Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που σε καθορίζουν από τα μαθητικά σου χρόνια. Γνώρισα τον Γεωργουσόπουλο στο «Β’ κατηγορίας Ιδιωτικό Γυμνάσιο» του Ιερέα Πολύδωρου Μαρκουλάκη που στεγαζόταν στην Ηλιούπολη, με την επωνυμία «Αθηναϊκό Κολλέγιο» στο Β’ εξάμηνο της Β΄ Λυκείου όταν αναγκάσθηκα να αποχωρήσω από το Δημόσιο ΣΤ΄ Αρρένων Αθηνών λόγω της κακής μου μαθητικής πορείας και φοβούμενος μη χάσω την τάξη. Τον γνώριζα ως όνομα από τον συμμαθητή μου Λάμπρο Παπαπαλαμπρόπυλο που τον είχε καθηγητή στο Φροντιστήριο προετοιμαζόμενος για τις Εισαγωγικές στο Πολυτεχνείο όπου του έκανε Έκθεση. Τον είχε ενημερώσει σχετικά ότι «αύριο θα έρθει ένας κολλητός μου στου «Παππά» και κοίτα να τον περιποιηθείς». Πράγματι όταν έκατσα σ’ ένα θρανίο, άγνωστος μεταξύ αγνώστων συνομήλικων, ο Γεωργουσόπουλος μόλις με είδε, ενημερωμένος για την αγάπη μου στις κοπάνες, μου την «έπεσε» , λέγοντάς μου ότι «κακώς είσαι εδώ ενώ οι δικοί σου καλοπερνάνε στο βουνό» «(όπου «βουνό» ήταν το διπλανό λοφάκι από το Έκτο που τη βγάζαμε όταν την κοπανούσαμε από το μάθημα. Πρώτη φορά με προέτρεπαν να την κοπανήσω, συνήθως έφευγα μόνος μου. «Άλλη μια φορά και έφυγα κύριε καθηγητά του απάντησα, δεν θέλω πίεση». Γέλασε και με αγκάλιασε. Από τότε γίναμε αυτοκόλλητοι.
Ο Γεωργουσόπουλος θεωρητικώς, μας έκανε Ιστορία. Ποτέ όμως δεν ακολουθούσε την τυπική διαδικασία που έλεγε το Υπουργείο. Δεν εξέταζε μαθητή και δεν παρέδιδε το επόμενο κεφάλαιο. Μας το ανέφερε απλώς ίσα ίσα για να καλυφθεί η ύλη. Μετά το έριχνε στα ανέκδοτα, μας διάβαζε δικά του διηγήματα (εκεί τον άκουσα να μας διαβάζει την δική του «Καμπάνα»), μας έλεγε ιστορίες για φίλους του ηθοποιούς (λάτρευε τον Σωτήρη Μουστάκα), για την μεγάλη αξία της Ελληνικής κωμωδίας που την συνέκρινε με την αντίστοιχη Ιταλική, για την ποίηση του Καβάφη, που τότε μόνο η Ιθάκη υπήρχε στο βιβλίο, για τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο που τον θεωρούσε πνευματικό του παιδί και που αργότερα μελοποίησε τους στίχους στους μουσικούς κύκλους Χρονικό και Ιθαγένεια, για τα νεοκυμματικά τραγούδια που είχε γράψει για την Χωματά και τον Βιολάρη, για τον Αιζενστάιν και τον Ιβάν τον Τρομερό, για το Αρχαίο Δράμα, υπέροχες λεπτομέρειες να σου πέφτουν τα σαγόνια. Αν βαριότανε μας ρωτούσε για το μάθημα της επόμενης ώρας και μας έκανε ένα μικρό φροντηστηριάκι είτε για τα μαθηματικά, είτε για την κοσμογραφία…Στα μάτια μου ήταν ένας παντογνώστης.
Απόλαυση ήταν όταν αποφασίσαμε να ανεβάσουμε ένα θεατρικό. Διάλεξε ο ίδιος την «Απαγωγή της Σμαράγδως» μια παλιά Ελληνική κωμωδία που μας τη διάβασε και μετά μας μοίρασε τους ρόλους. Αρχίσαμε τις πρόβες τα απογεύματα με μεγάλο ενθουσιασμό. Προσπαθούσε να μας πείσει ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουμε και να υποδυθούμε κάποιον άλλο χαρακτήρα που οδηγούσε στην υπερβολή, αρκούσε να παίξουμε τους εαυτούς μας γιατί το έργο παρουσίαζε κοινούς καθημερινούς ανθρώπους και όχι ακραίους χαρακτήρες οπως στο Μολιέρο. Του άρεσε να μας καθοδηγεί παίζοντας ο ίδιος με διαφορετικό τρόπο τους χαρακτήρες του έργου και πέφταμε ξεροί με τον τρόπο του. Ήταν εκπληκτικός ηθοποιός. Αν ασχολιόταν με την ηθοποιία, είναι σίγουρο ότι θα άφηνε μεγάλο όνομα. Τελικά δεν καταφέραμε να ανεβάσουμε στο κοινό την παράσταση επειδή ορισμένα καλόπαιδα της τάξης χρησιμοποιούσαν σαν άλλοθι τις απογευματινές πρόβες για να πηγαίνουν την επόμενη ημέρα στο μάθημα, εντελώς αδιάβαστοι. Παραπονέθηκαν και οι άλλοι καθηγητές, τσατίστηκε με την συμπεριφορά τους και τα παράτησε.
Ο καθηγητής Κώστας Γεωργουσόπουλος, θα μείνει ολοζώντανος μνήμη μου.
Πηγή: imaginistes.wordpress.com