Το δέντρο είναι η ζωή. Και η ζωή είναι αδιαπραγμάτευτη. Αλλά όχι πια. Η κρίση γίνεται πρόσχημα για να ξυπνήσει ο πολιτικός παραλογισμός και μαζί το βασικό ένστικτο αυτοσυντήρησης του μικροαστού. Κρυώνουμε; Κόβουμε τα δέντρα και τα κάνουμε καυσόξυλα. Όταν θα μας ζητήσουν το λόγο οι επόμενοι, έτσι κι αλλιώς δεν θα είμαστε εδώ για να δώσουμε εξηγήσεις. Δεν θα μας έχουν απέναντι για να αρθρώσουμε την κυνική και ανήθικη δικαιολογία, «ακρίβυνε το πετρέλαιο».
Το οικονομικό φιάσκο είναι απόλυτο: Εξισώθηκαν ο φόρος πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης, προκειμένου να καταπολεμηθεί το λαθρεμπόριο, αλλά το 20% των πρατηρίων –σύμφωνα με τελευταίους ελέγχους- διακινούν νοθευμένα καύσιμα. Ο εξαπλασιασμός του φόρου έφερε δραματική μείωση στην κατανάλωση (70%), επομένως ο δημοσιονομικός στόχος δεν επιτεύχθηκε.
Το πολιτικό φιάσκο είναι πρωτοφανές: Η κυβέρνηση υπερασπίζεται ένα μέτρο το οποίο αποδείχθηκε αναποτελεσματικό και βαριά αντικοινωνικό, αφού μωρά, ασθενείς και ηλικιωμένοι μένουν στο κρύο για να μην ανάψουν το –είδος πολυτελείας πλέον- καλοριφέρ.
Από τις κραυγές του ΣΥΡΙΖΑ («θα έχουμε νεκρούς») μέχρι την απάθεια του υπουργείου Οικονομικών αυτό που μένει είναι ο τέλειος ανορθολογισμός και μια τρομακτική πώρωση. Πήγαν να λύσουν ένα πρόβλημα, δεν το έλυσαν και πρόσθεσαν νέα προβλήματα, χειρότερα από το προηγούμενο. Πόσοι τεχνοκράτες, επαϊοντες και γκουρού των οικονομικών χρειάζονται για να επινοήσουν μια τέτοια επικίνδυνη ανοησία.
Αλλά ούτε το οικονομικό ούτε το πολιτικό φιάσκο έχουν πραγματική αξία μπροστά στην περιβαλλοντική καταστροφή που συντελείται εδώ και μήνες κοντά και μακριά μας. Τα τζάκια και οι ξυλόσομπες απελευθερώνουν επιβλαβή για την υγεία αιωρούμενα σωματίδια, κάθε βράδυ ένα γκρίζο δηλητηριώδες πέπλο πέφτει πάνω από τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν για τους σοβαρούς κινδύνους στην υγεία από τους ρύπους και όσα εκλύονται στο εσωτερικό των σπιτιών. Η αιθαλομίχλη έγινε η νέα μας ρουτίνα. Και τα καυσόξυλα το νέο φετίχ.
Αποψιλώνονται ολόκληρες πλαγιές στα βουνά, αφανίζεται το περιαστικό πράσινο και η λαθροϋλοτομία οργιάζει. Οι μάντρες που πουλούν καυσόξυλα ανοίγουν η μία μετά την άλλη και κάνουν χρυσές δουλειές. Αλλοι αγοράζουν υγρά κούτσουρα, που βγάζουν ακόμη περισσότερο καπνό, άλλοι ρίχνουν στα τζάκια τους βερνικωμένα ξύλα και ό,τι σαβούρα βρίσκουν επιβαρύνοντας, αδίστακτα, το περιβάλλον.
Αρκεί ως εξήγηση γι αυτή τη φοβερή καταστροφή η φτώχεια;
Όπως συνήθως συμβαίνει σ αυτές τις περιπτώσεις, η κρίση γίνεται ευκαιρία και άλλοθι για το έγκλημα. Η προστασία του περιβάλλοντος, που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελεί προτεραιότητα στην πατρίδα μας, θεωρείται επίσημα πια και με νέα επιχειρήματα, περιθωριακή υπόθεση.
Η Αλέκα Παπαρήγα το είπε χωρίς περιστροφές: «Κι εγώ θα έκοβα δέντρα προκειμένου να ζεσταθούν τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου αν κρύωναν και δεν είχα πετρέλαιο θέρμανσης»! Και όσοι πολιτικοί δεν το είπαν, το εννοούν, όπως αποδεικνύει η σιωπή τους.
Ο λαθροϋλοτόμος που εμπορεύεται ή απλώς φροντίζει για τη θέρμανση στο σπίτι του και για το σόι του δεν θεωρείται αντικοινωνικό στοιχείο, αλλά θύμα του ΔΝΤ που έχει ανάγκη και μέσα στο αδιέξοδό του κόβει τη βελανιδιά.
Με βάση την κυρίαρχη αντίληψη, η γιαγιά που ρίχνει στο τζάκι ό,τι βρει και η μητέρα που αγοράζει ξύλα από όπου να ναι υπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό που είναι η προστασία της υγείας της δικής τους και των παιδιών τους. Δεν ζούμε στη Σιβηρία, αλλά η κατανάλωση καυσόξυλων που γίνεται παραπέμπει σε κατάλευκες περιοχές.
Οι τοπικές κοινωνίες που το αποδέχονται, οι γειτονιές που το ανέχονται, οι διπλανοί που επιβραβεύουν και οι αρμόδιοι για την προστασία των δασών που δεν παρεμβαίνουν ικανοποιούνται να μιλούν για την ανθρωπιστική κρίση που μας ανάγκασε να πνιγούμε στην αιθαλομίχλη.
Η αλήθεια είναι πως η αιτία δεν βρίσκεται μόνο στην απελπισία και το οικονομικό αδιέξοδο. Ο παράνομος ξυλοκόπος το έχει λύσει πρώτα μέσα του, δεν έχει καμία σημασία γι αυτόν το δέντρο. Τζάμπα είναι, εκεί το βρήκε, δεν ανήκει σε κανένα, άρα ανήκει στον ίδιο, αρκεί να καταφέρει να περάσει απαρατήρητος από τη δασική υπηρεσία που έτσι κι αλλιώς υποστελεχώνεται και υπολειτουργεί. Γίνεται δικό του με τη βία, το κλέβει από όλους μας, και από αυτούς που καταλαβαίνουν τη σημασία του και από εκείνους που δεν το συνειδητοποιούν.
Το δέντρο δεν ψηφίζει και γι αυτό δεν ενδιαφέρει το πολιτικό σύστημα. Το δέντρο δεν μιλάει και γι αυτό δεν ενδιαφέρει τα τηλεοπτικά δελτία. Το δέντρο δεν τρώγεται και γι αυτό δεν το θεωρεί σημαντικό για το παιδί η μάνα του. Το δέντρο δεν μπορεί να αντισταθεί και κόβεται.
Μαζί του στη φωτιά πέφτουν η ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε, το κλίμα, η ομορφιά του τοπίου, η ισορροπία του οικοσυστήματος, ο κοινωνικός πολιτισμός μας, το μέλλον των παιδιών, για το καλό των οποίων, με βάση τον τελευταίο εθνικό μύθο, για να μην κρυώσουν, αποψιλώνονται δάση και εξαφανίζονται πλαγιές.
Δεν είναι βέβαιο –ευτυχώς- ότι αν τα παιδιά ήξεραν περί τίνος ακριβώς πρόκειται θα διάλεγαν τους 25 βαθμούς στο εσωτερικό του σπιτιού τους από τον ίσκιο μιας οξιάς. Αλλά τώρα αποφασίζουν οι μεγάλοι.