Πραγματικά η διαδικασία εκλογής προέδρου στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας λειτούργησε ως καταλύτης για την εμφάνιση στο προσκήνιο όλων των παθογενειών της πολιτικής λειτουργίας στην Ελλάδα και την διαπίστωση για άλλη μια φορά της στατικότητας και ακινησίας του πολιτικού συστήματος. Αν μπορεί να ομιλεί κάποιος για πολιτικό σύστημα σε μια χώρα, στην οποία η πολιτική εξαντλεί τα όρια της στο επίπεδο του πολιτικού καφενείου και της συναλλαγής με στόχο την παροχή προσωπικών εξυπηρετήσεων στους ψηφοφόρους.
Κατ’ αρχήν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος, με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα πολιτικά πρόσωπα στο επικοινωνιακό επίπεδο και ο ρόλος που τους αποδίδεται στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι τίτλοι της αρθρογραφίας με αφορμή την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προέδρου της Νέας Δημοκρατίας. Μερικοί από αυτούς είναι ενδεικτικοί. «Ο Κυριάκος και οι άλλοι», «Ο Κυριάκος και ο χορός των βρυκολάκων», «Κυριάκος, ο αντάρτης του κέντρου». Δεν είναι όμως μόνο αυτοί, που έχουν ευθεία αναφορά στο πρόσωπο του νεοεκλεγέντος προέδρου. Υπάρχουν και άλλοι σε σχέση με τις παρενέργειες αυτής της εκλογής, όπως «Παιχνίδι κέντρου» ή «Η Κεντροαριστερά δεν είναι τσίρκο».
Δεν είναι τυχαίο, ότι στο πρόσωπο του νέου προέδρου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποδίδονται διαστάσεις φιλικής σχέσης και οικειότητας (αποκαλείται με το μικρό του όνομα), ως εάν η πολιτική λειτουργία παίρνει περιεχόμενο και υπόσταση κοινωνική από τη στιγμή, που το πολιτικό πρόσωπο θα μπορούσε να είναι ένας φίλος και η πολιτική επικοινωνία θα αποκτούσε χαρακτηριστικά φιλικής κουβέντας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πελατειακό της φορτίο.
Η πρόσδωση χαρακτηριστικών κοινωνικής καθημερινότητας στις πολιτικές διεργασίες δεν περιορίζεται μόνο στη συντηρητική παράταξη, αλλά εγγίζει και το χώρο της κεντροαριστεράς, η οποία ακόμη δεν άρχισε τις διαδικασίες εξόδου από την δική της κρίση, όπως επισημαίνουν τα πολιτικά μορφώματα, που την συναποτελούν. Και μόνο ο τίτλος «Η Κεντροαριστερά δεν είναι τσίρκο» μεταθέτει το επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας και διαλόγου στα όρια της διαπροσωπικής επικοινωνίας με έντονες θυμικές διαστάσεις.
Η εκτόνωση συντελείται στο σχολιασμό του άρθρου και ολοκληρώνεται ο επικοινωνιακός στόχος. Ο πολιτικός έτσι κι αλλιώς παραμένει στα αζήτητα.
Βέβαια γίνονται προσπάθειες αναζήτησης του με ποδοσφαιρικούς όρους και το παιχνίδι κέντρου, μια και όποια ομάδα ελέγχει το κέντρο, συνήθως κερδίζει. Γι’ αυτό και ο «Κυριάκος» εκεί στοχεύει, τώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ προσχώρησε στις «μνημονιακές» δυνάμεις και το δίλημμα Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο δεν υφίσταται πλέον. Τώρα επανήλθε η κανονικότητα και οι δυνάμεις του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς αγωνιούν λόγω των τάσεων διεύρυνσης του «Κυριάκου» προς το Κέντρο.
Οπότε «φούντωσαν» και οι εκκλήσεις για την ίδρυση της μεγάλης Σοσιαλδημοκρατικής παράταξης, ώστε να εκφρασθεί πολιτικά και ο κοινωνικός χώρος του Κέντρου ή της φθίνουσας μεσαίας τάξης, στην οποία προσβλέπει και ο νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
Σχηματικά η πολιτική γεωγραφία για τους ασχολούμενους με τα κοινά εμφανίζεται ως Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά και τα ενδιάμεσα, δηλαδή Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά. Εδράζεται δε στην παραδοσιακή αναφορά του κάθε πολιτικού χώρου στα ιδεολογήματα, που καλλιέργησε επικοινωνιακά σε σχέση με τις διάφορες κοινωνικές ομάδες (π.χ. πατριωτισμός, εθνικοφροσύνη, εκπροσώπηση των εξιδανικευμένων συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών επαγγελματικών ομάδων κ.λ.π.), στην στατικότητα της ελληνικής κοινωνίας (ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι πολύ αργός, δεν ακολουθεί την δυναμική των σύγχρονων ανεπτυγμένων κοινωνιών) και στην παρασιτική και μη παραγωγική οικονομία.
Από αυτές τις παραμέτρους της πολιτικής γεωγραφίας γίνεται εμφανές, ότι οι πολιτικές τάσεις στην κοινωνία διαμορφώνονται με βάση τις προσωπικές σχέσεις των πολιτών ψηφοφόρων με τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία λειτουργούν ως μεσολαβητές για ενδεχόμενη κοινωνικοοικονομική άνοδο στο πλαίσιο του πελατειακού συστήματος, αφού σχεδιασμένη κοινωνική και οικονομική δυναμική δεν υπάρχει.
Η σχέση του πολίτη με την πολιτική είναι σχέση με πολιτικό πρόσωπο. Μέσα από αυτό βιώνεται η πολιτική και όχι μέσα από την προσέγγιση ολοκληρωμένων προτάσεων και σχεδίων για την μακροπρόθεσμη συλλογική πορεία.
Το δεύτερο υπερβαίνει τις αναλυτικές δυνατότητες του απλού πολίτη, αλλά και το επίπεδο γνώσεων σε σχέση με την πραγματικότητα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό πλαίσιο, οπότε είναι εύκολο να ακουμπά τις ελπίδες του για το μέλλον στην εντύπωση, που του προκαλεί το πολιτικό πρόσωπο ως προς την αξιοπιστία του εκφερόμενου πολιτικού λόγου.
Βασικό εργαλείο για την πρόκληση θετικής εντύπωσης είναι ο βαθμός πειστικότητας των φαντασιώσεων, οι οποίες καλλιεργούνται για την προσωπική εξέλιξη του ψηφοφόρου πολίτη. Επειδή δε το σύστημα κοινωνικών αξιών στην Ελλάδα δεν οριοθετείται από την συλλογική συνείδηση και το κοινωνικό συμφέρον, η σχέση πολιτικού και πολίτη παίρνει χαρακτηριστικά συναλλαγής για την παροχή «εξυπηρετήσεων».
Γι’ αυτό στόχος των πολιτικών προσώπων είναι η οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης ως προς την αξιοπιστία του χαρακτήρα τους και όχι σε σχέση με την εξαγγελλόμενη πολιτική.
Αυτή, έτσι κι’ αλλιώς, είναι γενικόλογη, χωρίς οδικό χάρτη επίτευξης στόχων και κοστολόγηση, ώστε να μπορεί έστω και δύσκολα να την προσεγγίσει, να την αναλύσει και να την κατανοήσει ο πολίτης. Δεν είναι τυχαίο, ότι συχνά λέγεται σε σχέση με την πορεία προς το μέλλον «πάμε με βάρκα την ελπίδα».
Ιδιαιτέρως το πρόσωπο, που εκλέγεται στην ηγεσία ενός κόμματος, ενσαρκώνει και το πολιτικό περιεχόμενο της πρότασης του ή της προοπτικής ανάληψης της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας. Με την εκλογή αρχίζει να δημιουργείται πολιτικό κλίμα.
Δεν πρόλαβε να εκλεγεί ο «Κυριάκος» και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ήδη καταγράφει δημοσκοπική άνοδο και μάλιστα πρωτιά με ποσοστιαία διαφορά από 1,3 έως 4 μονάδες.
Ακόμη δεν έχει πει με πειστικά επιχειρήματα το πρόγραμμα, το οποίο θα εφαρμόσει σε περίπτωση ανάληψης της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει, είναι να «ζητήσει» προθεσμία περίπου τρών μηνών, για να διαμορφώσει το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Φαίνεται, ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα είναι πολύ πιο μπροστά από την παγκόσμια εξέλιξη και χωρίς να διαθέτουν μόνιμους τεχνοκρατικούς μηχανισμούς σχεδίασης πολιτικής με μακροπρόθεσμο ορίζοντα στη δομή τους, μπορούν να προγραμματίσουν την πορεία της χώρας στην ευημερία!
Αυτό βεβαίως συμβαίνει στο επίπεδο του γενικευτικού και πολύ συχνά ιδεοληπτικού πολιτικού λόγου και όχι στην πραγματικότητα των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων. Ειδάλλως δεν θα αντιμετώπιζε η χώρα τέτοιας εμβέλειας προβλήματα, όπως το ασφαλιστικό και την μη παραγωγική οικονομία.
Με αυτά τα δεδομένα είναι ερμηνεύσιμο, γιατί τα κόμματα ουσιαστικά είναι περισσότερο νομιμοποιητικοί μηχανισμοί για την ανάδειξη των πολιτικών προσώπων, στα οποία προσδίδεται πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος από αυτό, που είναι σε θέση να αντέξουν και να διεκπεραιώσουν σε πολιτικό και ακόμη πιο οδυνηρό για την κοινωνία σε κυβερνητικό επίπεδο. Η λογική της υποκατάστασης της πολιτικής από την κουλτούρα και πρακτική της πολιτικής συναλλαγής με τους πολίτες σε προσωπικό επίπεδο, ως μέσου πραγμάτωσης της λαϊκής έκφρασης, δεν αποτελεί λύση των προβλημάτων, που αντιμετωπίζει η χώρα.
Απεναντίας βαθαίνει την κρίση, που βιώνει η κοινωνία με ιδιαίτερη σφοδρότητα και ταυτοχρόνως αναπαράγει τις παθογένειες, οι οποίες αποτέλεσαν τις δομικές προϋποθέσεις για την μη ανάπτυξη κοινωνικής δυναμικής.
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι πολίτες ακόμη και τώρα αδυνατούν να καταλάβουν, πως η αντιμετώπιση της κρίσης και η εξυγίανση των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (π.χ. ασφαλιστικό, δημόσια διοίκηση κ.λ.π.) θα δημιουργήσουν πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Το θέμα είναι να επιμερισθούν δίκαια οι οδυνηρές επιπτώσεις.
Αυτό δεν φαίνεται να είναι εφικτό με τον τρόπο, που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα. Το πολύ αρνητικό δε είναι, ότι τα χρονικά περιθώρια για ωρίμανση της κοινωνίας έχουν εξαντληθεί. Πρέπει άμεσα να ληφθούν πάρα πολύ δύσκολες αποφάσεις, οι οποίες από το ένα μέρος συνεπάγονται πολιτικό κόστος και από το άλλο κοινωνικές αναταράξεις με επικίνδυνο φορτίο για την κοινωνική συνοχή.
Οι συγκρουσιακού τύπου αντιδράσεις διαφόρων κοινωνικών ομάδων (αγρότες, ελεύθεροι επαγγελματίες κ.λ.π.) για το ασφαλιστικό θα πρέπει να προβληματίσουν τόσο την κυβέρνηση όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να γίνουν αφετηρία για την άμεση έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου, ο οποίος θα βασίζεται στον ρεαλισμό και στην λογική της αναζήτησης συγκλίσεων και συναινέσεων.
Η χώρα δεν αντέχει κοινωνικές συγκρούσεις και τον λαϊκισμό των κομμάτων στην κατάσταση, που βρίσκεται, οικονομική και κοινωνική.