τα πράγματα, ούτε να δούμε με αίσθηση ευθύνης τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμόσουμε, ούτε βεβαίως το πώς πρέπει να προετοιμάσουμε τους πολίτες. Προτιμούμε στις αναλύσεις μας να αιωρούμεθα σε πλανητικό επίπεδο προτείνοντας λύσεις τις οποίες δεν μπορούμε να επηρεάσουμε ούτε κατ’ ελάχιστον, αντί να επικεντρωθούμε σε αυτά που όντως μπορούμε να κάνουμε. Εξ’ ου και μένουμε με το στόμα ανοιχτό όταν μας τίθεται το ερώτημα ‘’και τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε εμείς;’’. Κατορθώνουμε όμως έτσι να έχουμε αυτό που λέμε και τη πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, δηλαδή και να θεωρούμε ότι κάνουμε υψηλή ανάλυση και να μην χρειάζεται να κάνουμε κάτι πρακτικό για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Από κοντά και ο λαϊκισμός
Αυτή η άρνηση να μιλήσουμε επί του συγκεκριμένου συνοδεύεται και από ένα χοντροκομμένο λαϊκισμό και έτσι οικοδομείται το αχτύπητο δίδυμο το οποίο παράγει ένα απίστευτο νοηματικό χάος μέσα στο οποίο είναι αδύνατο να βγάλεις άκρη. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι να βολοδέρνουμε μέσα στη κρίση εδώ και χρόνια χωρίς να βλέπουμε που ακριβώς πάμε.
Όσον αφορά την κρίση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία η λογική λέει ότι όσο πιο στοχευμένες και αποτελεσματικές πολιτικές εφαρμόζαμε με την έναρξη της, τόσο πιο γρήγορα θα βγαίναμε από αυτή και τόσο θα περιοριζόταν αντίστοιχα και ο λαϊκισμός. Όμως δεν συνέβη ούτε το ένα ούτε το άλλο για τους εξής λόγους. Πέραν του ότι η χώρα δεν διέθετε ένα στιβαρό κρατικό μηχανισμό ικανό να σχεδιάσει γρήγορα πολιτικές και να τις εφαρμόσει με επιτυχία τα κόμματα είχαν μάθει χρόνια τώρα να ασχολούνται με την αναπαραγωγή ενός κομματοκεντρικού κράτους, εμποτισμένα με πελατειακές λογικές εξυπηρέτησης συντεχνιών και κοινωνικών αιτημάτων πέραν πάσης οικονομικής λογικής και έννοιας εθνικής ευθύνης. Ο λαϊκισμός ήταν και είναι ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αναπαραγωγής και λειτουργίας των κομμάτων, δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης. Αυτό που άλλαξε ίσως με την κρίση ήταν η μορφή και η έντασή του.
Η απόδειξη είναι ότι αυτό που κυριάρχησε για μεγάλα διαστήματα στην πολιτική ζωή του τόπου κατά την μεταπολίτευση ήταν μάλλον τα ‘’Τσοβόλα δώστα όλα’’, ‘’λεφτά υπάρχουν’’, ‘’θα σκίσουμε τα μνημόνια’’, και άλλα τέτοια χαρωπά, παρά το πρόταγμα του θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Η απόδειξη είναι επίσης η μεγάλη ευκολία με την οποία κυριάρχησε η αντιμνημονιακή ρητορική. Η απόδειξη είναι τέλος ότι ακόμη και σήμερα δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος (οι μεμονωμένες προσπάθειες πολιτικών προφανώς και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως θεσμική έκφραση των κομμάτων στα οποία ανήκουν) δεν έχει εξηγήσει με απλό και εύληπτο τρόπο τις βασικές αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση. Ακόμη και σήμερα δεν έχουν κάνει καμία οργανωμένη προσπάθεια να αναδείξουν και να συμφωνήσουν στο ποια είναι τα βασικά δεδομένα, να δείξουν σε ποιες δαπάνες πήγαιναν τα χρήματα του προϋπολογισμού, ποιος ήταν ο δανεισμός της χώρας κλπ. Και κυρίως να παρουσιάσουν με συγκεκριμένο τρόπο και όχι με τσιτάτα του στυλ χρειάζονται επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις, ανάπτυξη, τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε και πως.
Και τώρα τι;
Το αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς των κομμάτων είναι ότι άφησε το έδαφος ανοιχτό σε οποιαδήποτε ερμηνεία ακόμη και στην πιο τρελή δημιουργώντας μία τεράστια σύγχυση στην οποία τσαλαβουτάμε όλοι, κόμματα, διανοούμενοι και πολίτες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φαντάζει πολυτέλεια να μιλήσουμε για κάτι άλλο. Για το πώς ακριβώς και με ποιο τρόπο μας επηρεάζει η παγκοσμιοποίηση, τι σημαίνει προσαρμοζόμαστε στις ραγδαίες αλλαγές που επιφέρει η τεχνολογία, τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε με ποιον τρόπο, ποιους μηχανισμούς κλπ. Κολλημένοι στο παρελθόν αδυνατούμε να αναλύσουμε το παρόν και να κοιτάξουμε το μέλλον που έρχεται με τρομακτική ταχύτητα.
Σε πείσμα της πραγματικότητας συνεχίζω να πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος που υπάρχει είναι αυτός της αυτογνωσίας και του ορθού λόγου. Εάν χρησιμοποιήσουμε αυτά τα εργαλεία, η χώρα θα μπορέσει να κάνει το επόμενο βήμα, ο λαϊκισμός θα περιοριστεί και θα είναι ίσως πιο εύκολο στους πολίτες να αποδεχθούν ότι για παράδειγμα τα περισσότερα χρήματα φαγώθηκαν από το ασφαλιστικό σύστημα και όχι από τις διεφθαρμένες ελίτ. Θα είναι ίσως πιο εύκολο να κατανοήσουν ότι πρέπει να προετοιμάσουμε το μέλλον της χώρας έναντι των αλλαγών που είναι ήδη στην πόρτα μας.
Για όσους θα αντιτείνουν με ευκολία το γνωστό, μα οι πολίτες δεν πείθονται από τον ορθό λόγο, υπονοώντας ότι θα ήταν μάταιη μια τέτοια προσπάθεια, η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή. Όντως ο ορθός λόγος δεν διαθέτει την μεγαλύτερη πειθώ όμως το ερώτημα το απαντάς πραγματικά και όχι υποθετικά, δηλαδή πρώτα πρέπει να γίνει η προσπάθεια και μετά να βγάλουμε το συμπέρασμα και όχι αντιστρόφως. Εξ’ άλλου δεν νομίζω ότι υπάρχει και άλλη λύση.