Η δημοκρατική Δύση συνομιλεί και πρέπει να το κάνει, τόσο με τις κοσμικές δικτατορίες τύπου Ρωσίας, Κίνας, Βενεζουέλας, Κούβας, όσο και με τις θεοκρατικές δικτατορίες τύπου Ιράν, Αφγανιστάν, κλπ.
Άλλο όμως είναι να συνομιλείς με τον Πούτιν και άλλο με τους μουλάδες και το ίδιο περίπου ισχύει αν συνομιλητής σου είναι ο Ερντογάν.
H σχέση ενός Ρώσου και ενός Τούρκου πολίτη με τους πολιτικούς θεσμούς είναι διαφορετική και οφείλεται στην διαφορά της φαντασιακής σχέσης που έχουν αναπτύξει Ρώσοι και Τούρκοι σχετικά με τον Νόμο. Ίσως δεν κατανοούμε σε βάθος αυτή την διαφορά:
Είναι τελείως άλλο πράγμα να πιστεύεις-όπως ο Ρώσος πολίτης- ότι τους νόμους τους φτιάχνουμε εμείς οι άνθρωποι και εμείς τους αμφισβητούμε και τους αλλάζουμε εκτός κι αν λόγοι καθεστωτικής βίας μας εμποδίζουν και άλλο να πιστεύεις-όπως η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων-ότι τον Νόμο τον δίνει ο Θεός και κατά συνέπεια δεν είναι ανθρώπινη υπόθεση η αμφισβήτηση και η αλλαγή του, αλλά υπόθεση των επί γης αντιπροσώπων του.
Αυτή η διαφορά ορίζει τις διαφορετικές αντοχές των μη δημοκρατικών καθεστώτων.
Γι αυτό και στη διάρκεια του 20ου αιώνα είδαμε:
1. Ότι οι κοσμικές κομμουνιστικές δικτατορίες, παρ? όλη την τεράστια γοητεία της Μαρξικής αυταπάτης (θεμελιώδους αυταπάτης ολόκληρου του Δυτικού Πολιτισμού) εισήλθαν (σύντομα για το μέτρο του ιστορικού χρόνου) σε φάση διαρκούς παρακμής που οδήγησε στην κατάρρευσή τους, κάτω από την πίεση των ειδεχθών μαζικών εγκλημάτων τους αλλά και την σύγκρισή τους με την καθημερινότητα των δυτικών δημοκρατιών.
2. Ότι, αντίθετα, τα θεοκρατικά Ισλαμικά καθεστώτα έχοντας ένα εξ ίσου άγριο εγκληματικό παρελθόν όχι μόνο άντεξαν στην πειστικότητα του δυτικού παραδείγματος αλλά ισχυροποιήθηκαν, «χωνεύοντας» σχεδόν κάθε προσπάθεια εκκοσμίκευσης των πολιτικών θεσμών.
Η διακυβέρνηση Ερντογάν έδειξε ότι η περίοδος Ατατούρκ ήταν για την Τουρκική κοινωνία μία προσπάθεια εκκοσμίκευσης του Κράτους που άφησε ανέγγιχτο τον Ισλαμικό πυρήνα της, δηλαδή την ταύτιση θρησκευτικής και κοσμικής εξουσίας και ως συνέπεια την θεϊκή καταγωγή των Νόμων.
Καμία Τουρκία δεν εξισλάμισε λοιπόν ο Ερντογάν, γιατί καμία Τουρκία δεν είχε ποτέ απισλαμιστεί.
Παρόλο που ο Τουρκικός λαός διαθέτει πλούσιες ιστορικές και σύγχρονες εμπειρίες δυτικότροπης καθημερινότητας, αυτές δεν στάθηκαν ικανές ν? αλλάξουν την βάση της Ισλαμικής (πολιτικοθρησκευτικής) του ιδεολογίας.
Ενώ κανένας Τούρκος δεν είχε ανάγκη από ένα ακόμα τζαμί, ο ισλαμιστής Ερντογάν είχε ανάγκη από μία ακόμα συμβολική πράξη κυριαρχίας επί των «απίστων» και είδαμε με πόση μαζικότητα και φανατισμό η τουρκική κοινωνία συντάχθηκε στο πλευρό του στην εμβληματική μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ως έκφραση της ισλαμικής ιδεολογίας της κατάκτησης, της ταπείνωσης, της καταστροφής και εξαφάνισης κάθε τι μη Ισλαμικού.
Καθώς όχι μόνο στην Τουρκία αλλά σε όλον τον πλανήτη ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός αναπτύσσεται και επιτίθεται, η κοσμική Δύση επανακαθορίζει τις σχέσεις της με τα ισλαμικά κράτη.
Η βελτίωση και η αύξηση των σχέσεων στο εμπόριο, στην τεχνολογία, στις επιστήμες, στον τουρισμό και στις τέχνες (σε ό,τι δηλαδή έχουμε κοινό) είναι απαραίτητη, είναι μονόδρομος για την ειρηνική συνύπαρξη και την ευημερία της ανθρωπότητας.
Η καθημερινή όμως συνύπαρξη μεγάλων μουσουλμανικών κοινοτήτων, εγκατεστημένων ήδη στις δυτικές δημοκρατίες χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Απαραίτητη προϋπόθεση ώστε κάθε μουσουλμάνος που ζει στις δυτικές δημοκρατίες να σέβεται τους νόμους με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο δυτικός πολίτης, δείχνει να είναι ο αποκλεισμός κάθε πιθανότητας συνύπαρξης της δυτικής νομοκρατίας με την ισλαμική σαρία στο πεδίο των θεσμών.
Στο ίδιο πλαίσιο η Ευρώπη φαίνεται να επανακαθορίζει άμεσα τις σχέσεις της και με την Τουρκία.
Είναι πολύ δυνατές πια οι «φωνές» ότι έχει έρθει η ώρα να δώσει διπλή πειστική απάντηση στο σύνολο του Τουρκικού πολιτικού συστήματος και όχι μόνο στον Ερντογάν, ότι κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν θέλει να αποκλείσει την Τουρκία από τον ορυκτό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου, στη βάση της Λογικής και της Ειρηνικής Συνύπαρξης, ταυτόχρονα όμως δεν πρόκειται να επιτρέψει στην Τουρκία να παραβιάσει τα εξωτερικά σύνορά της και κυρίως να την υποκαταστήσει στην διαχείριση των συμφερόντων της στην περιοχή.
Όσο για μας, καιρός είναι να καταλάβουμε ότι αντίθετα με όσα υποστηρίζει η καθημερινή διακαναλική τουρκοφαγία, διανύουμε την ευνοϊκότερη συγκυρία για να ξεκινήσει ουσιαστικός διάλογος με την Τουρκία για την ΑΟΖ.
Δεν γίνεται άλλωστε τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου να αφήσουν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα ούτε στα χέρια της ισλαμοφοβίας των ρατσιστών ούτε στα χέρια του αντιευρωπαϊσμού των νεοσταλινικών επαγγελματιών.
Έτσι δεν είναι;