Τα πολιτικά κόμματα στη χώρα μας έχουν μια ιδιαίτερη προσέγγιση των πραγμάτων. Στην χώρα μας δεν φαίνεται παράδοξο κόμματα του φιλελευθέρου χώρου να είναι οι θερμότεροι θιασώτες του κρατισμού, όπως και κόμματα που αυτοχαρακτηρίζονται ως αριστερά να πρεσβεύουν συντηρητικές απόψεις. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι η πολιτική τους καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από πελατειακού τύπου πρακτικές, ενώ η ρητορική τους από έντονο άρωμα λαϊκισμού. Στην πράξη παρουσιάζουν μια υπερδραστηριότητα πρακτικών πελατειακού χαρακτήρα ενώ την θεωρία μια υπερπροσφορά ιδεολογικών συζητήσεων με όρους του περασμένου αιώνα, μέσα σε ένα κόσμο που αλλάζει με τρομακτική ταχύτητα. Έχουν μάθει να στηρίζουν την αναπαραγωγή τους μέσα από αυτή την προσέγγιση των πραγμάτων. Κατά συνέπεια αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι ο λόγος τους αλλά η πραγματική τους λειτουργία. Το πραγματικό ζητούμενο δεν είναι το τι λένε αλλά το τι κάνουν, όχι τόσο οι διαφορές τους, αλλά τα κοινά τους σημεία.
Τα βασικά χαρακτηριστικά
Ένα άλλο κοινό τους χαρακτηριστικό είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτική των τσιτάτων και των συνθημάτων. Τους αρέσει να περιορίζονται σε συνθηματικούς όρους για την αντιμετώπιση τω προβλημάτων χωρίς περαιτέρω ανάλυση και κυρίως χωρίς καμία σύνδεση των προτάσεων πολιτικής με την πράξη, ενώ ταυτόχρονα είναι παντελώς αδιάφορα στις συνέπειες που μπορούν να έχουν οι αποφάσεις πολιτικής που λαμβάνουν και παντελώς ανίκανα να εξηγήσουν το εάν οι πολιτικές που εφαρμόζουν επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και με ποιο τρόπο.
Αντ’ αυτού προβάλουν με μεγάλη ευκολία τσιτάτα του στυλ ‘’πρέπει να έχουμε ανάπτυξη για να βγούμε από την κρίση’’. Καταπληκτικά. Μήπως όμως πρέπει να μας πουν πως θα γίνει αυτό, τι αποφάσεις πρέπει να λάβουμε για να επιτευχθεί, πόσο χρόνο χρειαζόμαστε, ή μήπως αυτά τα θέματα είναι άνευ ουσίας;
Συνηθίζουν επίσης να επιλύουν τα προβλήματα μέσω δηλώσεων αντί του μακροχρόνιου σχεδιασμού. Προέκυψε μια παράνομη συμπεριφορά ‘’πρέπει να αποδοθούν ευθύνες’’, οι οποίες ποτέ δεν αποδίδονται, έχουμε δομικά προβλήματα ‘’πρέπει να κάνουμε μεταρρυθμίσεις’’ τις οποίες ποτέ δεν τολμούμε, κοκ. Οι δηλώσεις επαναλαμβάνονται οι ίδιες και οι ίδιες λες και έχει σταματήσει ο χρόνος. Έχεις την αίσθηση ότι ο λόγος τους αιωρείται πάνω από την πραγματικότητα.
Πρώτα η ιδεολογία
Λατρεύουν επίσης τις συζητήσεις ιδεολογικού χαρακτήρα αντί για την πραγματική αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας. Ενώ όμως επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία στην ιδεολογία, είναι παντελώς ανίκανα να εξηγήσουν το ιδεολογικό πρόσημο των αποφάσεων που λαμβάνουν, να εξηγήσουν δηλαδή ξεκάθαρα γιατί μια συγκεκριμένη πολιτική είναι δεξιά ή αριστερή. Έχεις την αίσθηση ότι διεκδικούν την ιδεολογική τους ταυτότητα απλά και μόνο επειδή προφέρουν τις λέξεις. Απότοκο αυτής της πρακτικής είναι και ο πληθωρισμός θεωρητικών/ιδεολογικών όρων που κατακλύζουν το δημόσιο λόγο. Φιλελευθερισμός, νεοφιλευθερισμός σοσιαλδημοκρατία, προοδευτικές δυνάμεις, δημοκρατικός σοσιαλισμός, φιλελεύθερο κέντρο, κεντροαριστερά, κεντροδεξιά, σκέτο κέντρο, αριστερά, δεξιά, λίγο παραπάνω δεξιά λίγο περισσότερο αριστερά και πάει λέγοντας.
Όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά όρων τόσο μεγαλύτερη είναι και η αδυναμία να εξηγήσουν με απλό τρόπο τι ακριβώς σημαίνουν όλοι αυτοί οι όροι. Αδυναμία να αντιστοιχήσουν τους όρους με συγκεκριμένες πολιτικές. Αδυναμία να τους συνδέσουν με τις νέες συνθήκες και την σημερινή πραγματικότητα. Έχεις την αίσθηση ότι η συζήτηση διεξάγεται όχι στον παρόντα χρόνο αλλά χαμένη μέσα σε ένα αόριστο ιδεολογικό παρελθόν. Εξ ’ου και δεν ακούμε τους ηγέτες των κομμάτων να μας μιλούν για κάτι άλλο όπως π.χ. για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και εμείς μαζί της μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, πως μπορεί να τις αντιμετωπίσει, με ποιο τρόπο, σε ποιο βάθος χρόνου, ποια είναι η δική μας ευθύνη κ.ο.κ. Ερμητικά κλεισμένα στον εαυτό τους ασχολούνται μόνο με τα μικρά και τα μίζερα.
Ο λόγος και η πράξη
Αυτές οι πρακτικές τους επιτρέπουν να υποστηρίζουν κάτι, αλλά να εφαρμόζουν το αντίθετό του. Προτάσσουμε την αξιοκρατία αλλά προωθούμε τα δικά μας παιδιά, τα παιδιά των άλλων μπορούν να περιμένουν. Υμνούμε την διαφάνεια αλλά δεν μας πειράζει να παίρνουμε αποφάσεις στο σκοτάδι. Είμαστε υπέρ των μεταρρυθμίσεων αλλά μας αρέσει πιο πολύ να τις αποδομούμε. Θέλουμε ένα επιτελικό κράτος αλλά επιμένουμε να το διοικούμε με κομματικά στελέχη. Είμαστε εξαιρετικά ευαίσθητοι με την δημοκρατία αλλά δεν μας πειράζει να λαμβάνουμε μόνοι μας τις αποφάσεις, Στηρίζουμε τον υγιή ανταγωνισμό αλλά δεν μας ενοχλεί να προωθούμε τα επιχειρηματικά συμφέροντα που μας στηρίζουν. Θέλουμε τις επενδύσεις αλλά δεν παράγουμε και τις απαραίτητες συνθήκες για να μπορέσουν να υλοποιηθούν.
Συνεπώς το ερώτημα παραμένει. Τι νόημα έχουν οι παθιασμένες συζητήσεις για το ιδεολογικό πρόσημο των κομμάτων όταν είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι συγκλίνουν στις βασικές πρακτικές; Ποια είναι η ιδιαίτερη αξία της συζήτησης αυτής στο πλαίσιο της κρίσης;
Η σοσιαλδημοκρατία αμήχανη
Ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας παραμένει αμήχανος και επιδίδεται σε μια ανεξήγητη πρακτική. Κόμματα, μικροκκόματα, μικροομάδες, μικροκινήσεις συναγωνίζονται για το ποιος θα εκφράσει τον κόσμο της. Επιδεικνύουν ένα έντονο ενδιαφέρον περί του ιδεολογικού προφίλ, και των διαδικαστικών θεμάτων και για τα υπόλοιπα βλέπουμε μετά, η κρίση μπορεί να περιμένει, άλλωστε τι είναι μια δεκαετία κρίσης αν την δεις με χρονικό ορίζοντα τον αιώνα. Οι συζητήσεις και η οργάνωση συνεδρίων πάνε και έρχονται, όπως και η περισσή σπουδή για τις δημοσκοπήσεις. Η ερμηνεία είναι ήδη έτοιμη με το που δημοσιοποιηθούν. Μία αύξηση της τάξεως του 0,5% σημαίνει ότι πρόκειται για μεγάλη ανάκαμψη, ότι πρόκειται για κοσμοπλημύρα η οποία στηρίζει το κόμμα.
Φαίνεται να τα αφήνει παντελώς αδιάφορα το γεγονός ότι μέσα σε ένα κλίμα απόρριψης των πάντων η κοινωνία είναι αδύνατον να έρθει στα συγκαλά της από μόνη της, χωρίς την συγκρότηση ενός στιβαρού μετώπου λογικής, ενός συλλογικού υποκειμένου ικανού να εμπνεύσει και να παράσχει στους πολίτες ένα χώρο θεσμικής έκφρασης.
Ώρα αποφάσεων
Έχει καταστεί πλέον προφανές ότι εάν συνεχίσουμε έτσι ως χώρα η διολίσθηση προς μια παρατεταμένη οικονομική και κυρίως αξιακή παρακμή θα γίνει μη αναστρέψιμη. Τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, πρέπει να κατανοήσουν ότι η ιστορία δεν θα συγχωρήσει την αδράνεια τους. Οφείλουν να αναλάβουν την ευθύνη τους μέσω της οικοδόμησης ενός νέου συλλογικού υποκειμένου φρέσκου με νέες ιδέες, νέες προτάσεις, νέα πρόσωπα, νέο λόγο. Ενός φορέα που λειτουργεί με θεσμικό τρόπο, σύγχρονου, ανοικτού, ενός φορέα που παράγει πολιτικές και πολιτικούς, ενός φορέα ικανού και αποφασισμένου να αντιπαρατεθεί ξεκάθαρα με τις πρακτικές της μεταπολίτευσης. Αυτή είναι η ιστορική τους ευθύνη.
Το πρώτιστο καθήκον δεν είναι ούτε η εκλογική επιβίωση, ούτε η κατάκτηση της εξουσίας. Το πρώτιστο καθήκον είναι η επαναφορά του ορθού λόγου στην κατανόηση της πραγματικότητας και η παραγωγή ενός νέου αφηγήματος ικανού να απεγκλωβίσει τη χώρα από τις παθογένειες της.
Το νέο αφήγημα
Και πιο μπορεί να είναι αυτό το νέο αφήγημα; Αυτό που ήταν πάντα το ζητούμενο για τη χώρα. Η ανατροπή του αξιακού υπόβαθρου της μεταπολίτευσης. Η οικοδόμηση ενός κανονικού κράτους. Ενός κράτους που λειτουργεί ως εγγυητής του συλλογικού καλού και όχι των επιμέρους συντεχνιακών συμφερόντων.
Με απλά λόγια το νέο αφήγημα σημαίνει, ενίσχυση θεσμών που εγγυώνται την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, που ευνοούν την αξιοκρατία, την διαφάνεια, τον υγιή ανταγωνισμό, που επιβραβεύουν αυτούς που προσπαθούν και εργάζονται αποδοτικά στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, αυτούς που καινοτομούν, που παράγουν ευημερία, που εγγυώνται την προστασία των αδυνάμων μέσω παροχής υπηρεσιών και ίσων ευκαιριών. Αυτό είναι το πρόταγμα και αυτό πρέπει να αποτελέσει τον αξιακό πυρήνα του νέου φορέα της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, εάν αποτελέσει τον πυρήνα και άλλων πολιτικών χώρων ακόμη καλύτερα.