Η διάκριση μεταξύ πολιτικής και δημόσιας πολιτικής δεν είναι σαφής, ιδίως όταν εκείνοι που αναλαμβάνουν να το κάνουν, είναι πολιτικοί επαγγελματίες. Αυτοί ταυτίζουν την κομματική πολιτική που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της την χειραγώγηση με τη δημόσια πολιτική η οποία έχει ως αντικείμενο την επίλυση δημόσιων προβλημάτων.
Η δημόσια πολιτική αποτελείται από δύο συστατικά μέρη. Το πρώτο είναι «τεχνικό» ενώ το δεύτερο «κοινωνικό». Στο πρώτο συγκαταλέγονται οπωσδήποτε:
- Η λεπτομερής και ακριβής περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης.
- Η αποτύπωση εναλλακτικών προτάσεων προς δράση υπό την μορφή σεναρίων μέλλοντος.
- Η εφαρμογή της εναλλακτικής που θα επιλεγεί μέσω της διασφάλισης των κατάλληλων μηχανισμών εφαρμογής.
- Ο σχεδιασμός του σχήματος αξιολόγησης βάσει κατάλληλης μεθόδου και
- Η διασφάλιση της ανάδρασης στην περίπτωση που οι ελεγκτικοί μηχανισμοί διαπιστώσουν σφάλμα, έλλειψη η ανάγκη βελτίωσης στην επιλεγείσα πολιτική.
Στο δεύτερο «κοινωνικό» συστατικό της μια δημόσια πολιτική εξαρτάται:
- Από τη θεσμική ευρωστία/αδυναμία της χώρας που εφαρμόζεται
- Από το επίπεδο και την ποιότητα της διαβούλευσης
- Από την ωριμότητα, ακεραιότητα και ανεξαρτησία των ΜΜΕ
- Από το επίπεδο συμμετοχής της κοινωνίας πολιτών και της εταιρικής ευθύνης του ιδιωτικού τομέα, και
- Από το επίπεδο λογοδοσίας.
Στο συγκεκριμένο πεδίο πολιτικής, την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας, περί της οποίας πολύς ο λόγος, το τελευταίο διάστημα, δεν θα αστοχούσε κανείς εάν ισχυριζόταν ότι δεν υφίσταται μια ολοκληρωμένη δημόσια πολιτική.
Υφίστανται κάποια κατασταλτικά μέτρα τα οποία ανακοινώνονται από καιρού εις καιρόν, η εφαρμογή των οποίων, μετ’ ου πολύ, εξασθενεί. Ούτως η άλλως τα μέτρα αυτά έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα και δεν επικεντρώνονται στην πρόληψη που αποτελεί κομβικό σημείο για την επιτυχία κάθε δημόσιας πολιτικής.
Ειδικότερα σε σχέση με τα προαναφερθέντα στάδια της δημόσιας πολιτικής παρατηρούμε ότι:
Α) Η καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης είναι ελλιπέστατη. Ακόμη και βασικά δεδομένα του προβλήματος είναι άγνωστα. Οι πηγές σχεδιασμού και εφαρμογής της σχετικής αντεγκληματικής πολιτικής (υπουργεία και νομικά πρόσωπα με συναφή αρμοδιότητα) δεν τηρούν συστηματικά στοιχεία με αποτέλεσμα η όποια αποτύπωση του προβλήματος να περιέχει πολλά υποκειμενικά στοιχεία.
Επείγει, λοιπόν, στο πλαίσιο αναθεώρησης της σχετικής πολιτικής, η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμμάτων και δομών που θα καταγράφουν συστηματικά τάσεις, μορφές εκδήλωσης της συγκεκριμένης εγκληματικότητας, αντίστοιχες δημόσιες πολιτικές άλλων κρατών συγκρίσιμων προς την Ελλάδα, κοκ.
Β) Η δημιουργία εναλλακτικών λύσεων και προτάσεων δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνον μέσα από τη σταθερή, διαχρονική διαβούλευσή τους με τις ομάδες και τα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στην πολιτική αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας (γονείς, κηδεμόνες, δάκαλοι, ενορίες, κοκ). Μια ερευνητική δομή θα έπρεπε να ασχολείται συστηματικά μ’ αυτό.
Γ) Αλλά ακόμη και η πολιτική που, εν τέλει, προκρίνεται και εφαρμόζεται δεν γνωρίζουμε ποιά αποτελεσματικότητα έχει. Είναι γνωστό το έλλειμμα εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών στη χώρα μας. Δεν υπάρχει εκτός από το σχέδιο εφαρμογής ούτε σύστημα κινήτρων σε σχέση με μια σχετική στοχοθεσία ούτε επιβράβευση μιας αναπτυγμένης δεξιότητας. Η ισοπεδωτική λογική που διατρέχει την κρατούσα πολιτική διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού ενισχύει το πέπλο αδιαφορίας και παραμέλησης του αντικειμένου της εργασίας των υπαλλήλων.
Δ) Προφανώς η αξιολόγηση είναι αδύνατη, αφ’ ης δεν υπάρχουν συστηματικά και οργανωμένα μέτρα και προγράμματα. Η έλλειψη συστηματικής και τεκμηριωμένης γνώσης βοηθάει στην ανάπτυξη «εκστρατειών/πολέμων νομιμότητας/ηθικής» από τις κυβερνήσεις που, από καιρού εις καιρόν αναμετρώνται με το «τέρας» της ανομίας.
Αλλά και στη διεπαφή της δημόσιας πολιτικής με την διακυβέρνηση η κατάσταση είναι εξ ίσου προβληματική. Τόσο οι κεντρικοί μηχανισμοί (υπηρεσίες ανηλίκων, δικαστήρια, κοινωνικοί λειτουργοί) όσο και, περισσότερο, οι περιφερειακοί και δημοτικοί, λειτουργούν με σοβαρά ελλείμματα σε προϋπολογισμό, προσωπικό και υποδομές, και η όποια επιρροή τους ακυρώνεται από το κατά πολύ ισχυρότερο εργαλειοστάσιο βίας που διαφημίζεται απλόχερα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του ασύδοτου διαδικτύου.
Η αναθεώρηση της πολιτικής θα απαιτήσει αποφάσεις για γενναίες χρηματοδοτήσεις της συγκεκριμένης κοινωνικής πολιτική, πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρξει μείζων αναπροσανατολισμός των προτεραιοτήτων για την εξυπηρέτηση αναγκών ομάδων και προσώπων.
Εν τέλει, η ανάπτυξη των κατάλληλων μηχανισμών σε κάθε τμήμα της δημόσιας πολτικής είναι απολύτως απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει ανάσχεση του καταστροφικού φαινομένου της νεανικής εγκληματικότητας. Μόνο που γι αυτό χρειάζεται πολύ περισσότερη προσπάθεια και επιστράτευση κάθε κοινωνικού πόρου.
Προεχόντως, όμως, απαιτείται η συνειδητοποίηση εκ μέρους των κρατούντων ότι καμία αντεγκληματική πολιτική στις δυτικές δημοκρατίες και τα κράτη δικαίου δεν επιτυγχάνει όταν περιορίζεται στο κομμάτι των ποινών οι οποίες, μάλιστα, στην δική μας περίπτωση είναι εντελώς ακατάλληλες για την ανάσχεση του φαινομένου.