Πολλοί θυμήθηκαν και καλά έκαναν τη σημερινή ημερομηνία θανάτου του Ανδρέα Παπανδρέου (23 Ιουνίου 1996). Σήμερα όμως είναι και τα γενέθλια (23-06-1936) του καλύτερου μεταπολεμικού πρωθυπουργού της χώρας. Αυτή την ημέρα λίγοι την θυμήθηκαν. Εξ όσων γνωρίζω μόνο ο Μιχάλης Μητσός με άρθρο του στα ΝΕΑ αναφέρθηκε στο γεγονός.
Ήταν Μάρτιος του 1996. Ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος μόλις είχε αναλάβει πρωθυπουργός, παρευρέθηκε στο Συνέδριο του τότε Συνασπισμού και έκανε μια ομιλία για το χώρο της Κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας που δεν πέρασε απαρατήρητη – μάλιστα, θα μπορούσε ακόμη και σήμερα να αποτελέσει σημείο αναφοράς προς την κατεύθυνση της δημιουργίας του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Δυστυχώς, η τότε ηγεσία του Συνασπισμού, στο όνομα της καταπολέμησης της διαφθοράς, επέλεξε να συνομιλεί με τον «αδιάφθορο» Τζοχατζόπουλο και τους πολιτικούς του φίλους, οι περισσότεροι από τους οποίους σήμερα βρίσκονται στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Σημίτης κακώς ταυτίστηκε γενικά και αόριστα με τον εκσυγχρονισμό. Ο Κώστας Σημίτης ήταν ένας σοσιαλδημοκράτης εκσυγχρονιστής. Ο σοσιαλδημοκρατικός εκσυγχρονισμός γι’ αυτόν είχε κυρίως τρεις διαστάσεις που υπερβαίνουν τη συνήθη ερμηνεία του όρου. Η πρώτη αφορά την πεποίθησή του Σημίτη πως η Ελλάδα δεν αποτελεί μοναχική νησίδα στον απέραντο παγκόσμιο ωκεανό, ούτε ανάδελφο έθνος, αλλά συστατικό στοιχείο του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος. Με αυτή τη λογική θεώρησε πως τα όποια εθνικά μας θέματα και οι ελληνοτουρκικές διαφορές έπρεπε να ξεφύγουν από τη μέγγενη των ελληνοτουρκικών διαφορών και «να κοινοτικοποιηθούν». Αυτό ήταν το Ελσίνκι. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός θεωρήθηκε ο ακρογωνιαίος λίθος των σχέσεων της Ελλάδας με τους γείτονες, αλλά και με όλον τον κόσμο. Για να γίνει όμως αυτό χρειαζόταν να συγκρουστεί με μια αντίληψη που θεωρεί πως οι «ξένοι» άλλο μέλημα δεν έχουν από το να υπονομεύουν την ύπαρξη της χώρας. Η πολιτική Σημίτη κατέδειξε πως για επιτύχει κανείς στις διεθνείς σχέσεις χρειάζεται να πείσει πως δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του συμφέροντα, αλλά και για τα προβλήματα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου περιβάλλοντος. Σήμερα οι πολιτικοί μας όταν μιλούν για Ευρώπη, εννοούν τι οφέλη μπορεί να έχουμε ως χώρα απ’ αυτήν. Η πολιτική Σημίτη κατέδειξε πως οι διαρθρωτικές προσαρμογές τής ευρωπαϊκής οικονομίας, η δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, αλλά και τα προβλήματα του Τρίτου Κόσμου, της μετανάστευσης, της παγκόσμιας φτώχειας και των ανισοτήτων κάθε άλλο παρά αδιάφορα πρέπει να είναι για την όποια ελληνική κυβέρνηση. Η ένταξη της Κύπρου και ο επιτυχημένος σχεδιασμός του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου οφείλουν σχεδόν τα πάντα σ' αυτήν την αντίληψη. Σήμερα μετά δυο προεκλογικές εκστρατείες δεν ακούσαμε ούτε μια λέξη από κανέναν για το ποια Ευρώπη θέλει και πως βλέπει την Ελλάδα σ’ αυτήν.
Η δεύτερη σημαντική διάσταση της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης Σημίτη για τον εκσυγχρονισμό ήταν η μετάβαση από μια πολιτική που ενίσχυε το κράτος παροχών σε μια πολιτική που επεδίωξε να θέσει τις βάσεις ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας, μια πολιτική που έπρεπε να στηριχτεί σε μια σταθεροποιημένη οικονομία ως απαραίτητο μέσο για την ανάπτυξη. Η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ οφείλει σχεδόν τα πάντα σ' αυτήν την αντίληψη. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν τα πρώτα προγράμματα του Βοήθεια στο σπίτι, Ολοήμερο Σχολείο, Ενισχυμένη Διδασκαλία κλπ., αναφανδόν σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης προγράμματα.
Η τρίτη σημαντική διάσταση της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης Σημίτη για τον εκσυγχρονισμό ήταν η μετατόπιση του κέντρου βάρους από το κόμμα στην κυβέρνηση και στο Κοινοβούλιο και από εκεί στην ανοικτή κοινωνία. Αυτό είναι το κύριο και πάνω σ' αυτό διαχωρίζονται οι προοδευτικοί από τους συντηρητικούς. Στο πλαίσιο αυτής της μετατόπισης πρέπει να δούμε και τη σύγκρουση του με την Εκκλησία για τις ταυτότητες. Εκμεταλλευόμενη αυτό το θέμα η τότε Ιεραρχία «προσπάθησε να εγκαθιδρύσει μια ιδεολογική εποπτεία επί της πολιτικής εξουσίας». Απέτυχε.
Επί της κυβέρνησης και όχι διακυβέρνησης Σημίτη η νομιμοποίηση της εξουσίας έπαψε να στηρίζεται στον χαρισματικό ηγέτη, στην κομματοκρατίακαι στον λαϊκίστικο εθνικισμό, αλλά σε έναν ορθολογικό και θεσμικό τρόπο λειτουργίας. Αυτό σήμαινε μετάθεση των κέντρων εξουσίας από ένα αυταρχικό και μαζικό κόμμα σ’ ένα κόμμα αρχών. Εκεί απέτυχε, αλλά δεν ήταν μόνο αυτός υπεύθυνος γι’ αυτή την αποτυχία.
Ο Κώστας Σημίτηςκατατάσσει ιστορικά τα ελληνικά κόμματα σε ομάδες μηχανισμών εξουσίας: Παρά τις ουσιαστικές διαφορές τους», γράφει «ήταν προσηλωμένα κυρίως στην κατάκτηση της εξουσίας, που συνεπάγονταν οικονομικά οφέλη, κοινωνική ανάδειξη για τα στελέχη τους και εξασφάλιση θέσεων για τους πελάτες τους».[1] Συνεχίζει όμως υποστηρίζοντας πως όλα αυτά δεν πρέπει να τα βλέπουμε πέραν της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Αυτή «είναι μια από τις αιτίες της κυριαρχίας της πελατειακής πολιτικής και της αστάθειας στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας».[2]Δεν αρκεί να εξοβελίζεις στο πυρ το εξώτερον το πελατειακό κράτος, αλλά και να δείχνεις πόσο δύσκολο είναι αυτό λόγω των ερεισμάτων του στην κοινωνία. Να γιατί σήμερα λείπουν πολιτικά πρόσωπα σαν αυτόν, πολιτικά πρόσωπα με ιδέες και όχι πρόσωπα ικανά στην ίντριγκα και στη διαχείριση του πολιτικού χρήματος. Απουσιάζουν ηγέτες που μπορούν να κυβερνούν ακόμη και ενάντια στη βούληση των μεγαλοστελεχών του κόμματος τους. Ακόμη και αν αυτή η σύγκρουση ενίοτε τους οδηγεί σε ήττες και σε χαμηλή δημοφιλία σε σχέση με το υπέρμετρο έργο τους. Αυτή η σύγκρουσή του με τον βαθύ πυρήνα του κόμματος του τον οδήγησε σε αποτυχίες όπως η αντιμετώπιση της διαφθοράς και του πελατειακού κράτους και η οδυνηρή υποχώρηση του στο Ασφαλιστικό Γιαννίτση. Ένας άλλος μεγάλος επιστήμονας και πολιτικός για λίγο διάστημα. Αλήθεια, πόσο λείπει ένας πολιτικός λόγος σαν αυτός του Κώστα Σημίτη σήμερα, με τις απίστευτες κοινοτοπίες που ακούμε στις συγκεντρώσεις; Ένας λόγος που θα ξεκινούσε από την γνώση και την ανάλυση των ανησυχιών της ελληνικής κοινωνίας. Ίσως κάτι να γίνει μετά τις εκλογές.
Ο Κώστας Σημίτης ακόμα και σήμερα αγωνιά για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας και την- παρά κάποια εφήμερα νικηφόρα αποτελέσματα- φθίνουσα πορεία της. Γι’ αυτό και γράφει πως «για τις αιτίες της τόσο σημαντικής υποχώρησης της απήχησης των σοσιαλδημοκρατών έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Στη Μ. Βρετανία αποδόθηκε στην αναποφασιστικότητα της ηγεσίας των Εργατικών, στην ασάφεια της θέσης τους για το Brexit, στο πρόγραμμά τους, που προέβλεπε εκτεταμένη αύξηση της φορολογίας, αλλά σιωπούσε για πολλά άλλα προβλήματα. Στη Γερμανία αναφέρθηκε η έλλειψη «σαφών απόψεων» και «σαφούς λόγου», όπως και η ταύτιση με τις θέσεις του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος στην εξωτερική πολιτική και στη δημοσιονομική πολιτική. Τρίτοι παρατηρητές σημείωναν σχετικά ότι στη διαμόρφωση των θέσεων του κόμματος επικρατούσε «σχιζοφρένεια». Αυτή τη στιγμή το κόμμα βρίσκεται σε αναζήτηση γραμμής. Στη Γαλλία, η διάσπαση του κόμματος και η διαρροή των στελεχών του αποδόθηκε στις αρνητικές εντυπώσεις της προεδρίας του Ολάντ και στη δημιουργία ενός νέου κόμματος από τον Μακρόν με ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα των μεσαίων τάξεων. Είναι, όμως, μόνο αυτές οι αιτίες ή υπάρχουν άλλες βαθύτερες, που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές;».[3]Η συζήτηση συνεχίζεται.
[1]Σημίτης, Κώστας., Δρόμοι ζωής, Πόλις, Αθήνα 2015, σ. 65.