Στις 8 Μαΐου ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων του PKK από τα εδάφη της Τουρκίας προς το Βόρειο Ιράκ. Το γεγονός αυτό είναι αποτέλεσμα της εν εξελίξει ειρηνευτικής διαδικασίας ανάμεσα στην τουρκική κυβέρνηση και το PKK. Σαφώς, πρόκειται για ένα σημαντικό γεγονός αφού η διαμάχη αυτή αριθμεί 35 χρόνια και έχουν σκοτωθεί περίπου 40.000 άνθρωποι. Παρόλη τη σημαντικότητα της εξέλιξης υπάρχουν πολλές παράμετροι του ζητήματος που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν κανείς βιαστεί να μιλήσει για επιτυχία του Ερντογάν ή και λύση του κουρδικού ζητήματος.
Είναι σαφές ότι είναι η πρώτη φορά στην τουρκική ιστορία που το ζήτημα του κουρδικού φτάνει σε αυτό το σημείο, όμως η λύση του κατά τη γνώμη μας αποτελεί μακρινό σενάριο. Η αποχώρηση των στρατευμάτων φαίνεται να είναι περισσότερο ένας συμβολισμός σχετικά με τη διάθεση που έχουν οι δυο πλευρές για διαπραγμάτευση, η οποία και είναι εξαιρετικά σημαντική, δεν αποτελεί όμως οριστική λύση του ζητήματος. Διότι, η τουρκική κυβέρνηση χρειάζεται να ικανοποιήσει μεγάλη λίστα αιτημάτων του PKK, εκ των οποίων πολλά συνδέονται με το νέο Σύνταγμα που προετοιμάζεται από την τουρκική κυβέρνηση. Ένα Σύνταγμα, που η κατάθεσή του έχει πάρει ήδη παράταση και που είναι αμφίβολο το αν θα κατατεθεί σύντομα, σύμφωνα με τις πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου Γκιούλ.
Το PKK ζητά συνταγματικές αλλαγές στο θέμα της υπηκοότητας/ιθαγένειας (citizenship), αλλαγές στους νόμους περί αντί-τρομοκρατίας, καθώς και διευρυμένα πολιτισμικά και πολιτικά δικαιώματα για τους Κούρδους. Επίσης, ζητά τη χρήση της κουρδικής γλώσσας σε δικαστήρια και σχολεία, την απελευθέρωση των Κούρδων ακτιβιστών και την έστω κατ’ οίκον κράτηση του Οτσαλάν. Αυτά είναι μερικά από τα πιο βασικά αιτήματα τους, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ικανοποιηθούν, ενώ πολλά από αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο μέσω της ψήφισης του νέου Συντάγματος. Εάν αυτό δεν γίνει τότε είναι πολύ πιθανό ότι τα στρατεύματα του PKK θα επανέλθουν στις τουρκικές περιοχές. Ας μη ξεχνάμε ότι αποχώρησαν τα στρατεύματα αλλά δεν αφοπλίστηκαν προηγουμένως.
Επιπλέον, υπάρχουν διάφορες πληροφορίες που αποσιωπούνται σε πολλά από τα τουρκικά φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, που υποστηρίζουν ότι κατά τη διάρκεια της ειρηνευτικής διαδικασίας διάφορες ομάδες νέων που πρόσκεινται στο PKK συνεχίζουν να διεκδικούν τον έλεγχο των περιοχών. Οπότε, ας είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι σχετικά με το θέμα και ας μη σπεύδουμε να βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα.
Ας σημειωθεί εδώ, ότι οι εξελίξεις στο κουρδικό ζήτημα χρησιμοποιούνται και για επικοινωνιακούς λόγους από την τουρκική κυβέρνηση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Η τελευταία έκθεση της Κομισιόν καταδεικνύει ότι ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας δεν προχωρά όσο επιθυμεί η ΕΕ. Άρα, οι πρόσφατες εξελίξεις στο κουρδικό είναι μια ένδειξη καλής θέλησης, αλλά και ενεργητικής πολιτικής της τουρκικής κυβέρνησης, ως απάντηση στην ΕΕ.
Οι συνομιλίες/διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο PKK και τον Ερντογάν είχαν πολλά σκαμπανεβάσματα τα τελευταία χρόνια. Η τουρκική κυβέρνηση σταδιακά άνοιγε το ζήτημα του κουρδικού, δίνοντας την άδεια λειτουργίας σε ιδιωτικά κουρδικά κανάλια να μεταδίδουν στα κουρδικά, καθώς και την άδεια να χρησιμοποιείται η κουρδική γλώσσα στα σχολεία. Σημαντικές εξελίξεις, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι πριν μερικά χρόνια ήταν ανήκουστο να χρησιμοποιείται η κουρδική γλώσσα δημοσίως. Παρόλα αυτά, το 2009 και ενώ είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις σχετικά με το κουρδικό, πραγματοποιήθηκε μια έντονη επίθεση σε φιλοκούρδους ακτιβιστές, δημοσιογράφους και διανοούμενους, που κατέληξε στη φυλάκιση χιλιάδων με την κατηγορία συνεργασίας με τρομοκρατική οργάνωση.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η σημερινή πολιτική στάση του Ερντογάν προς τους κούρδους και το PKK, συνδέεται με την προσπάθεια του να γίνει ο πρώτος εκλεγμένος από το λαό πρόεδρος στη θέση του Γκιούλ. Για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο και επειδή επιθυμεί να αυξήσει τις αρμοδιότητες του προέδρου προηγουμένως, χρειάζεται την υποστήριξη ενός ακόμα κόμματος ώστε να τεθεί το νέο Σύνταγμα σε δημοψήφισμα και προφανώς επιθυμεί να είναι το κουρδικό κόμμα BDP, εφόσον τα υπόλοιπα κόμματα αντιδρούν.
Εν κατακλείδι, το κουρδικό ζήτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, αφού συνδέεται με τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, τις εκάστοτε πολιτικές φιλοδοξίες του Ερντογάν, αλλά και με τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Συρία. Η αντιπαλότητα του Ερντογάν με τον Άσαντ έχει οδηγήσει τον δεύτερο στην υποστήριξη του PKK, καθιστώντας το έτσι βασικό παράγοντα της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή. Σαφώς, είναι ιστορικός σταθμός στο κουρδικό ζήτημα η σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων του PKK, όμως οι εθνικοί και διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί είναι πολλοί, περίπλοκοι και αβέβαιοι, γεγονός που καταδεικνύει ότι πρόκειται περισσότερο για ένα συμβολισμό παρά για μια ουσιαστική και σταθερή λύση.