Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών επιβάλλει την αποχή της πολιτικής από κάθε παρέμβαση στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιττεύει μια πολιτική συζήτηση για τη Δικαιοσύνη στα χρόνια της κρίσης. Πεποίθησή μου είναι ότι η κρίση δεν θα είχε την ίδια ένταση αν είχαμε μια άλλη Δικαιοσύνη, αλλά και ότι η Δικαιοσύνη δεν αποτέλεσε εργαλείο για την υπέρβασή της. Η δικαστική συνδικαλιστική και υπηρεσιακή ηγεσία όχι μόνο δεν αντιλήφθηκε το μέγεθος της επερχόμενης δημοσιονομικής και πολιτικής κρίσης, αλλά συνειδητά επιχείρησε να αποτελέσει οργανικό τμήμα του πολιτικού συστήματος που λίγο μετά κατέρρευσε. Εξασφάλισε στο πολιτικό σύστημα εκτεταμένη ατιμωρησία και ανοχή σε κάθε είδους πελατειακές πρακτικές με αντάλλαγμα ασυνήθιστα υψηλές αποδοχές, φοροαπαλλαγές και κομβικές θέσεις εξουσίας για επιλεγμένα στελέχη της. Συγχρόνως φρόντισε για τη χειραγώγηση του δικαστικού σώματος με ανεπίτρεπτη συγκέντρωση στα ίδια πρόσωπα της συνδικαλιστικής ιδιότητας και της πειθαρχικής και υπηρεσιακής δικαιοδοσίας. Μόνο που οι συνέπειες τέτοιων πρακτικών δεν μπορούν να περιοριστούν στην κορυφή. Διαχέονται στο σύνολο του κοινωνικού σώματος και εξηγούν τα φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς που φτάνουν μέχρι το χαμηλότατο επίπεδο των κρατικών λειτουργιών, ακριβώς εξαιτίας ατιμωρησίας και πλήρους απαξίας κάθε είδους κυρωτικής διαδικασίας.
Αυτή η στάση επικαθόρισε και την επόμενη μέρα. Η Δικαιοσύνη μετά το ξέσπασμα της κρίσης αρνήθηκε κάθε διάλογο για τον εκσυγχρονισμό της με ένα γενναίο «όχι» στο αίτημα της τρόικας για συνομιλία μαζί της και αναδιπλώθηκε σε μια τακτική συνδικαλιστικής διαμαρτυρίας για τις μισθολογικές περικοπές των στελεχών της. Ο εμπνευστής, μάλιστα, της άποψης ότι οι δικαστές μπορούν, παραβιάζοντας το Σύνταγμα, να απεργούν, επιβραβεύτηκε με τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ως εκσυγχρονισμός της Δικαιοσύνης εμφανίστηκε ένα ιδιότυπο σύστημα οριζόντιων περικοπών. Προκειμένου να αποσυμφορηθούν τα πινάκια των δικαστηρίων, από τη μια χιλιάδες πολίτες στερήθηκαν την πρόσβασή τους σε αυτά με την καθιέρωση υπέρογκων δικαστικών εξόδων και από την άλλη χιλιάδες ποινικές υποθέσεις παραγράφηκαν αδίκαστες.
Η πολιτική εκτίμηση είναι ότι μια τέτοια Δικαιοσύνη δεν τραυματίζει μόνο την εγγυητική για τους θεσμούς και τα δικαιώματα των πολιτών λειτουργία της. Ταυτόχρονα είναι αντικίνητρο σε όποια προσπάθεια ανάπτυξης, αφού κανείς δεν επενδύει εκεί που δεν υπάρχει ασφαλές και αποτελεσματικό δίκαιο, αλλά και βεβαιότητα ότι το δικαιοδοτικό σύστημα προστατεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, που νοθεύεται από την πελατειακή διαπλοκή, και αποτρέπει την αύξηση του επιχειρηματικού κόστους, που επιβαρύνεται «μαύρα» κι αλόγιστα σε συνθήκες γραφειοκρατίας και πολυνομίας.
Την επομένη των εκλογών η μεταρρυθμιστική ατζέντα μοιραία περιλαμβάνει τη Δικαιοσύνη, αποκλείει όμως κάθε συντεχνιακή της εκμετάλλευση που τελικά τη χειραγωγεί προς όφελος όσων αντλούν συμφέρον από την αναποτελεσματικότητά της.
*Ο κ. Γιάννης Κωνσταντίνου είναι δικηγόρος, υποψήφιος με «Το Ποτάμι» στη Β΄ Θεσσαλονίκης.