Η πορεία μετάλλαξης των κομμάτων δεν είναι διαπίστωση, η οποία προκύπτει μετά από θεωρητική προσέγγιση μόνο, αλλά τεκμηριώνεται και εμπειρικά. Επίσης δεν αποτελεί μια εξέλιξη, η οποία αναφέρεται μόνο στην Ελλάδα, αφορά στο σύνολο τους τις ευρωπαϊκές χώρες.
Ποιοτικά μετατίθεται το κέντρο βάρους της σχέσης πολιτών και κομμάτων από την λογική του διαλόγου για προγράμματα σε σχέση με το μέλλον των κοινωνιών στην διαχείριση της πραγματικότητας με εργαλεία από το ένα μέρος την εικονική της παρουσίαση και από το άλλο τον πραγματισμό σε σχέση με την λειτουργικότητα των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, ασφαλιστικό, εργασιακό κ.λ.π.).
Ακόμη και η ανθρώπινη οντότητα μετατρέπεται σε μέσο για επίτευξη συστημικών στόχων ανεξάρτητα από τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε ανθρωπιστική κρίση. Το παράδειγμα της αυστηρής και σε σύντομο χρονικό διάστημα δημοσιονομικής εξυγίανσης με τίμημα την ανεργία, την πείνα και την ζωή χωρίς αξιοπρέπεια είναι χαρακτηριστικό. Το ίδιο ισχύει και με την αντιμετώπιση των προσφύγων.
Το αποτέλεσμα όμως είναι η αποστασιοποίηση των πολιτών από την ουσιαστική πολιτική και το κομματικό σύστημα.
Οι συνθήκες μετάλλαξης των κομμάτων επιβεβαιώνονται από την εμπειρική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 16 και 27 Μαϊου 2015 με προσωπικές συνεντεύξεις σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 31.868 ατόμων από όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την έρευνα στο ερώτημα για τους θεσμούς, που εμπιστεύονται οι ευρωπαίοι πολίτες, οι απαντήσεις είναι πραγματικά ανησυχητικές.
Τον στρατό εμπιστεύεται το 71%, την αστυνομία το 69%, την δικαιοσύνη το 52%, τις τοπικές αρχές το 47%, το εθνικό κοινοβούλιο το 31%, την εθνική κυβέρνηση το 31% και τέλος τα κόμματα το 16%, ενώ το 78% δεν τα εμπιστεύεται καθόλου.
Ως προς τον δείκτη εμπιστοσύνης στα κόμματα ανά χώρα η Δανία είναι πρώτη με 37% θετικές απαντήσεις, 56% αρνητικές και7% δεν γνωρίζω.
Στην 7η θέση είναι η ισχυρότερη οικονομικά χώρα, η Γερμανία, με 26% θετικές απαντήσεις, 64% αρνητικές και 7% δεν γνωρίζω.
Στην 7η θέση, από το τέλος όμως, είναι η Ελλάδα με θετικές απαντήσεις μόνο 9%, αρνητικές 90% και 1% δεν γνωρίζω.
Ταυτοχρόνως παρατηρείται ραγδαία και κάθετη μείωση των μελών των κομμάτων, ανεξάρτητα από την ιδεολογική (σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό τους) θέση τους στην πολιτική γεωγραφία της χώρας αναφοράς τους.
Στην Ιταλία το κόμμα του πρωθυπουργού Matteo Renzi, το «Partito Demokratico», από 830.000 μέλη, που είχε το 2009, έφτασε να έχει μόνο 366.000 το 2014.
Στην Γερμανία τα δυο μεγαλύτερα κόμματα, το Χριστιανοδημοκρατικό (CDU) και το Σοσιαλδημοκρατικό (SPD), τα οποία συγκροτούν τώρα την γερμανική κυβέρνηση, έχασαν από το 1990 μέχρι το 2014 σχεδόν τα μισά μέλη τους. Συγκεκριμένα το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών από 790.000 μέλη το 1990 έφτασε τα 457.000 το 2014, το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών από 943.000 μέλη το 2009 κατέβηκε στα 460.000 το 2014. (Oskar Niedermayer, «Parteimitglieder in Deutschland», Berlin, 2015).
Συνολικά δε το ποσοστό των μελών όλων των κομμάτων σε σχέση με το σύνολο των Γερμανών ψηφοφόρων έπεσε κάτω από το όριο του 2%.
Επίσης στις Σκανδιναβικές χώρες το κυρίαρχο στο παρελθόν Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αντιμετωπίζει βαθύτατη κρίση.
Εξαίρεση αποτελεί μόνο το Εργατικό Κόμμα (Labour Party) στην Αγγλία, το οποίο από το 1997 ακολουθούσε πτωτική πορεία μέχρι την ανάληψη της ηγεσίας από τον Jeremy Corbyn. Από αυτό το χρονικό σημείο και μέχρι σήμερα το Labour Party έχει 180.000 νέα μέλη.
Χαρακτηριστικά της κατάστασης είναι τα στοιχεία, που παρουσιάζει η πολιτολόγος Ingrid van Biezen σε κείμενο της για το London School of Economics, στο οποίο τονίζει, ότι τα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης «έχασαν την ικανότητα τους να προσελκύουν και να κάνουν μέλη τους πολίτες». Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης το 2009 το 4,7% των εχόντων δικαίωμα ψήφου ήταν μέλη στα κόμματα. Στα χρόνια, που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, η πορεία της φθοράς τους απέκτησε μεγάλη ταχύτητα.
Πέρα όμως από τις ποσοτικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το παρελθόν διαπιστώνονται και ποιοτικές, οι οποίες οριοθετούν το περιεχόμενο και το εύρος της μετάλλαξης των πολιτικών κομμάτων.
Κατ`αρχήν το κενό της αποστασιοποίησης τους από ιδεολογίες και προγράμματα στο πλαίσιο της επικονωνίας με πολίτες-καταναλωτές των «πολιτικών τους μηνυμάτων» το καλύπτει πλέον η προσωποποίηση της πολιτικής. Το θέμα δεν είναι η ρεαλιστική αποτύπωση του σχεδιασμού της πορείας της χώρας και των επιπτώσεων του στην ατομική και συλλογική ζωή σε βάθος χρόνου. Εκείνο που καλλιεργείται συστηματικά είναι, ότι τα πολιτικά πρόσωπα παίζουν τον καθοριστικό ρόλο και όχι τα προγράμματα. Γι`αυτό πολύ σημαντικό κριτήριο τόσο για τα κόμματα όσο και για τους πολίτες-ψηφοφόρους είναι η αναγνωρισιμότητα των πολιτικών προσώπων.
Η απουσία ιδεολογικής αναφοράς καλύπτεται από το ένα μέρος από τον πραγματισμό σε σχέση με την ασκούμενη πολιτική και από το άλλο από την λογική της φαντασίωσης στο επίπεδο της επικοινωνιακής διαχείρισης των εξαγγελλόμενων στόχων, τα οποία υποκαθιστούν και την αναγκαιότητα ύπαρξης στρατηγικής και μακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού.
Επίσης η κάθετη μείωση των μελών των κομμάτων συμβαδίζει με την ενδυνάμωση του συγκεντρωτισμού σε σχέση με την λήψη πολιτικών αποφάσεων και την δημιουργία κομματικών ελίτ. Ταυτοχρόνως η πλειοψηφία των μελών ουσιαστικά λειτουργεί ως «μηχανισμός» νομιμοποίησης των αποφάσεων, που λαμβάνονται από ολιγομελείς ελίτ και επικοινωνίας τους στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών (δήμοι, κοινότητες) ή συλλογικών μορφωμάτων (δομές της κοινωνίας πολιτών, π.χ. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις).
Η εσωτερική δημοκρατία συρρικνώνεται συνεχώς.
Σε αυτό βέβαια συμβάλλει και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας σε συνδυασμό με την ανυπαρξία τεχνοκρατικών μηχανισμών απλοποίησης της στο εσωτερικό των κομμάτων, ώστε να ενημερώνεται σε βάθος το σύνολο των μελών τους και να είναι σε θέση να συμμετέχει ουσιαστικά στη λήψη αποφάσεων.
Ενισχυτικά σε σχέση με την περιθωριοποίηση της πλειοψηφίας των μελών, που έχουν απομείνει στα κόμματα, είναι και η μεγάλη ταχύτητα, με την οποία εξελίσσεται η πραγματικότητα στους διάφορους τομείς. Τις παραγόμενες γνώσεις και πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να τις επεξεργασθούν τα μέλη των κομμάτων, διότι δεν επαρκεί ο διαθέσιμος χρόνος.
Είναι πιο εύκολο να τις παρακολουθούν, όπως κάνει η πλειοψηφία των πολιτών, από την «πολυθρόνα» μπροστά στην τηλεόραση, παρά να επεξεργάζονται την πληθώρα των γνώσεων και των πληροφοριών με πολύ μεγάλη ταχύτητα, όταν μάλιστα δεν διαθέτουν το ανάλογο μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης.
Εξάλλου οι κοινωνικοί ρόλοι, τους οποίους διεκπεραιώνουν καθημερινά (σύζυγος, γονιός, εργαζόμενος, φίλος, φοιτητής κ.λ.π.) είναι πολλοί και δεν αφήνουν αρκετό ελεύθερο χρόνο για ανάπτυξη πολιτικής δράσης.
Βέβαια σε χώρες, όπως η Ελλάδα, η κομματική δραστηριοποίηση σημαίνει και άνοιγμα ευρύτερων προοπτικών. Το κόμμα μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο παροχής ευκαιριών προσωπικής ανέλιξης από τον εργασιακό μέχρι τον κοινωνικό τομέα.
Μια κοινωνία όμως με αυτά τα πελατειακής λογικής χαρακτηριστικά δεν μπορεί να συμπορευθεί με τις ανεπτυγμένες κοινωνίες της γνώσης, οι οποίες βασίζονται στην επίδοση και στην απόδοση των πολιτών τους. Δεν θα είναι σε θέση να κινηθεί ανταγωνιστικά, ούτε να διαχειρισθεί τις τεράστιες δυνατότητες, που ανοίγει η αξιοποίηση της λογικής της αξιοκρατίας.
Δεν είναι τυχαίο, ότι πολλοί νέοι άνθρωποι με προσόντα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταναστεύουν και πολύ περισσότερο δεν σκέπτονται να ενεργοποιηθούν πολιτικά στα ελληνικά κόμματα.
Ανεξάρτητα όμως από την περίπτωση της Ελλάδας και την εξαίρεση της ανοδικής πορείας του Labour Party στην Αγγλία είναι εμφανές, ότι η πορεία μετάλλαξης των κομμάτων στην Ευρώπη προχωρεί. Η αδυναμία τους να προσδώσουν ευρύτερες διαστάσεις και ταχύτερη δυναμική στην ανάλυση της σύνθετης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας και να σχεδιάσουν την πορεία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να ηγούνται και να ρυθμίζουν τις γενικότερες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις με σημείο αναφοράς το κοινωνικό συμφέρον και όχι τις επιταγές ολιγάριθμων ελίτ, αναδύεται ανάγλυφη.
Αυτό οδηγεί στην αποδυνάμωση τους σε ό,τι αφορά την συμμετοχή των πολιτών και την κοινωνική τους νομιμοποίηση.
Πάνω από όλα όμως ενδίδουν πλήρως στο σύστημα αξιών της κοινωνίας του θεάματος και αναπαράγουν την καταναλωτική της λογική σε σχέση με την επικοινωνιακή διαχείριση των πολιτικών μηνυμάτων, τα οποία απλά «καταναλώνονται», αλλά δεν γίνονται αντικείμενο διαλόγου. Με αυτό τον τρόπο βέβαια αποδυναμώνουν την δημοκρατία, στην οποία προσδίδουν τυπικό χαρακτήρα και στέλνουν τους πολίτες στις «πολυθρόνες».
Αυτή η μετάλλαξη υποσκάπτει τον ρόλο του πολιτικού συστήματος ως εκφραστή της συλλογικής βούλησης, ενώ είναι επικίνδυνη για την προοπτική των κοινωνιών και την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Τα επιβεβαιώνουν η ραγδαία φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και οι διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης του προσφυγικού των ευρωπαϊκών κρατών.