Η ελληνική κυβέρνηση, και κατ’ επέκταση η χώρα, βρίσκεται στη μέγγενη τριών δομικών δυσκολιών: αποφάσισε -ορθά, κατά τη γνώμη μου- να διαπραγματευθεί με νέους όρους τη σχέση της με τους δανειστές, τη στιγμή που τα αντικειμενικά περιθώρια για οποιαδήποτε αλλαγή είναι στενότερα από ποτέ΄ ποντάρει -ποτέ δεν είναι αργά, κατά τη γνώμη μου- στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην πολιτική της προστασία και στην αλληλεγγύη της, τη στιγμή που και οι δύο αναζητούνται και αναβάλλονται τουλάχιστον ως τις επερχόμενες ευρωεκλογές’ απευθύνεται -επιτέλους, κατά τη γνώμη μου- με μια πιο ρεαλιστική και πειστική γλώσσα στο κοινωνικό σώμα, τη στιγμή που το τελευταίο δεν έχει πια τις αντοχές, ίσως ούτε καν τα αυτιά για να ακούσει.
Ο χρονισμός (ελληνιστί: τάιμινγκ) είναι από τους κρισιμότερους παράγοντες της πολιτικής, διαμορφωτικός όχι μόνο εξελίξεων αλλά κυρίως κλίματος για την εμφάνιση των εξελίξεων. Σήμερα δεν έχει πολύ νόημα η υπενθύμιση των χαμένων ευκαιριών, η λιτανεία τους πάντως, έστω και κωδικοποιημένη κατ’ έτος, είναι αρκετά εντυπωσιακή: καθυστέρηση στη συνειδητοποίηση του προβλήματος και στην αντιμετώπιση του το 2009΄ διαρκής αναβολή και ανεπάρκεια της εξήγησης στην κοινωνία (που χάριζε ακόμα εκλογικές νίκες στην τότε κυβέρνηση) το 2010΄ καθυστέρηση και μη επαρκής εκμετάλλευση των ωφελειών από την ελάφρυνση του χρέους το 2011΄ απώλεια της (έστω μικρής διάρκειας) «στιγμής της Γαλλίας», μετά την εκλογή Ολάντ, ώστε να αλλάξει υπέρ μας η ενδο-ευρωπαϊκή ισορροπία το 2012΄ καθυστερημένη σύμπηξη ενιαίας κυβερνητικής στάσης και ενιαίας διαπραγματευτικής γραμμής το 2013. Έτσι, η χώρα πάλευε, σε κάθε φάση της περιπέτειάς της, όχι μόνο σε βαθιά νερά, αλλά και κόντρα στο κύμα.
Δυστυχώς αυτό δεν άλλαξε επαρκώς και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, όσο αξίζει η προσπάθεια μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και ασφυκτικό πλαίσιο δράσης. Η «νέα διαπραγματευτική γραμμή», που δοκιμάζεται στην μόλις άρξασα επίσκεψη της τρόικας, ενώ υποστηρίζεται από σοβαρά «αντικειμενικά» επιχειρήματα (την ως τώρα πρόοδο και την ανάγκη ο από δω και μπρος ρυθμός να μην ακυρώσει πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά, ό,τι έχει με τόσο κόπο επιτευχθεί), πάσχει από έλλειψη «υποκειμενικών» προϋποθέσεων. Οι εταίροι -όχι ιδιαίτερα καλόπιστα, αλλά έτσι παίζεται από την πρώτη στιγμή το παιχνίδι- οχυρώνονται πίσω από τρεις αταβιστικές -και γι’ αυτό άκαμπτες και, τελικά, στρεβλές- θέσεις: «είναι πολύ αργά για να αλλάξετε ρότα», «δεν σας εμπιστευόμαστε ότι, αν σας επιτρέψουμε να αλλάξετε, δεν θα ξαναγυρίσετε στις κακές συνήθειες», «σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η στιγμή για μεγάλες αποφάσεις ενόψει ευρωεκλογών και χωρίς γερμανική κυβέρνηση».
Σημαίνουν αυτές οι δυσκολίες ότι η ελληνική προσπάθεια θα έπρεπε, ακόμα μία φορά, να αλλάξει προσανατολισμό; Το είπα από την αρχή: πιστεύω πως όχι. Έστω καθυστερημένες, η ενδοκυβερνητική ενότητα, η αντίσταση στα παράλογα ή στα αδύνατα αιτήματα και η γλώσσα της αλήθειας, είναι σημαντικές κατακτήσεις που πρέπει να προστατευτούν. Αυτό που λείπει -και ειλικρινά ξέρω πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί- είναι το πάντρεμα πολιτικού λόγου και πολιτικής πράξης, και προς τα έξω και στο εσωτερικό της χώρας, ώστε η διαπραγμάτευση που (ξαν)αρχίζει –και δεν αφορά τόσο χρηματοδοτικά κενά όσο αντιλήψεις περί «σωτηρίας»- να φέρει κάποιους καρπούς. Σύντομα θα δείξει.