Την προηγούμενη Παρασκευή παρακολούθησα, μετά από πολλά χρόνια είναι η αλήθεια, την παρέλαση της 25ης Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη. Τη σημαία ενός δημοτικού σχολείου της πόλης κρατούσε ο γιος μου, γεγονός που αφενός με είχε κινητοποιήσει να πάω στην παρέλαση, αφετέρου μου υπενθύμιζε τη σημασία που έχει η δημόσια αναγνώριση της αξίας και των προσπαθειών ενός μαθητή, αλλά και οποιουδήποτε μέλους μιας κοινωνίας, από το υπόλοιπο σύνολο. Στην Ελλάδα, η υποχρέωση της κοινωνίας να αποδίδει τα εύσημα στους αρίστους συχνά αμελείται, όμως το χειρότερο είναι ότι πολλές φορές παρακάμπτεται σκοπίμως όταν ο άριστος αποκλίνει από τις προδιαγραφές ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της ταυτότητάς του: το φύλο του, την καταγωγή του, το θρήσκευμά του, τη σεξουαλικότητά του, τον σωματότυπό του. Η διάκριση σε βάρος ενός αρίστου δεν είναι βέβαια μεγαλύτερο παράπτωμα για μια δημοκρατία από τη διάκριση σε βάρος οποιουδήποτε πολίτη. Ίσως, ωστόσο, η αξία που προσωπικά αποδίδω στην εκπαίδευση ως μέσο κοινωνικής ανόδου με κάνει περισσότερο ευαίσθητο σε θέματα διακρίσεων σε βάρος των άριστων μαθητών και φοιτητών. Και τέτοια περιστατικά υπάρχουν πολλά.
Πριν από επτά χρόνια γνώρισα ως φοιτήτριά μου τη Μ., ένα λιγομίλητο κορίτσι από τη Λευκορωσία που είχε ζήσει το σύνολο των σχολικών της χρόνων σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, ακολουθώντας τη μητέρα της, που εργαζόταν ως καμαριέρα στον ξενοδοχειακό κλάδο. Από την πρώτη γραπτή εξέταση διαπίστωσα ότι η Μ. απαντούσε με πληρότητα και δομή κειμένου που ο ίδιος ζήλευα, ενώ μετά την τελευταία εξέταση ομολόγησα στην ίδια ότι τα γραπτά της αξίζουν για «13». Σ’ εκείνη τη συζήτηση η Μ. μου αποκάλυψε ότι δεν έπρεπε να είχε περάσει το τελευταίο εκείνο μάθημα γιατί αυτό θα σήμαινε τη λήξη της φοιτητικής της βίζας και συνεπώς θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα. Τη στιγμή που δεκάδες άλλοι φοιτητές ζητούσαν την επιείκειά μου στη βαθμολόγηση των γραπτών, η Μ. παρακάλεσε να μη λάβει προβιβάσιμο βαθμό, ώστε να μην απελαθεί. Δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ακόμα βεβαιώσεις φοίτησης από τα διάφορα σχολεία των νησιών και γι’ αυτό δεν είχε αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Η σκέψη ότι η Μ., μετά την ολοκλήρωση της τετραετούς φοίτησης με την υψηλότερη βαθμολογία των φοιτητών του έτους, χρειαζόταν να αποδείξει την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας μού φαινόταν αστεία. Για την ίδια, όμως, ήταν ένα ακόμη εμπόδιο στην πολύπλοκη ζωή της.
Λίγα χρόνια αργότερα γνώρισα τη Σ., ένα κορίτσι με μαχητικό βλέμμα από την Αλβανία που είχε περάσει τα χρόνια της εφηβείας της στην Πάτρα, το πρώτο από τα οποία «στεγαζόμενη» στο θερμοκήπιο όπου εργαζόταν ο πατέρας της. Η Σ. προσέγγιζε το υπόδειγμα της εξαιρετικής φοιτήτριας: διερευνητική, κριτική, φιλομαθής. Η μαχητικότητά της, όπως πληροφορήθηκα μεταγενέστερα, είχε τις ρίζες της σε μια πολύ δυνατή εμπειρία άρνησης της αριστείας του προσώπου της. Η Σ. ήταν το κορίτσι που ορίστηκε ως σημαιοφόρος του σχολείου της, αλλά υποχρεώθηκε να παραδώσει τη σημαία πίσω όταν γονείς και μαθητές του σχολείου προχώρησαν σε κατάληψη του σχολικού κτιρίου και απαγόρευσαν την είσοδο στη Σ. και τον αδελφό της απαιτώντας την παράδοση της σημαίας σε άλλον μαθητή. Η Σ. δεν είχε νιώσει αυτό που είδα την περασμένη Παρασκευή στα μάτια του γιου μου, το αίσθημα της βαθιάς ικανοποίησης για τη δημόσια αναγνώριση της ατομικής προσπάθειας, και αυτό μου δημιούργησε αμηχανία. Για την ίδια, όμως, ήταν κάτι χειρότερο, ένα ακόμη τεκμήριο κοινωνικής σκληρότητας.
Η Μ. και η Σ. προφανώς δυσκολεύτηκαν και στις επόμενες στροφές του δρόμου τους. Σήμερα και οι δύο δείχνουν να τα έχουν καταφέρει στις μετέπειτα σπουδές τους και στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής τους ζωής, όμως αυτό δεν μπορεί να είναι το άλλοθι μιας κοινωνίας για την παράβλεψη της υποχρέωσής της να βραβεύει τους άξιους. Η βράβευση ενός μαθητή δημιουργεί ευκαιρίες και, υπό αυτή την έννοια, τα εμπόδια που βρήκαν μπροστά τους τα δύο νέα κορίτσια αποκαλύπτουν πως στην ελληνική περίπτωση καταστρατηγείται στην πράξη ένα βασικό χαρακτηριστικό των φιλελεύθερων δημοκρατιών: η ισότητα ευκαιριών. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η εικόνα του «κοριτσιού με τη μαντίλα» που παρέλασε δίπλα στην ελληνική σημαία την περασμένη εβδομάδα είναι ενθαρρυντική. Ο βαθμός ενσωμάτωσης των μεταναστών, η αξία των συμβόλων για την εθνική ταυτότητα, η ανεξιθρησκία, η αυστηρότητα της ισλαμικής θρησκείας, είναι όλα σημαντικά ζητήματα προς δημόσια συζήτηση. Όμως εξίσου σημαντικό θέμα είναι και η ισότητα των ευκαιριών και καθαυτή η συμμετοχή ενός μαθητή στην «εξάδα της σημαίας» είναι ένας δημόσιος έπαινος για την ατομική προσπάθεια. Ένα κορίτσι, με μαντίλα ή χωρίς, με ξενικό ή ελληνικό όνομα, θα πρέπει να βραβεύεται.