Οι Βρετανοί Εργατικοί τρελάθηκαν αυτό το καλοκαίρι, αντανακλούν τον πολιτικό σεισμό που συγκλονίζει την ευρωπαϊκή Αριστερά ή τον προοιωνίζονται; Η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του πρόσφατα ηττημένου κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης τάραξε ασφαλώς τα νερά (ιδίως σε μια χώρα φημισμένη για την προσκόλλησή της στην «κανονικότητα») και προσφέρεται για ποικίλες ερμηνείες. Αν εξαιρέσουμε την ομαδική αυτοχειρία, όλες οι άλλες είναι θεμιτές.
Τέλος του «μπλερισμού» (της στροφής των Εργατικών προς το κέντρο, που έφερε τις εκλογικές νίκες), απογοήτευση με τα παραδοσιακά κόμματα και στροφή στους εναλλακτικούς κάθε είδους (εντός και εκτός συστήματος), κινητοποίηση νέων και, σε μεγάλο βαθμό, μη κομματικών ψηφοφόρων, έμπνευση από το μοντέλο Σύριζα-Ποδέμος (ιδίως για όσους το έμαθαν μέσα από τις εφημερίδες), κατάληψη όλου του χώρου του establishment από τους Συντηρητικούς και αναζήτηση μιας από καιρό χαμένης ιδεολογικής καθαρότητας: όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν θα εμφανίζονταν με τόση ορμή στο προσκήνιο αν έλειπε η συγκολλητική ουσία τους –η εμφάνιση ενός ανθρώπου ως ενσαρκωτή κοινών αξιών και κοινής ελπίδας.
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν σάρωσε, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, όχι μόνο γιατί επωφελήθηκε από τη στιγμή –της Βρετανίας, της Ευρώπης, της Αριστεράς, της Πολιτικής- κι όχι τόσο επειδή οι αντίπαλοί του δεν βρήκαν ούτε στίγμα ούτε φωνή. Η επικράτηση του πήρε το μέγεθος και τη σημασία που έχει γιατί ο ίδιος, ενστικτωδώς περισσότερο παρά από υπολογισμό, βρήκε στίγμα και φωνή: του κανονικού ανθρώπου και του ακομπλεξάριστου Αριστερού. Εκείνου που δεν ντρέπεται να προφέρει τη λέξη «σοσιαλιστής», που μιλάει για την κοινωνική δικαιοσύνη (στην χώρα της μεγαλύτερης κοινωνικής διαφοροποίησης) με απτά παραδείγματα, που λέει τα ίδια ως βουλευτής και ως υποψήφιος αρχηγός και που κοιτάει τους ανθρώπους στα μάτια. Φτάνουν αυτά για την επανασυσπείρωση ενός βαθιά τραυματισμένου κόμματος και για την αναζωπύρωση της πιθανότητας ανάρρησης στην εξουσία; Ασφαλώς όχι (το παράδειγμα του Μάικλ Φουτ στοιχειώνει ακόμα τους Εργατικούς). Είναι σημαντικά, ανεξαρτήτως εκλογικής επιτυχίας, για την ανανέωση της Δημοκρατίας και, ίσως, και της δημοκρατικής Αριστεράς –μιας Αριστεράς που τη νομίζαμε οριστικά χωρίς ψυχή; Κατά τη γνώμη μου, ασφαλώς ναι (ιδίως αν πιστεύουμε, όπως εγώ, ότι η έλλειψη ανθρώπων και ανθρωπιάς δεν επιτρέπει στην Αριστερά να αναπνεύσει).
Οι βιαστικές κρίσεις και η βεβαιότητα της αποτυχίας δικαιολογούνται μόνο για όσους δεν έχουν καθόλου υπομονή και καθόλου ιδεαλισμό. Οι υπόλοιποι θα περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει και τι θα φέρει αυτός ο άνθρωπος που μοιάζει περισσότερο με ερασιτέχνη ηθοποιό ταινίας του Μάικ Λι παρά με επίσημο ένοικο του Γουεστμίνστερ. Το ξεκαθάρισμα της στάσης έναντι της Ευρώπης (όπως δεν νοείται Αριστερά χωρίς ψυχή, έτσι και δεν νοείται χωρίς Ευρώπη) θα είναι η πρώτη μεγάλη δοκιμασία. Ο τρόπος αντιμετώπισης της σύγκρουσης, που σίγουρα θα έρθει, με την πραγματική ζωή (τη ζωή των συλλογικών αποφάσεων, των συσχετισμών δυνάμεων, των συμβιβασμών, της διεθνούς κοινότητας, της εξουσίας) θα είναι καθοριστικός. Προς το παρόν αξίζει να δώσουμε λίγη ανάσα στο τόσο διαφορετικό αυτό πρόσωπο που ανέδειξαν, σαν ένα είδος στοιχήματος, οι άγονοι καιροί μας.