Σε όλες τις έρευνες που χαρτογραφούν την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας είναι εμφανείς οι μεγάλες διαφοροποιήσεις των πολιτών σε ζητήματα όπως η πρόθεση ψήφου και τα κέρδη που αποκομίσαμε από την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα από τα λίγα ζητήματα που μας ενώνει είναι ο βαθμός εμπιστοσύνης έναντι των πολιτικών κομμάτων. Τα κόμματα ταυτίζονται συνήθως με το απόλυτο κακό και η αξιοπιστία τους βρίσκεται στο ναδίρ.
Στην τελευταία έρευνα που έγινε από την MRB, για λογαριασμό της διαΝΕΟσις, τα κόμματα απολαμβάνουν τη μικρότερη εμπιστοσύνη από όλους τους θεσμούς που δρουν στο οικοσύστημα της ελληνικής κοινωνίας. Σε μία κλίμακα από το 0 ως το 10 (με το 0 να σημαίνει καμία απολύτως εμπιστοσύνη και το 10 απόλυτη εμπιστοσύνη) η μέση βαθμολογία τους είναι 1,3 και σχεδόν 6 στους 10 πολίτες αξιολογούν τα πολιτικά κόμματα με μηδέν. Απολύτως χαρακτηριστικό ότι τα εμπιστευόμαστε λιγότερο και από τον “μεγάλο εχθρό” της τελευταίας επταετίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ως εκ τούτου και τα άτομα που εργάζονται για τους πολιτικούς σχηματισμούς αντιμετωπίζονται στην καλύτερη των περιπτώσεων επιφυλακτικά και στη χειρότερη με αποδοκιμασία. Ο “κομματικός υπάλληλος” έχει γίνει συνώνυμος με έννοιες όπως η φαυλοκρατία, η ευνοιοκρατία, το πελατειακό σύστημα, η αδιαφάνεια και η αναξιοκρατία. Η κριτική είναι ακόμα σκληρότερη όταν πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους που έχουν αποσπασθεί από την υπηρεσία τους, προκειμένου να εργασθούν σε ένα κόμμα. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει χωρίς λόγο. Σχεδόν πάντα, η διαδικασία επιλογής των δημοσίων υπαλλήλων που αποσπώνται στα κόμματα είναι αδιαφανής και πίσω από κλειστές πόρτες. Σίγουρα, σε όλα τα δημοκρατικά κόμματα υπάρχουν και ευσυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι με προσόντα που βοηθούν να λειτουργήσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η επιλογή τις περισσότερες φορές, όμως, εξαντλείται μεταξύ των κομματικών μελών, των συγγενών των πολιτευτών και των “γνωστών του γνωστού”.
Σε αυτή την διαδικασία το Ποτάμι έκανε μια μικρή επανάσταση. Οι άνθρωποι του, από την πρώτη στιγμή, πίστευαν ότι δεν μπορείς να μιλάς για αξιοκρατία και διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση της χώρας και να μην τα εφαρμόζεις στο σπίτι σου. Επιπλέον, είναι πεπεισμένοι ότι το κοινοβουλευτικό έργο απαιτεί επιστημονική τεκμηρίωση, γνώση πολλών αντικειμένων, συνέπεια και συντονισμό προκειμένου να μην εξαντλείται σε αντιπολιτευτικές κορώνες και έξυπνες ατάκες. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί μία κεντρική δομή μέσα από ανοιχτή διαδικασία, που θα αποτελείται από εμπειρογνώμονες στα διάφορα πεδία πολιτικής (οικονομία, δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, γεωργία, πολιτισμός κλπ), και η οποία θα παρέχει την απαραίτητη τεκμηρίωση στην κοινοβουλευτική ομάδα.
Έτσι, το 2015, δημιουργήθηκε το Κέντρο Υποστήριξης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας (ΚΥΚΟ) το οποίο στελεχώνεται μετά από ανοικτές προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς όλους τους υπαλλήλους του δημοσίου. Σε αυτές τις προσκλήσεις υπάρχουν τα ακριβή περιγράμματα των θέσεων προς κάλυψη, καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα των υποψηφίων. Οι μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και η άριστη γνώση των αγγλικών αποτελούν βασικά κριτήρια. Η τελική επιλογή γίνεται μετά από αξιολόγηση των τυπικών προσόντων και συνεντεύξεις. Υπήρξαν δύο τέτοιες προσκλήσεις ενδιαφέροντος η πρώτη τον Φεβρουάριο του 2015 και η δεύτερη τον φετινό Απρίλιο. Στη δεύτερη πρόσκληση διατυπώθηκε σαφώς ότι δεν απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς και υγειονομικό προσωπικό προκειμένου να μην δυσκολέψει περισσότερο η λειτουργία των σχολείων και των νοσοκομείων της χώρας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο συνολικός αριθμός των αποσπασμένων είναι μικρότερος από αυτόν που δικαιούται το κόμμα με βάση την κοινοβουλευτική του δύναμη.
Τα κόμματα στη χώρα μας έχουν αρκετό δρόμο να διανύσουν για να θεωρηθούν πρότυπα αποτελεσματικής λειτουργίας. Οφείλουν όμως να προσπαθούν διαρκώς σε όλα τα πεδία ώστε να αποτελούν υπόδειγμα των αρχών που πρεσβεύουν. Τα καλά παραδείγματα και οι ορθές πρακτικές, έστω με τις ατέλειες και τις αστοχίες τους, μπορούν και πρέπει να κάνουν τη διαφορά.