Kreuzweg, ή οι σταθμοί προς την αγιότητα

Νίκος Ράπτης 11 Δεκ 2014

Η πλοκή της βραβευμένης ταινίας οι «Σταθμοί του Σταυρού» του Ντίτριχ Μπρίγκμαν, που προβάλλεται εδώ και λίγες μέρες στην Αθήνα, στήνεται πάνω σε ένα τρίπτυχο. Από τη μια στέκει η Εκκλησία –μια Ρωμαιοκαθολική σέκτα αρνητών της Β’ Συνόδου του Βατικανού: κατηχητικό, εκκλησίασμα, οικογένεια, κληρικοί. Από την άλλη ο Κόσμος: σχολείο, νοσοκομείο, ιατρείο. Στις δύο παρατάξεις κυριαρχούν αντιθετικές αφηγήσεις: εγκράτεια εναντίον ηδονοθηρίας, παρθενία εναντίον ελευθεριότητας. Άλλα ρούχα, άλλη μουσική, διαφορετική γλώσσα. Ελάχιστα τα κοινά σημεία των δύο στρατοπέδων: το πιο εμφανές από αυτά ίσως να είναι η μακρόσυρτη διαδρομή κατά την οποία η μητέρα οδηγεί -με εντυπωσιακή είναι αλήθεια επιδεξιότητα- τη δεκατετράχρονη Μαρία (το τρίτο μέρος του τρίπτυχου) προς την πόλη, για ψώνια κι εξομολόγηση. Δεν είναι τυχαίο που η μικρή αποφαίνεται: «θα ήταν καλύτερα να υπήρχαν λιγότερα αυτοκίνητα».

Η Μαρία ανήκει και στους δύο κόσμους, αλλά και σε κανέναν από αυτούς. Ο? γ?ρ ?χομεν ?δε μένουσαν πόλιν. Αντεπεξέρχεται όσο καλύτερα μπορεί στις απαιτήσεις των μεν και των δε, χωρίς να διστάζει να στηλώσει το κορμάκι της όταν διακυβεύονται οι αρχές της. Δεν θέλει να της καλλιεργούν τη φιλαρέσκεια, να την παινεύουν, να τη φλερτάρουν. Δε θέλει να τη φωτογραφίζουν, να την αναγκάζουν να ακούει ποπ μουσική, να λέει ψέματα, να αφίσταται των αξιών της. Αν χρειαστεί, λέει όχι και στη μαμά της και στη δασκάλα και στο ευγενικό αγόρι που τη λατρεύει. Ο Κόσμος και η Εκκλησία ανταγωνίζονται ποιος να την στρατολογήσει, αλλά η Μαρία δεν είναι ψόφιο ψάρι· πάει ενάντια στο ρεύμα. Αίρεται πάνω από τις συμπηγάδες -κι εκτοξεύεται στη προσωπική της πορεία προς τον ουρανό.

Η Μαρία θέλει «να είναι καλή»: όχι καλή για να την αγαπάνε, καλή γιατί έτσι πρέπει. Καλή με έναν τρόπο που έχουμε ξεχάσει. Η Μαρία θέλει να αγιάσει. Θέλει «να είναι με το Θεό». Έχει μάλιστα βρει έναν τρόπο για να το κάνει αυτό: θα θυσιάσει τη ζωή της για να μιλήσει επιτέλους ο τετράχρονος αδερφός της, που αρχίζει να θεωρείται αυτιστικός από ιατρούς και οικογένεια (η βολική λεκτική διευθέτηση είναι ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό Κόσμου και Εκκλησίας). Αφήνεται λοιπόν να αργοσβήσει με έναν ήρεμο, καθόλου θεαματικό τρόπο, κάτω από τα έκπληκτα μάτια Κόσμου κι Εκκλησίας. Κάμπτει τις εκατέρωθεν προσπάθειες σωφρονισμού, θεραπείας της. Συνθλίβει την κανονικότητα και πετυχαίνει το θαύμα: μόλις ξεψυχήσει, ο αδερφός της αρχίζει να μιλάει. Η σταύρωση που υπονοεί ο τίτλος της ταινίας συνοδεύεται δεόντως από την ανάσταση.

Βέβαια, κανένα θαύμα δεν αρκεί για να αλλάξει τον κόσμο. Τελικά, μόνο ο μικρός Γιοχάνες επωφελείται από την αλλαγή. Αποκτά επιτέλους πρόσβαση στις λέξεις –για το καλύτερο και το χειρότερο. Ο Κόσμος θα προσπεράσει με άνεση τον προφανή συσχετισμό θυσίας-θαύματος. Οι γιατροί τρίβουν για λίγο τα μάτια τους κι αυτό είναι όλο. Έχουμε προνοήσει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο λέξεων για να παρακάμπτουμε ό,τι δεν κατανοούμε. Όσο για την Εκκλησία, θα αξιοποιήσει θεσμικά τη θυσία της Μαρίας: στην εκστρατεία για την αγιοποίησή της θα βρει έναν ακόμα καλό λόγο να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα -τυφλό ακτιβισμό, προπαγάνδα, περιφρούρηση του ποιμνίου.

Στις κινηματογραφικές αίθουσες, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, θεατές και κριτικοί βλέπουν τους Σταθμούς του Σταυρού μονόπαντα, με τη ματιά του Κόσμου: διαβάζουμε πως η ταινία αφηγείται «την πορεία μιας θρησκόληπτης έφηβης προς την αυτοκαταστροφή» (!)· η τη «θεσμοποιημένη κακοποίηση μιας έφηβης» (sic)Αμφιβάλλω αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να δει κανείς την ταινία. Για μένα μιλάει για την αγιότητα. Αλλά βέβαια, αυτό είναι ένα θέμα που εξορισμού δεν κόβει εισιτήρια.