Κρατικός θεός ή «είδωλο της αγνότητας»;

Γιώργος Σιακαντάρης 13 Αυγ 2018

Η κυβέρνηση κατά καιρούς, για επικοινωνιακούς λόγους, φέρνει και μετά ξεχνά το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας. Αυτός ο διαχωρισμός εμφανίζεται – όχι μόνο από την κυβέρνηση – ως μαγικό κλειδί που αυτομάτως θα ανοίξει τις πύλες της χώρας στην πρόοδο. Με αφορμή τον Δεκαπενταύγουστο, τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, γιορτή ολόκληρης της χριστιανοσύνης, όχι μόνο της Ορθοδοξίας, ας συλλογιστούμε ορισμένα πράγματα, μια που αυτά καθόλου δεν είναι τόσο απλά και μονοσήμαντα.

Στην Κεντροανατολική Ευρώπη οι εθνικές ταυτότητες σφυρηλατήθηκαν στη βάση ενός πολιτικού προγράμματος αμφισβήτησης των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, συμπεριλαμβανομένης και της Οθωμανικής. Εδώ η αίσθηση εθνικής ταυτότητας και συνείδησης διαμόρφωσε το κράτος, ενώ στη Δυτική Ευρώπη ήταν το κράτος που διαμόρφωσε την εθνική συνείδηση. Αυτή η αίσθηση εθνικής ταυτότητας στηρίχθηκε στη θρησκεία και στη γλώσσα ως ταυτοτικά στοιχεία. Και στην Ελλάδα η αίσθηση εθνικής ταυτότητας (θρησκεία – γλώσσα) προϋπήρξε του κράτους. Αυτή η αίσθηση στηρίχθηκε στην Εκκλησία και στους διανοουμένους και όχι στο ανύπαρκτο τότε κράτος. Η Εκκλησία προϋπήρξε του έθνους-κράτους. Συνεπώς αυτό ταυτίστηκε με αυτήν και όχι το αντίθετο. Οποιος αγνοεί τα παραπάνω πέφτει εύκολα θύμα «προοδευτικών» απλοποιήσεων.

Στη χώρα μας χρειάζεται ένας διπλός διαχωρισμός: της Εκκλησίας από το έθνος-κράτος και της πλουραλιστικής κοινωνίας από την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει τρία κυρίως πράγματα. Κατάργηση της συνταγματικής κατοχύρωσης περί επικρατούσας θρησκείας, όχι στη θρησκειοποίηση της πολιτειακής και πολιτικής ζωής (θρησκευτικός όρκος – θρησκευτικές εικόνες σε δημόσιες υπηρεσίες) και όχι στην «εκκοσμίκευση» της Εκκλησίας (πνεύμα αντί πλούτος και εξουσία).

Το πρώτο και το δεύτερο εντέλλεται να φέρει εις πέρας η Συνταγματική Πολιτεία. Οσον αφορά το τρίτο, είναι βέβαιο ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να επιστρέψει στην εποχή του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν οι Απόστολοι Παύλος και Ιάκωβος καταδίκαζαν τα πλούτη, τις πολυτέλειες και τις υλικές απολαύσεις, ή και τρεις αιώνες αργότερα, όταν ο Μέγας Βασίλειος στην «Ομιλία προς τους πλουτούντας» (368 μ.Χ.) ανέφερε πως «αν είχες ενδύσει τον γυμνό, εάν είχες δώσει τον άρτο σου σ’ αυτόν που πεινά, εάν η πόρτα σου είχε ανοιχθεί σε κάθε ξένο, εάν είχες γίνει πατέρας των ορφανών, εάν συνέπασχες με κάθε αδύνατο, για ποια χρήματα τώρα θα δοκιμάσεις λύπη;».

Αυτή η εποχή έχει προ πολλού αντικατασταθεί από την κυριαρχία του επίγειου πλούτου και εξουσίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί να επιστρέψει σε αυτήν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων ιεραρχών. Οσο και να επιδιώκει η Εκκλησία να αντισταθεί στην εκκοσμίκευσή της, συνειδητοποιεί πως – είτε με διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας είτε χωρίς – στον νεωτερικό κόσμο μετατρέπεται σε κρατικό και οικονομικό θεσμό.
Μπορεί όμως η Εκκλησία σήμερα να εκφράσει την Πίστη και τη Θεία Χάρη και όχι το έθνος-κράτος; Ναι, αν θέλει να επιστρέψουν οι πιστοί στην πίστη και όχι να εγκλωβίζονται στον μισαλλόδοξο εθνικισμό. Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινά η συζήτηση. Η απεξαρτημένη από το κράτος-έθνος Εκκλησία οφείλει να σκύψει πάνω από την πηγή των οικουμενικών πανανθρώπινων χριστιανικών αρχών, οι οποίες δεν ταυτίζονται με κανένα συγκεκριμένο έθνος. Αυτό εξέφρασε με θαυμαστό τρόπο ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμος, ο οποίος, απαντώντας στα κηρύγματα χολής και μίσους του Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβροσίου για τα τραγικά θύματα των πυρκαγιών, του είπε πως «δεν είναι αυτός ο Χριστός μας». Η απάντηση του Αλεξανδρουπόλεως εκφράζει αυτόν τον χριστιανικό οικουμενισμό. Το ίδιο κάνει με το έργο του και ο Πατήρ Αντώνιος της Κιβωτού του Κόσμου.

Από τη μεριά του ο ρηχός αντικληρικαλισμός είναι ένας εργαλειακός φιλελευθερισμός. Ο Διαφωτισμός και η νεωτερικότητα δεν αμφισβητούν την ατομική πίστη, απορρίπτουν μόνο την ταύτιση της οποιασδήποτε θρησκευτικής πίστης με την κοσμική εξουσία. Οσοι απαξιώνουν την ατομική πίστη στο όνομα του Διαφωτισμού μάλλον δεν ξέρουν «πού πατούν και πού πηγαίνουν». Στο όνομα του Διαφωτισμού μπορούν να μιλούν για την «επίγεια πόλη» και μόνο, την «ουράνια» ας την αφήσουν στην Εκκλησία. Από την αντίθετη πλευρά, τα «χωράφια» της Εκκλησίας οφείλουν να βρίσκονται μόνο στην ουράνια και όχι στην επίγεια εξουσία.

Υπάρχουν δύο διέξοδοι για το θρησκευτικό συναίσθημα. Η μία, η αντιδραστική, είναι αυτή που λέει ότι οι λαοί, τα κράτη, οι Εκκλησίες πρέπει να αναδιπλωθούν και να επιστρέψουν στις παραδόσεις τους και τον εθνικισμό. Αυτό αποτυπώνεται στην άνοδο της Ακροδεξιάς. Και η άλλη, η προοδευτική-αστική, είναι αυτή που υποστηρίζει ότι η επιβίωση του θρησκευτικού συναισθήματος, για όσους το έχουν ανάγκη, εξαρτάται από την αποδέσμευση της Εκκλησίας από το έθνος-κράτος και την επιστροφή της στα πανανθρώπινα μηνύματα.

Παραθέτω εδώ ένα παράδειγμα αυτής της προοδευτικής-αστικής αντίληψης. Στο περίφημο διήγημα του Στρατή Μυριβήλη με τίτλο «Κάτω από τον άδειο ουρανό» αυτός αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η σοφία των ανθρώπων είχε φτάσει τόσο υψηλά, ώστε διαπερνώντας τον καθρέφτη του ουρανού διαπίστωσε πως ο ουρανός ήταν άδειος από Θεό. Εκτοτε «η φρίκη της μοναξιάς περούνιασε την καρδιά των ανθρώπων… ο ξεπεσμός άπλωνε τη λειχήνα της μούχλας του πάνω στη γη και την περιτύλιγε από παντού με το μαλακό χνούδι της». Μέχρι που ο Θεός λυπήθηκε τους ανθρώπους και τους έστειλε το Αστρο Της Αγάπης. Τότε οι άνθρωποι είδαν ότι «Θεός είναι το είδωλο της αγνότητάς μας, κοιταγμένο στον γαλάζιο καθρέφτη του ουρανού». Μέσα από αυτό εμφανίστηκε η Γυναίκα-Θεοτόκος, η αιώνια πηγή της αγάπης, κρατώντας τον Θεό-Παιδί. Βεβαίως ένας τέτοιος Θεός «είδωλο της αγνότητας και της αγάπης» είναι πολύ διαφορετικός από τον κρατικό θεό του άρθρου 3 του Συντάγματος και του Καλαβρύτων.
Δεν ενδιαφέρει αν πιστεύει ή όχι κανείς στην αλήθεια τού εξ αποκαλύψεως Θεού ή της επίπλαστης κατά Βολταίρο θρησκείας. Θεωρώ όμως ότι ο Θεός του Μυριβήλη, του Αλεξανδρουπόλεως και του Πατέρα Αντωνίου είναι η Αγνότητα και η Αγάπη. Ή – με τα λόγια πάλι του Βολταίρου (Φιλοσοφικό Λεξικό) – «υπάρχει κάποιος Θεός και αυτός πρέπει να είναι δίκαιος». Η πίστη στον «δίκαιο Θεό» αφορά όλους. Πιστούς, αγνωστικιστές και άθεους, Ελληνες και αλλοδαπούς.