Δεν ξέρω αν η Ανγκελα Μέρκελ είναι η πιο μισητή πολιτικός στην Ελλάδα. Σίγουρα δεν είναι η πιο δημοφιλής. Οπως άλλωστε και οι περισσότεροι Γερμανοί πολιτικοί που δίκαια ή άδικα θεωρούνται υπεύθυνοι για τα δεινά που περνά η χώρα μας. Κι όχι μόνο από τους πολίτες.
Σε πρόσφατη ομιλία του στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο παρακαλώ -o tempora! o mores!-, o κ. Τσίπρας ξεκαθάρισε πως αν και όταν έρθει η στιγμή να διαπραγματευτεί με τους Γερμανούς το Μνημόνιο, τη δανειακή σύμβαση ή ό,τι άλλο σχεδιάζει, οι Γερμανοί «θα είναι αντίπαλοι, δεν θα είναι εταίροι».
Τώρα βέβαια η διατύπωση είναι παράδοξη. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα φιλογερμανός για να παρατηρήσει ότι σε αυτήν τη διαπραγμάτευση -σύγκρουση την αποκάλεσε ο κ. Τσίπρας- το ζητούμενο δεν θα είναι η επίλυση κάποιας διαφοράς αλλά οι όροι με τους οποίους θα συνεχίσουν να μας δανείζουν χρήματα! Προφανώς όχι από την καλή τους προαίρεση, στο όνομα πάντως της περίφημης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και του κοινού συμφέροντος για το ευρώ. Αντίπαλοι ως προς τι λοιπόν;
Δεν ισχύει το ίδιο για το κατοχικό δάνειο. Εδώ υπάρχει πραγματική διαφορά και η ελληνική πλευρά έχει πολύ ισχυρά νομικά και ηθικά ερείσματα. Αντιθέτως, η Γερμανία, στα δικά μας μάτια τουλάχιστον, υιοθετεί στάση πυγμής αδιαφορώντας για το δίκαιο αλλά και για συμβατικές υποχρεώσεις της που η ίδια είχε αναγνωρίσει στο παρελθόν αρχίζοντας την εξόφληση του δανείου. Εχουμε κάθε λόγο λοιπόν να επιμείνουμε, να διαπραγματευτούμε, να διαφωνήσουμε και αν παραστεί ανάγκη να διεκδικήσουμε και νομικά το δίκιο μας. Οσο αυτό είναι δυνατόν.
Πριν μας καταλάβει ο ενθουσιασμός, ωστόσο, υπάρχουν κάποια πράγματα που χρειάζεται να συζητήσουμε μεταξύ μας. Το πρώτο, τι επιδιώκουμε. Σίγουρα την ηθική δικαίωση, στην οποία περιλαμβάνεται και η επιστροφή ενός λογικού ποσού με τόκους υπερημερίας – παρότι το δάνειο ήταν άτοκο. Με το ποσό που διεκδικούμε ωστόσο δεν θα λύσουμε το οικονομικό μας πρόβλημα. Οσοι το διακινούν μας κοροϊδεύουν και προσπαθούν να αξιοποιήσουν ένα σοβαρό ζήτημα εξωτερικής ή, αν προτιμάτε, εθνικής πολιτικής για μικροκομματικά οφέλη.
Το δεύτερο που πρέπει να αποφασίσουμε είναι πώς θέλουμε τις σχέσεις μας με τη Γερμανία. Γιατί αν κρίνουμε από όσα ακούστηκαν στη Βουλή, πέρα από το να ζυμωνόμαστε διαρκώς μεταξύ μας, κάποιοι θέλουν να ξεκινήσουμε μια διεθνή καμπάνια να εκθέσουμε τη Γερμανία για τη συμπεριφορά της.
Αστεία πράγματα. Το τελευταίο που έχουν όρεξη οι Ευρωπαίοι εταίροι μας -για να μην πάμε μακρύτερα και χαθούμε τελείως- είναι να (ξανά)ανοίξουν το θέμα του πολέμου. Και μάλιστα στο μέσο μιας οικονομικής κρίσης που δοκιμάζει ήδη τις μεταξύ τους σχέσεις. Για να μην πούμε για το πολιτικό μας κεφάλαιο που έχουμε κατασπαταλήσει: καμπάνια για το σχέδιο Ανάν, καμπάνια για το «μακεδονικό», καμπάνια για το χρέος. Η Ελλάδα (μας… κακολογούν), μόνο προβλήματα ξέρει να βάζει.
Γι? αυτό όσοι προσδοκούν ιδιοτελή οφέλη κάνουν διπλό κακό: και στην υπόθεση των αποζημιώσεων και στη χώρα!