Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του πολιτικού συστήματος είναι η συνειδητοποίηση, ότι πρέπει να απαλλαγεί από την λογική του άκρατου κομματισμού στην λειτουργία της κοινωνίας, εάν βεβαίως επιθυμεί να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, οι οποίες διαμορφώνονται όχι μόνο λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και λόγω της δυναμικής, η οποία αναπτύσσεται σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.
Βασικό χαρακτηριστικό του κομματισμού είναι ο έλεγχος της πολιτικής δυναμικής στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Μέχρι τώρα εκφράσθηκε με την προσπάθεια πολιτικού ελέγχου στις διάφορες κοινωνικές δομές, από τους λεγόμενους εθνικοτοπικούς συλλόγους μέχρι τους συνδικαλιστικούς φορείς. Με λίγα λόγια βασική στόχευση ήταν ο έλεγχος της «κοινωνίας πολιτών».
Ο στόχος του ελέγχου βεβαίως συνοδεύεται και από μια εσωστρεφή λειτουργία του κόμματος και αποφυγή ανάπτυξης διαλόγου στο επίπεδο της κοινωνίας με τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, ο οποίος θα χαρακτηρίζεται από τον ορθολογισμό και την κριτική προσέγγιση του περιεχομένου των πολιτικών προτάσεων και όχι από την προσπάθεια ηθικολογικής και ιδεολογηματικής προσέγγισης της πραγματικότητας. Δεν είναι τυχαίο, που το θυμικό κυριαρχεί στην πολιτική επικοινωνία στην Ελλάδα. Και τούτο όχι μόνο στους μονολόγους κομμάτων και πολιτικού προσωπικού στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, αλλά και στην αναπαραγωγή τους στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης.
Αυτή η λογική ελέγχου, την οποία έχουν οι πολιτικοί σχηματισμοί, δεν επιτρέπει στους πολίτες να αναπτύξουν την κριτική συνείδηση και κατ’επέκταση την έκφραση της ελεύθερης βούλησης. Τα κόμματα καλλιεργούν στους πολίτες τη λογική του ψηφοφόρου, ο οποίος χωρίς γνώση και κρίση αναθέτει στον πολιτικό την διαχείριση του μέλλοντος του. Οι πολιτικοί ως νέοι πατερούληδες υποκαθιστούν κάθε έννοια ελεύθερου πολίτη, ικανού να διαλέγεται και στο πλαίσιο θεσμοθετημένων διαδικασιών να εκφράζεται και να διεκδικεί. Τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα προσβλέπουν στην διαμόρφωση «κομματικών στρατών», οι οποίοι θα τους διασφαλίζουν τη νομή ενός κομματιού εξουσίας.
Με αυτά τα δεδομένα είναι εύκολα εξηγήσιμη τόσο η πελατειακή λογική όσο και η διαφθορά. Όταν όλα εξαρτώνται από τα κόμματα και τους πολιτικούς πατερούληδες, ο ψηφοφόρος εναποθέτει την προσωπική του ζωή και ανέλιξη στη δυνατότητα του πολιτικού της επιλογής του να κατακτήσει την εξουσία. Το κακό δε είναι, ότι καλλιεργείται ένα πελατειακό πάρε δώσε, το οποίο αποκτά γενικευμένη ισχύ και σε άλλες μορφές δημόσιας λειτουργίας, όπως είναι ο συνδικαλισμός, ο τομέας της υγείας, της διοίκησης και άλλοι. Οι σχέσεις, οι οποίες υπερβαίνουν την σφαίρα της προσωπικής ζωής, σε μεγάλο βαθμό αποκτούν χαρακτήρα συναλλαγής.
Η πρόσβαση σε φορείς και πρόσωπα, με φορτίο εξουσίας (πολιτικής, συνδικαλιστικής, διοικητικής, κ.λ.π.) λειτουργεί και ως μηχανισμός απόκτησης ειδικού βάρους και κοινωνικής καταξίωσης. Παράλληλα το άτομο αισθάνεται και πιο ασφαλές σε μια κοινωνία, η οποία δεν διαθέτει ένα σύγχρονο αξιακό σύστημα, το οποίο θα λειτουργεί συνεκτικά και θα εγγυάται την αξιοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η ασφυκτική παρουσία του κομματισμού στην ελληνική κοινωνία έχει φτάσει στο σημείο να οριοθετεί και το περιεχόμενο και την ποιότητα της δημοκρατίας. Η πολιτική λειτουργία και η κομματική ένταξη γίνονται κυρίως με βάση ιδεολογικές αφετηρίες, οι οποίες βασίζονται σε πραγματικότητες του παρελθόντος χωρίς προσαρμογή στη σύγχρονη δυναμική της εξέλιξης, οπότε έχουν στατικά χαρακτηριστικά, ή τροφοδοτούνται από την δυνατότητα των κομματικών θέσεων και εξαγγελιών να ενεργοποιήσουν το θυμικό και τη λογική της φαντασίωσης της κοινωνίας του θεάματος στη μάζα των ψηφοφόρων ή ακόμη καλύτερα των καταναλωτών της πολιτικής. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συμμετοχή των «πολιτών», στο πλαίσιο του ρόλου τους ως εργαζομένων σε πορείες διεκδίκησης αιτημάτων. Δεν συμμετέχουν ως εργαζόμενοι, αλλά ως κομματικοί ψηφοφόροι. Γι’αυτό εντάσσονται σε συγκεκριμένες ομάδες, οι οποίες φροντίζουν με διάφορους τρόπους να δείχνουν και την ιδεολογικοπολιτική τους αναφορά.
Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα συγκεντρώνονται σε διαφορετικά σημεία, ανάλογα με την κομματική τους ένταξη ή προτίμηση. Η ιδιότητα του πολίτη πραγματώνεται μέσα από την κομματική του αναφορά. Το κόμμα υποκαθιστά βασικές λειτουργίες του πολίτη, όπως η ανάπτυξη διαλόγου σε δομές της κοινωνίας πολιτών και η σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση με στόχο την κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την δυσκολία του απλού πολίτη να κατανοήσει την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου, τότε η συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι έχει επιδερμικό χαρακτήρα.
Στο πλαίσιο αυτών των δεδομένων η δημοκρατία δεν είναι πεδίο πραγμάτωσης της ελεύθερης βούλησης των πολιτών, η οποία διαμορφώνεται μετά από ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας και ανάπτυξης διαλόγου χωρίς την παρεμβολή της όποιας μορφής εξουσίας. Για τα μεμονωμένα άτομα η βούληση οριοθετείται από την σχέση τους με κομματικούς φορείς και τη δυνατότητα των τελευταίων είτε να υπόσχονται με πειστικό τρόπο την ικανοποίηση ιδεολογηματικών φαντασιώσεων, είτε να ανταποκρίνονται στα πελατειακού τύπου αιτήματα των ψηφοφόρων τους.
Γι’αυτό και όταν δεν είναι εφικτή η ικανοποίηση και των δύο περιπτώσεων, οι καταναλωτές των πολιτικών ψευδαισθήσεων απομακρύνονται από το πολιτικό σύστημα ή καταφεύγουν σε άλλου είδους επικίνδυνες ολοκληρωτικές πολιτικές επιλογές, οι οποίες έχουν κοστίσει αρκετά στην ανθρωπότητα. Και αυτό συμβαίνει, διότι οι πολιτικοί πελάτες των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών δεν έχουν κριτική σκέψη αλλά πελατειακή συνείδηση. Αυτήν που επί 10ετίες καλλιέργησαν τα κόμματα του «κομματικού δημοκρατικού τόξου».
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τις δύο αυτές τάσεις της κοινωνίας, ενώ ταυτοχρόνως αναδύεται με τρόπο οδυνηρό και ανάγλυφο η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιληφθεί την ανάγκη μετεξέλιξης του και απαλλαγής από τις αγκυλώσεις και τις προβληματικές καταστάσεις του παρελθόντος. Αυτές που στέρησαν από την ελληνική κοινωνία την μετάβαση της στις σύγχρονες μορφές δυναμικής οργάνωσης της, ενώ αποδυνάμωσαν πλήρως την όποια προοπτική ανάπτυξης κουλτούρας διαλόγου και δημοκρατικής λειτουργίας έξω από τους πολιτικούς σχηματισμούς και τον ασφυκτικό κομματικό έλεγχο. Έχει πολύ ενδιαφέρον η έρευνα για λογαριασμό του «Βήματος της Κυριακής», η οποία διενεργήθηκε από τον Κάπα Research σε δείγμα 30.249 ατόμων πανελλαδικά σε σχέση με τις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση τον Μάιο του 2014. Οι πλειοψηφία των ερωτηθέντων «επιθυμούν νέα πρόσωπα, σαραντάρηδες, ώστε να έχουν επαγγελματική καταξίωση, αλλά μεγαλύτερο προσόν για τους υποψηφίους θεωρείται η αποδέσμευση τους από τους κομματικούς μηχανισμούς». Η συντριπτική πλειοψηφία (67,4 %) επιθυμεί ο υποψήφιος δήμαρχος να μην έχει σχέση με την πολιτική και τα κόμματα. Το πολιτικό σύστημα τα κατάφερε πολύ καλά. Συνέβαλε με την τακτική, την οποία ακολούθησε είτε στο επίπεδο της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας είτε ως αντιπολίτευση, στην απομάκρυνση ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας από την πολιτική. Η κοινωνική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος είναι σχεδόν ολοκληρωτική.
Από το άλλο μέρος όμως η έλλειψη δυναμικών δομών στο χώρο της κοινωνίας πολιτών δεν βοηθά στην ανάπτυξη εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων για την υπέρβαση του αδιεξόδου. Εξάλλου η απαξίωση της πολιτικής και του πολιτικού συστήματος δημιουργεί πολύ αρνητικά δεδομένα, για την ανάπτυξη διαλόγου στην κοινωνική βάση. Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας είναι συνολική. Δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομία αλλά επεκτείνεται σε όλους τους τομείς. Υπάρχει κρίση αξιών, ενώ ταυτοχρόνως δεν παράγει πολιτισμό ως περιφερειακή κοινωνία. Γι’αυτό και η κρίση αξιοπιστίας αποτελεί πλέον δομικό χαρακτηριστικό του κοινωνικού μορφώματος, το οποίο παράλληλα κινείται με τόσο αργούς ρυθμούς, ώστε υποσκάπτει την όποια προοπτική υπέρβασης της ισχύουσας προβληματικής κατάστασης. Και αυτό πρέπει να αλλάξει.
Ειδάλλως δεν θα αντιμετωπισθούν ριζικά φαινόμενα διαμόρφωσης ολοκληρωτικών και φασιστικών προτάσεων με έντονα εσωστρεφή, εθνικιστική λογική, τα οποία καταλύουν πλήρως την δημοκρατία, ακόμη και την εντελώς κομματικά οριοθετημένη δημοκρατία. Σε συνδυασμό μάλιστα και με την ανυπαρξία αξιακού συστήματος η κατάληξη είναι η ανάπτυξη της πολιτικής και κοινωνικής βίας, η οποία νομιμοποιείται από το κάθε κόμμα αναφοράς αυτών, που την ασκούν ή είναι «οπαδοί» τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να μιλάμε για πολίτες. Αυτοί έχουν κριτική συνείδηση και σκέψη, ενώ οι οπαδοί άγονται και φέρονται από αυτόν, που ερεθίζει το θυμικό τους ή τα φαντασιακά ιδεολογήματα σε σχέση με το μέλλον. Η βία δεν καταπολεμάται μόνο με την καταδίκη της από πολιτικό σύστημα και προσωπικό. Καταπολεμάται όταν λειτουργεί η δημοκρατία σε όλες της τις διαστάσεις. Και αυτό προϋποθέτει πολίτες με δυνατότητα, πέρα από κόμματα, να διαλέγονται, να αντιλαμβάνονται νοητικά τη σύνθετη πραγματικότητα, η οποία τους περιβάλλει και να εκφράζουν την ελεύθερη βούληση τους σε μια κοινωνία, η οποία λειτουργεί με κανόνες, αξιοκρατία και σύγχρονες αξίες. Πάνω από όλα δε για να είναι βιώσιμη μια σύγχρονη κοινωνία, πρέπει οι πολίτες και το πολιτικό σύστημα να μπορούν να συναινούν μετά από διάλογο και να παίρνουν δεσμευτικές αποφάσεις με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον. Ειδάλλως οι όποιες προτάσεις για κοινή διοργάνωση πορείας κατά ολοκληρωτικών πολιτικών μορφωμάτων από το σύνολο των κομμάτων του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου αποτελούν βερμπαλισμό χωρίς καμία ουσιαστική αξία. Η συναίνεση πρέπει να έχει πραγματικές και μακροπρόθεσμες προοπτικές και αυτό μπορεί να γίνει πράξη, όταν δεν υπηρετείται από αυτήν το κομματικό αλλά το κοινωνικό συμφέρον. Σε αυτή την περίπτωση η δημοκρατία πραγματώνεται και αποκτά την απαραίτητη λειτουργικότητα για τον απλό πολίτη.