Στο Μανώλη Γλέζο.
Οι εθνικές επέτειοι σηματοδοτούν ιστορικές περιόδους και γεγονότα στη μνήμη του έθνους. Η 28η Οκτωβρίου 1940 σηματοδοτεί τον αντιφασιστικό πόλεμο του λαού μας και την αντίσταση στα χρόνια της κατοχής.
Η γενιά μου γνώρισε το φασισμό με τη δικτατορία του ’67.
Σήμερα, η 28η Οκτωβρίου 2012 υποδέχεται στη Βουλή των Ελλήνων τη νέα γενιά της ελληνικής ναζιστικής ακροδεξιάς.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής στα εκατομμύρια των νεκρών μιας καθημαγμένης ανθρωπότητας, οφείλουμε να συζητήσουμε με νηφαλιότητα και ευθύνη. Τι συνέβη στην ελληνική κοινωνία και αναδύθηκε το φάντασμα από το σκοτεινό του παρελθόν; Τι εκπροσωπεί; Αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία; Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό η δημοκρατική νομιμότητα;
Στη νεότερη ελληνική ιστορία, η ναζιστική ακροδεξιά δηλώνει παρούσα, αποκτώντας αρκετές φορές των έλεγχο των δομών και των μηχανισμών εξουσίας. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ελέγχει και οργανώνει τη χώρα με αμιγή φασιστικά πρότυπα, ενώ στην κατοχή, έλληνες φασίστες συνεργάζονται ανοικτά με τους κατακτητές, επανδρώνοντας τάγματα ασφαλείας. Στη μετεμφυλιακή περίοδο και τα χρόνια που ακολουθούν μέχρι το 1967, η ναζιστική ακροδεξιά συντηρείται στους μηχανισμούς της εξουσίας, στο στρατό, τα σώματα ασφαλείας και τις παρακρατικές οργανώσεις. Το 1967, η Ελλάδα παραδίνεται και πάλι στη φρενίτιδα μιας βάρβαρης ακροδεξιάς, στρατιωτικής δικτατορίας.
Ο ναζισμός εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, με τη στήριξη ακραίων κύκλων της οικονομικής ολιγαρχίας, με πρόσχημα την ανάσχεση της κομμουνιστικής «απειλής», για να αυτονομηθεί στη συνέχεια ως μια στρατιωτικά πειθαρχημένη εγκληματική, πολεμική οργάνωση, που κατέλαβε την εξουσία με τη συστράτευση των μαζών. Στην Ελλάδα, ποτέ η ναζιστική ακροδεξιά δεν είχε αποκτήσει τη μορφή κοινωνικού ρεύματος ή κινήματος.
Με τη μεταπολίτευση του ’74, με το αίμα της προδοσίας και τη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η ναζιστική ακροδεξιά αποδυναμώνεται και χάνονται τα ίχνη της . Κανείς δεν θέλει να τη θυμάται, κανείς δεν θέλει να τον συνδέουν μαζί της.
Τι συνέβη λοιπόν και βγήκαν στους δρόμους οι μελανοχίτωνες; Γιατί δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για μελανοχίτωνες. Ο φασιστικός χαιρετισμός, οι μαύρες στολές, οι παραφράσεις της σβάστικας, η στρατιωτική πειθαρχία, οι αναφορές στο Χίτλερ, ο τυφλός εθνικισμός, ο εγκληματικός αντιρατσισμός, η αντιποίηση αρχής, η αυτοδικία και η υποκατάσταση του κράτους, αλλά κυρίως η χυδαιότητα και η βία, δεν αποτελούν εκφράσεις, αλλά συστατικό τύπο μιας ναζιστικής ακροδεξιάς. Χωρίς αυτά δεν μπορούν να υπάρξουν ως συγκεκριμένη πολιτική κίνηση. Και είναι ο λόγος που φοβάμαι ότι οι άνδρες με τα μαύρα μπλουζάκια γνωρίζουν καλά σε ποιο χώρο βρίσκονται και τις ιστορικές του καταβολές και δεν είναι απλώς παρασυρμένοι πολίτες, που θέλουν να εκδικηθούν το πολιτικό σύστημα ή να εκφράσουν την οργή και την αγανάκτησή τους για το κατάντημα της χώρας.
Η οικονομική κρίση που εξελίχθηκε σε κατάρρευση της εθνικής οικονομίας, διέλυσε την κοινωνική συνοχή και αποκάλυψε, με διαδικασίες σοκ, τις παθογένειες του κράτους και της κοινωνικής οργάνωσης. Η κοινωνία ξύπνησε απότομα από τη νάρκη της μεταπολιτευτικής ευμάρειας. Και η μεταπολιτευτική δημοκρατία που είχε οικοδομηθεί επί δεκαετίες, αποδομήθηκε μέσα σε λίγους μήνες. Το έθνος είχε μεταλλαχθεί σε πάζλ από συντεχνίες με ιδιαίτερα προνόμια και συμφέροντα και αδυνατούσε να αποκτήσει συλλογική συνείδηση για τη δημοκρατία κα την κοινωνική δικαιοσύνη. Το πελατειακό πολιτικό σύστημα και το πελατειακό κράτος, παρέλυσαν. Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί έγιναν το κυρίαρχο σημείο αναφοράς των μαζών. Και το σκηνικό αυτό, αντί να οδηγήσει σε μια πολιτική πρόταση εθνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης και εξόδου από την κρίση, τροφοδότησε μια σχεδόν καθολική πολιτική παραβατικών συμπεριφορών. Η μη συμμόρφωση με τους νόμους, αναγορεύτηκε σε πολιτική πράξη. Οι φλόγες της ΜARFIN φώτισαν τα σκοτεινά μονοπάτια της βίας. Και μέσα στην αγκαλιά του ετερόκλητου πλήθους που κραύγαζε «να καεί, να καεί η Βουλή», επωάστηκε το αυγό του φιδιού.
Κοντολογίς, η παράλυση του κράτους, η διάλυση της οικονομίας, η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος, η αβεβαιότητα και η φτώχεια, μα κυρίως η πολιτική ανομία, η βία και η έλλειψη ρεαλιστικής πρότασης οργάνωσης και εξόδου, εξέθρεψαν τη ναζιστική ακροδεξιά. Μόνο που αυτή τη φορά δεν αναδύεται από τους μηχανισμούς της εξουσίας και του κράτους, αλλά έρχεται από τις γειτονιές και τους δρόμους, με τη μορφή κινήματος.
Η παρουσία στην πολιτική αλλά και την καθημερινή ζωή της χώρας, πολιτικών οργανώσεων που δηλώνουν ότι εκεί που δεν λειτουργεί το κράτος θα επεμβαίνουν οι άνδρες τους με τη βία, παραπέμποντας ευθέως στα ναζιστικά τάγματα εφόδου, δημιουργεί αναμφισβήτητα κίνδυνο εμπλοκής σε μια ήδη ταραγμένη χώρα. Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του νεοναζισμού η δημοκρατική Ελλάδα; Μειώνοντας και στη συνέχεια εξαλείφοντας τις αιτίες που το γέννησαν. Με απλά λόγια, όλοι εμείς, οι άλλοι, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τη σχέση μας με τη βία, τη δημοκρατία και τη νομιμότητα. Γιατί σε συνθήκες μη βίας, δημοκρατίας και νομιμότητας, το αυγό δεν θα εκκολαφτεί