Είναι προφανές ότι η ΔΗΜΑΡ δεν άντεξε στην κυβέρνηση συνεργασίας, επειδή δεν μπόρεσε να ξεπεράσει δύο σύνδρομα που βασανίζουν την ελληνική αριστερά: Το κρατικίστικο σύνδρομο της κομμουνιστογενούς ελληνικής αριστεράς, αφενός – και μια σύγχρονη εκδοχή του Λουδισμού που την αντιπαραθέτει στην τεχνολογική πρόοδο. Ο κρατισμός είναι ασύμβατος με την σοσιαλδημοκρατία. Το ίδιο και ο Λουδισμός. Συμπέρασμα: Όποιες και αν είναι οι διακηρυγμένες προθέσεις των δυνάμεων που εξώθησαν την ΔΗΜΑΡ να αποχωρήσει από την τριμερή συμμαχία έκτακτης ανάγκης, φαίνονται προσχηματικές, όσο αυτές οι δυνάμεις ηγεμονεύουν. Υπό τις συνθήκες αυτές, δυστυχώς, το κόμμα του Φώτη Κουβέλη δεν μπορεί να συμβάλλει στην δημιουργία μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα. Ο ρεαλισμός, ως εκ τούτου, επιβάλλει να διερευνηθούν και άλλες οδοί σύγκλισης και ενότητας των δυνάμεων που υπομονετικά μέχρι τώρα περιμένουν πρωτοβουλίες κορυφής (και όχι μόνο). Ας δούμε πόσο ισχυρή είναι μια τέτοια εκτίμηση.
Ποια ήταν η προβεβλημένη αιτία της αποχώρησης; Η ΔΗΜΑΡ δεν μπόρεσε να ανεχθεί την προοπτική απολύσεων στην ΕΡΤ και επέμεινε στην αποδεδειγμένα αναποτελεσματική τακτική της «εκκαθάρισης εν λειτουργία». Μια τακτική που σχεδόν μετά βεβαιότητος θα δεχόταν διαδοχικές αρνήσεις των συντεχνιών να συγκατανεύσουν και που θα οδηγούσαν σε διαδοχικές «καταλήψεις» και άλλες μορφές «επαγωγού» συμπεριφοράς που έχουμε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή σε ματαίωση του εγχειρήματος. Είναι φανερό ότι η διαφωνία ήταν προσχηματική ως προς το θετικό σκέλος της. Μένει η γυμνή αλήθεια του πρώτου σκέλους, του αρνητικού : Να μη απολυθεί κανείς. Η ίδια τοποθέτηση ισχύει και για ολόκληρο τον Δημόσιο Τομέα. Τα «τεχνάσματα» Μανιτάκη, δεν ήταν τίποτα λιγότερο παρά μια τακτική για να μη γίνει καμία απόλυση στο στενότερο δημόσιο τομέα, ακόμη και εκεί που η ανάγκη απολύσεων ήταν οργανωτικά αναπόφευκτη. Πίσω από την θέση αυτή, κρύβεται ένα δόγμα «ιδιαιτεροποίησης» του δημόσιου τομέα, στον οποίο, επειδή ακριβώς αποτελεί μέρος του κράτους, δεν πρέπει να ισχύουν οι οργανωτικοί και λειτουργικοί κανόνες που διέπουν γενικά τις αποτελεσματικές δομές. Όποιος αγγίξει το κράτος, να του κοπεί το χέρι!
Η άρνηση αναδιάταξης, συμπεριλαμβανόμενης και της μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο, κρύβει σε πολλές περιπτώσεις, κατά κανόνα θα έλεγα, ένα σύγχρονο είδους Λουδισμού, που επιλεκτικά επιφυλάσσεται μόνο για το δημόσιο. Γιατί στο δημόσιο; Προφανώς επειδή συνδυάζεται με τον κρατισμό που βρίσκεται στο υπόβαθρο όλων αυτών των περίεργων πολιτικών συμπεριφορών. Περίεργων, επειδή συστηματικά συγχέουν τις αναπόφευκτες επιπτώσεις που θα έχει στη δομή της απασχόλησης ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου, με τις πολιτικές που απαιτούνται για την κοινωνική επανένταξη των αναπόφευκτων (πράγματι) θυμάτων του. Με συνδυασμένη Λουδιστική και κρατικίστικη πλατφόρμα, προφανώς σοσιαλδημοκρατία δεν γίνεται. Ο Λουδισμός αναιρεί την προοπτική τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και ο κρατισμός εμπεδώνει εις βάρος των εκτός τειχών πολιτών, ανελευθερίες ασύμβατες με την οικονομική και πολιτική δημοκρατία. Ας δούμε ένα ημι-υποθετικό παράδειγμα, για να διευκρινίσουμε σαφέστερα τη θέση αυτή.
Τις προάλλες βρέθηκα σε περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία πρόκειται να καταργηθεί εξ αιτίας της πληροφορικοποίησης (κοινώς «μηχανογράφησης») των αντίστοιχων λειτουργιών της. Με την εφαρμογή του νέου πληροφορικού συστήματος, που αντικατοπτρίζει βέβαια σημαντική βελτιωτική παρέμβαση στην επιτέλεση των πραγματικών λειτουργιών, ένας σημαντικός αριθμός υπαλλήλων ενδέχεται να μείνει χωρίς αντικείμενο απασχόλησης. Ποια θα ήταν η θέση της ΔΗΜΑΡ στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα;
«Να μη απολυθεί κανένας», αν κρίνουμε από τις μέχρι τώρα θέσεις της. Τότε, τι θα γίνει το πλεονάζον προσωπικό; Πάλι σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πολιτικές θέσεις της, η ΔΗΜΑΡ θα πρότεινε κάποιο σχήμα «κινητικότητας». Αυτή φαίνεται μια εύλογη, αλλά a priori θέση, εφόσον εκφέρεται ως αρχή πριν ερευνηθεί κατά πόσον η κινητικότητα είναι πρακτικά εφικτή, αποδεκτή από τους θιγομένους και σύμφωνη με τις απαιτήσεις του γενικότερου αιτήματος για την «άριστη δομή και αριθμητική επάρκεια» του ανθρώπινου δυναμικού. Επειδή στις μεταρρυθμίσεις ο χρονισμός παίζει τεράστια, αν όχι αποφασιστική σημασία, μια τέτοια a priori θέση θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε σπατάλη χρόνου και οικονομικών πόρων, με αβέβαιη έκβαση. Η περίπτωση Μανιτάκη το έδειξε. Αντίθετα, ο οργανωτικός ορθολογισμός επιβάλλει μια σκληρή αλλά αναπόφευκτη απάντηση: Το πλεονάζον προσωπικό απολύεται, κατ’ αρχή, εκτός εάν αποδειχτεί εκ των υστέρων και σε εύλογο χρόνο ότι είναι χρήσιμο σε κάποια άλλη θέση που μπορεί και θέλει να υπηρετήσει και εφόσον η θέση αυτή είναι αναγκαία, σύμφωνα με ένα σχέδιο άριστης στελέχωσης. Όχι απλώς για να «βολευτεί». Εάν δεν επικρατήσει μια τέτοια λογική, τότε έχουμε μια καραμπινάτη περίπτωση Λουδισμού, όπου η αντικατάσταση ανθρώπων με τεχνικά μέσα πολεμιέται εν ονόματι της απώλειας θέσεων εργασίας. Μπορεί ο Λουδισμός να αποτελέσει παραδεκτή θέση ενός σοσιαλδημοκρατικού σχήματος; Αφήνω την απάντηση στον αναγνώστη.
Προλαβαίνοντας κάποιες πρώτες αντιδράσεις στα γραφόμενά μου, σπεύδω να διευκρινίσω ότι η διαφορά χειρισμού που επισημαίνεται στην προηγούμενη παράγραφο, δεν είναι παιχνίδι με τις λέξεις. Εσκεμμένα προβάλλεται το δίλημμα: A priori μη απόλυση και εκ των υστέρων «τακτοποίηση», ή a priori απόλυση και εκ των υστέρων διερεύνηση για επανατοποθέτηση του απολυόμενου προσωπικού, είναι το δίλημμα που έθεσα για να αναδειχτεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «κρατικίστικη προκατάληψη». Όσοι δογματικά αντιτάσσονται στην ιδέα της απόλυσης στο δημόσιο, είναι επιρρεπείς σε εσφαλμένος επόμενους χειρισμούς, αφού δεν μπορούν να βγουν έξω από τους περιορισμούς του δόγματός τους. Έτσι προκύπτει ο τοξικός συνδυασμούς Λουδισμού και κρατισμού, που κατά την άποψή μου θέτει εκτός πεδίου τη σοσιαλδημοκρατία.
Θυμάμαι ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τη φορά αυτή από χειρισμό κυβέρνησης του SPD στη Γερμανία, κατά την δεκαετία του ’90. Είχε διαπιστωθεί τότε, ότι το γερμανικό πανεπιστημιακό σύστημα, είχε «παραγάγει» περίπου 5.000 πλεονάζοντες κοινωνιολόγους, που δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά μήτε στον ιδιωτικό, ούτε στον δημόσιο τομέα. Η γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να επιχορηγήσει τα πανεπιστήμια για να οργανώσουν προγράμματα επανεκπαίδευσης και εξειδίκευσης των κοινωνιολόγων και τους άφησε στη συνέχεια να ψάξουν για την τύχη τους στην αγορά εργασίας (ιδιωτική και δημόσια), σύμφωνα με τους κανόνες της. Την ίδια εποχή στην Ελλάδα, ανάλογο πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την γνωστή κρατικίστικη δογματική: Επαναπροσδιορίστηκαν τα «επαγγελματικά δικαιώματα» των κοινωνιολόγων (βαριά κρατική παρέμβαση στην αγορά εργασίας), ώστε ουσιαστικά να χωρούν παντού και ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι θέσεις διδασκαλίας της κοινωνιολογίας στην εκπαίδευση, χωρίς ουσιαστική επανεκπαίδευση των πτυχιούχων της κοινωνιολογίας και χωρίς να εκτιμηθεί ο αναγκαίος αριθμός τους. Η διαφορά στον χειρισμό είναι προφανής. Μια συνεπής στη ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, θ’ ακολουθούσε άραγε την τακτική της κυβέρνησης του SPD ή του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’90 και της σημερινής ΔΗΜΑΡ;
Ας μη γελιόμαστε. Μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα που θα μπορούσε να ενώσει τις δυνάμεις που πιστεύουν (χωρίς αλληθώρισμα προς το κομμουνιστικό παρελθόν) στον δημοκρατικό σοσιαλισμό, πρέπει να ικανοποιεί δύο ξεχωριστά κεφάλαια αρχών, αν θέλει να είναι αποτελεσματική και προσαρμοσμένη στο παρόν. Στο πρώτο κεφάλαιο, θα περιλαμβάνει τις ιδεολογικές επιταγές, δηλαδή τις ηθικές επιταγές που εντάσσονται σε ένα συνολικότερο όραμα για μια «κοινωνία της κοινωνίας». Ηθικές επιταγές, όπως η οργανική κοινωνική αλληλεγγύη, τα δικαιώματα του πολίτη και του ανθρώπου, η οικονομική ισότητα και η πολιτική ισοπολιτεία, αποτελούν θέσεις που πρέπει να καλύπτονται στο κεφάλαιο αυτό. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η σύνθεση του κεφαλαίου αυτού είναι η σχετικά εύκολη δουλειά, αφού οι συντάκτες της σοσιαλδημοκρατικής πλατφόρμας έχουν να αντλήσουν ιστορικά δοκιμασμένες ιδέες τουλάχιστον δύο αιώνων.
Η δύσκολη δουλειά είναι να συντεθεί το δεύτερο κεφάλαιο. Στο κεφάλαιο αυτό πρέπει να περιληφθεί, αφενός η διάγνωση της «τεχνολογίας» της σύγχρονης κοινωνίας και του σύγχρονου πολιτικού χώρου και αφετέρου να επιλεγούν εκείνες οι «τεχνολογίες» που είναι συμβατές με την δογματική και την ηθική του πρώτου κεφαλαίου. Με τον όρο «τεχνολογίες», εδώ εννοώ τα τεχνικά συστήματα και τις τεχνικής φύσης λειτουργίες των ποικίλων συστημάτων που συλλειτουργούν στην σημερινή κοινωνία, τόσο στο πεδίο της οικονομίας, όσο και στο πεδίο της πολιτικής και της κουλτούρας. Πολλοί συγγραφείς, εδώ και αρκετά χρόνια έχουν επισημάνει την τάση των σύγχρονων κοινωνιών να γίνονται συνεχώς και περισσότερο περίπλοκες. Παράλληλα, γίνονται και περισσότερο παρακινδυνευμένες (Beck). Απλουστεύσεις όπως το πρωτόλειο μαρξικό σχήμα του ταξικού ανταγωνισμού μεταξύ αστών και προλεταρίων, φαίνονται σήμερα περίπου ως παιδαριώδη ερμηνευτικά σχήματα μπροστά στον πλουραλισμό των ιδεολογιών και «πολιτισμών», που έχει δρομολογηθεί από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δώθε. Οι πολιτισμικού τύπου πόλεμοι, δεν είναι πλέον ταξικοί και διαταξικοί, αφού η χειραφέτηση σχημάτισε πολιτισμικές ομάδες πρωτοφανείς σε αριθμό και ποικιλία στην Ιστορία. Η πληθώρα των κοινωνικών κινημάτων, των κινήσεων πολιτών και των NGO, ή έκπτωση των παραδοσιακών κομμάτων και άλλα φαινόμενα, δείχνουν τι ακριβώς συμβαίνει με την πολυπλοκότητα. Στο ίδιο κεφάλαιο πρέπει να τοποθετήσουμε και τα υποσυστήματα της παγκοσμιοποίησης. Το μανιχαϊστικό σύστημα της παραδοσιακής διάκρισης και ανταγωνισμού μεταξύ μητρόπολης και περιφέρειας, για παράδειγμα, μοιάζει πλέον εξαιρετικά χλωμό ως ερμηνευτική θεωρία. Η αυτονόμηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, που είναι το σύγχρονο θεμελιώδες πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης, απαιτεί εξαιρετικά εξειδικευμένες γνώσεις για να επιτρέψει στους πολιτικούς να ανακαλύψουν τις κερκόπορτες που θα τους επιτρέψουν να ξαναπάρουν τον έλεγχό του. Σε αυτό το «τεχνολογικό» πεδίο πρέπει να ανταποκριθεί ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, αλλιώς δεν θα υπάρξει πια παρά ως μικρή αιρετική συνιστώσα του πολιτικού συστήματος, που στην ουσία του θα παραμένει νεοφιλελεύθερο, θα παραμένει δηλαδή απλή ανάμνηση του γενναίου εαυτού της εποχής της δόξας του.
Σε τέτοιες πραγματικές προκλήσεις, η ΔΗΜΑΡ φάνηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Δεν ισχυρίζομαι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει σώνει και καλά καλλίτερη συνείδηση των ζητημάτων αυτών. Έδειξε, όμως, ότι είναι απαλλαγμένο από τις φοβίες που θα το εμπόδιζαν να αποκτήσει τέτοια γνώση. Κατά τούτο φαίνεται ότι είναι στερεότερο κύτταρο για τη συμμετοχή σε μια διαδικασία συσπείρωσης των σοσιαλιστικών δημοκρατικών δυνάμεων. Εύχομαι και η ΔΗΜΑΡ να συνειδητοποιήσει από τη νέα θέση της το ίδιο το δικό της πρόβλημα και να κάνει τις συναρμογές που απαιτούν οι καιροί. Ποτέ δεν είναι αργά και κανείς δεν περισσεύει.