Με ένα ενδιαφέρον άρθρο της, η δημοσιογράφος της εφημερίδας ‘Τα Νέα’, Μυρτώ Λιαλιούτη, αναφέρεται στα πρώτα προεκλογικά συνθήματα που χρησιμοποιούν ήδη τα τρία μεγαλύτερα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Δηλαδή η Νέα Δημοκρατία, ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής.
Αντλώντας εδώ από την θεωρία του Άντονι Ντάουνς περί της «δημοκρατίας ως αγοράς όπου όλοι επιδιώκουν το μέγιστο δυνατό όφελος»,[1] όπως σπεύδει να υπερθεματίσει ο Manfred Schmidt, θα επισημάνουμε πως τα ως άνω πολιτικά κόμματα (αναμένεται και η συνθηματολογία των υπόλοιπων πολιτικών κομμάτων), διαθέτουν στην εκλογική «αγορά», ενώπιον των πολιτών που καλούνται να λειτουργήσουν ως ‘καταναλωτές’ προϊόντος, ήτοι του προεκλογικού-πολιτικού συνθήματος, αξιολογώντας την ποιότητα του, τους συνειρμούς που παραγάγει, το πόσο πειστικό είναι, προεκλογικά συνθήματα.
Τα οποία όμως, δεν είναι μία χρήσης. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως τα προεκλογικά συνθήματα, ακριβώς διότι είναι τα πλέον κεντρικά, θα χρησιμοποιηθούν ξανά, σε μία μεταγενέστερη φάση της προεκλογικής εκστρατείας, εκεί όπου είναι πιθανό το ενδεχόμενο οι αναφορές σε αυτά να πυκνώσουν όσο πλησιάζουμε προς το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας.
Ο πολίτης-΄καταναλωτής’[2] μπορεί να επιλέξει, όχι μόνο εκείνο το σύνθημα που θα επιφέρει την ψυχο-συναισθηματική χαρά και τον άκρατο ενθουσιασμό (παρήλθαν αυτές οι εποχές/Η λειτουργία και ο αντίκτυπος ενός συνθήματος διαφέρουν από εποχή σε εποχή), αλλά, κατά βάση εκείνο το σύνθημα που θεωρεί πως ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδομένα της εποχής και συλλαμβάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα διακυβεύματα της συγκυρίας. Τότε το σύνθημα μπορεί να καταστεί αποτελεσματικό, εκφραστικό, επαναληπτικό (δηλαδή να του αρέσει τόσο ώστε να το επαναλάβει δύο και τρείς και περισσότερες φορές και όχι στον ύπνο του) και επίσης, να συμβάλλει στη διαμόρφωση μίας συγκεκριμένης εκλογικής συμπεριφοράς.
Στην εκλογική «βιτρίνα» δεν επιτρέπονται όλα τα συνθήματα τα οποία εισέρχονται σε φάση ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Όμως, δεν παύει να ‘χωρά πολλά’ και για την ακρίβεια ‘παρά πολλά’ συνθήματα, ο αριθμός των οποίων υπερβαίνει κατά πολύ τον αντίστοιχο αριθμό των κομμάτων που κατέρχονται σε μία εκλογική αναμέτρηση. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αρχικό σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας.
Το σύνθημα είναι το «Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά». Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως συγκροτείται ένα ενιαίο γλωσσικό-τρίπτυχο, εντός του οποίου εμπεριέχονται ισόποσα το παρόν και το μέλλον,[3] ο βαθύς συμβολισμός (τα συνθήματα λειτουργούν ως «σύστημα συμβόλων»,[4] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Γιώργου Μαυρογένη), της πολιτικής-κυβερνητικής τόλμης, που δεν μπορεί παρά να είναι μεταρρυθμιστική τόλμη.
‘Όπως τολμήσαμε να πραγματοποιήσουμε την ψηφιακή μεταρρύθμιση του κράτους, έτσι και στη δεύτερη τετραετία μας θα πραγματοποιήσουμε τέτοιες τομές, οι οποίες θα συντελέσουν στο να πάψουν να υφίστανται διοικητικές-κρατικές παθογένειες, αβλεψίες και ‘άβατα’ εντός του κράτους’.
Το μονολεκτικό ‘τολμηρά’ που είναι περισσότερο πολιτικό (‘μόνο μέσω της τόλμης μπορεί να επιτευχθεί η πολυπόθητη πρόοδος’ την οποία εγγυάται μόνο η Νέα Δημοκρατία και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ), και λιγότερο χρονικό, αποκτά ένα τριπλό πρόσημο.
Πρώτον, εξυπηρετεί καλύτερα το αφήγημα του ‘ποτέ ξανά’ που υιοθέτησαν προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και στελέχη του κόμματος μετά το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη: ‘Μόνο με την απαραίτητη τόλμη θα λάβει ‘σάρκα και οστά’ το ‘Ποτέ Ξανά’ ως έμπρακτη επιβεβαίωση και όχι ως απλή κομματική εξαγγελία.’
Δεύτερον, εξυπηρετεί το αφήγημα της σύγκρισης των πεπραγμένων της Νέας Δημοκρατίας και των αντίστοιχων του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο που αυτός κυβέρνησε (‘δείτε, τι τολμήσαμε εμείς και τι αυτοί’), και, τρίτον, αναδεικνύει στην επιφάνεια το στόχο της αυτοδυναμίας, επιδιώκοντας να κινητοποιήσει εκείνη την κατηγορία των ψηφοφόρων που μετά τα Τέμπη[5] αμφιταλαντεύονται και παραμένουν αναποφάσιστοι, κινούμενοι ωσάν εκκρεμές, μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής. Το βασικό σύνθημα του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ είναι το «Δικαιοσύνη Παντού», το οποίο εν προκειμένω καθίσταται γλωσσικά-πολιτικά ισοδύναμο της ‘κάθαρσης’[6] (η Σάνα Μαρίν στη Φινλανδία, δεν επένδυσε πόρους σε ένα τέτοιο σύνθημα).
Περισσότερο από άλλα αντιπολιτευόμενα πολιτικά κόμματα και κυρίως περισσότερο από το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνει στη συνθηματολογία του τις μείζονες υποθέσεις του χρονικού διαστήματος πριν από τα Τέμπη (υπόθεση υποκλοπών), διεκδικώντας την απαραίτητη εμπιστοσύνη προκειμένου και να λάβει χώρα η ‘κάθαρση’ της ‘Μητσοτακικής και Νεοδημοκρατικής λαίλαπας’ που ευθύνεται για τις υποκλοπές, για ‘την υποχώρηση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας’, αλλά, και να εμβαθύνει. Στον βαθύτερο πυρήνα του συνθήματος που έχει ευρύτερη απεύθυνση και σκοπεύει να κινητοποιήσει όλους όσοι αντιστρατεύονται τη Νέα Δημοκρατία πολιτικοϊδεολογικά και επιθυμούν την εκλογική ήττα της ιδίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη, εμπεριέχεται η έννοια της ρήξης (εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βασικό ανταγωνιστή το ‘ΜΕΡΑ 25’ του Γιάνη Βαρουφάκη).
Όπως επίσης, και η καταστατική αμφισημία του Συριζαϊκού εθνικο-λαϊκισμού, με το κόμμα και τον αρχηγό του να «διχάζονται ανάμεσα στην αγάπη για το λαό», τον οποίο θέλουν να οδηγήσουν στην ‘κάθαρση’ οι ίδιοι, και στην «αγάπη για τα κυβερνητικά αξιώματα»,[7] σύμφωνα με τη διατύπωση του Ουέφφορτ: ‘Θέλουμε μία δεύτερη ευκαιρία γιατί απλά την αξίζουμε, γιατί δεν μας δώσατε την ευκαιρία να ολοκληρώσουμε ότι ξεκινήσαμε το 2015.’
[1] Το βιβλίο στο οποίο ο Downs αναπτύσσει τις απόψεις του, είναι το ‘An Economic theory of Democracy’ (‘Μία οικονομική θεωρία της δημοκρατίας’). Σύμφωνα με τον Manfred Schmidt, ο «Ντάουνς μεταφέρει, στη θεωρία του για τη δημοκρατία, τις αντιλήψεις των οικονομικών επιστημών. Κατά κύριο λόγο μεταφέρει στον κομματικό ανταγωνισμό και τις σχέσεις μεταξύ κυβερνήσεων, κομμάτων και εκλογέων την ιδέα του καταναλωτή και του παραγωγού οι οποίοι δρουν ορθολογικά (δηλαδή προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το προσωπικό τους κέρδος»). Η θεωρία του Anthony Downs φέρει δύο συγκεκριμένα πλεονεκτήματα: Πρώτον, και δεν παραβλέπει την ουσιώδη παράμετρο του κομματικού-πολιτικού ανταγωνισμού που μπορεί να αυξάνεται εν καιρώ προεκλογικής περιόδου (δεν πρέπει να συγχέουμε απλοϊκά και μονοδιάστατα την έννοια του ανταγωνισμού με αυτή της πόλωσης), και, δεύτερον, επενδύει πόρους σε μία συστηματική προσπάθεια εκλογίκευσης της ίδιας της πολιτικής-εκλογικής συμπεριφοράς, αναζητώντας τα βαθύτερα κίνητρα που μπορούν να οδηγήσουν έναν εκλογέα να ψηφίσει ένα πολιτικό κόμμα και να απορρίψει κάποιο άλλο. Ένας εκλογέας τον οποίο δεν θα βιαστούμε να ονομάσουμε ‘αναποφάσιστο’, μπορεί να αμφιταλαντεύεται μεταξύ τριών διαφορετικών κομμάτων, επιλέγοντας τελικά αυτό που είναι πιο κοντά στα δικά του ‘θέλω’ και στις δικές του προκείμενες. Οπότε μία τέτοια επιλογή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ‘συνειδητή επιλογή.’ Ένα ενδιαφέρον όμως θεωρητικά, ερώτημα είναι άλλο: Υπεισέρχεται η τυχαιότητα στη διαδικασία κομματικής επιλογής; Και αν ναι, τότε με ποιον τρόπο μπορεί να συμβαίνει αυτό; Με τον τρόπο της επιλογής σε ένα δελτίο στοιχήματος; Σχετική με την θεωρία του Downs που συμπεριλαμβάνει και τους ψηφοφόρους, πρέπει να προσέξουμε το ακόλουθο σημείο: Το ότι δηλαδή, ο Downs ‘δανείζεται’ ‘εργαλεία’ των οικονομικών επιστημών για να εμπλουτίσει την θεωρία κομματικής επιλογής και του κομματικού-πολιτικού ανταγωνισμού σε μία δημοκρατία, δίχως να προσιδιάζει σε εκείνη την εκδοχή οικονομισμού που αξιολογεί την εξέλιξη των πραγμάτων με βάση το ‘ποιος’ και ‘πότε’ προσέφερε τα περισσότερα χρήματα. Βλέπε σχετικά, Downs, Antony., ‘An Economic theory of Democracy,’ Νew York, 1957a. Αρκούντως επεξηγηματικό πόνημα καθίσταται το πόνημα του Manfred Schmidt. Βλέπε και, Schmidt, Manfred., ‘Θεωρίες της Δημοκρατίας,’ Επίμετρο: Πάσχος Γιώργος, Επιστημονική Επιμέλεια: Δώδος Δημοσθένης, Μετάφραση: Δεκαβάλλα Ελευθερία, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2004, ιδίως σελ. 234-243.
[2] Σε αυτό το σχεσιακό πλαίσιο, ή αλλιώς, σε αυτό το πλαίσιο κάθετης λεκτικής-γλωσσικής αλληλεπίδρασης, το κόμμα παραγάγει συνθήματα και ο εκλογέας σπεύδει να τα ‘καταναλώσει’ πολιτικά-συμβολικά και όχι με βουλιμία. Οι πλέον κατάλληλες ‘βιτρίνες’ που συγκροτούνται εντός της εκλογικής-συνθηματολογικής ‘αγοράς’ είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter), οι πολιτικές εφημερίδες, οι τηλεοπτικές-πολιτικές διαφημίσεις, οι αφίσες που τοποθετούνται επί διαφόρων σημείων των μεγάλων αστικών κέντρων, αν και η σημασία των τελευταίων βαίνει μειούμενη τα τελευταία χρόνια, όντας πλέον κατά βάση ΄ένα ‘κατάλοιπο’ του τρόπου με τον οποίο διεξάγονταν οι προεκλογικές εκστρατείας την περίοδο της ενδιάμεσης και της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Το λεκτικό-οπτικό ερέθισμα που μπορεί να λάβει ένας οδηγός αυτοκινήτου μπορεί να είναι αρκούντως ισχυρό (‘ένας χαμογελαστός και αψεγάδιαστος’ αρχηγός κόμματος που του χαμογελά επί προσωπικού και συνοδεύει το χαμόγελο του με μία και μόνο μονολεκτική έκφραση: ‘Μαζί’). Όμως, η επίδραση του σχετικά εύκολα και γρήγορα μπορεί να αρθεί ή να ‘εξατμιστεί’, κύρια διότι αφενός μεν το βάρος της προσοχής συναισθηματικά πρέπει να είναι διαρκώς στο τιμόνι και στην οδήγηση και όχι στην πινακίδα-αφίσα και στο χαμόγελο του πολιτικού, και, αφετέρου δε, διότι μπορεί να προκύψουν εξελίξεις (μία αρνητική ή και θετική οικογενειακή-επαγγελματική εξέλιξη των οποίων ο οδηγός καθίσταται κοινωνός δια του τηλεφώνου, ένα απρόοπτο στο δρόμο, η βιασύνη να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του), που να έχουν ως αποτέλεσμα το να ξεχαστεί γρήγορα το χαμόγελο, εντασσόμενο στην κατηγορία του ‘ενός ακόμη.’
[3] Η Μυρτώ Λιαλιούτη, γράφει πως το «Σταθερά» σημαίνει πως η Νέα Δημοκρατία «θέλει να εμφανιστεί στον δρόμο προς την κάλπη ως εγγυητής της σταθερότητας». Η ερμηνεία αυτή είναι ορθή, όμως δεν αρκεί, προκειμένου να αντιληφθούμε πλήρως το τι σημαίνει το ‘Σταθερά’. Υπό αυτό το πρίσμα, εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα τονίσουμε πως το «Σταθερά» χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει με την ευκρίνεια καλής φωτογραφίας ενός smartphone, πως η Νέα Δημοκρατία ήσαν εκείνο το κόμμα που ‘δεν έθεσε ούτε στιγμή εν κινδύνω’ την σταθερότητα της χώρας κατά τη διάρκειας της κυβερνητικής της θητείας (2019-2023), παρά τις πολλαπλές κρίσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί. Παράλληλα, το σύνθημα εκλαμβάνει τέτοια ευρύτητα, που λειτουργεί και δια του υπαινιγμού που δεν χρειάζεται να τεθεί στο προσκήνιο και να μορφοποιηθεί ώστε να μετατραπεί σε δεύτερο σύνθημα. Και ποιος είναι ο υπαινιγμός; Είναι ο υπαινιγμός που έχει σχέση με την παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη σε θέση ‘ικανού καπετάνιου’, ‘σταθερού τιμονιέρη’ που εγγυήθηκε την ομαλή και σταθερή πορεία της χώρας, σε ένα λεπτό σημείο όπου με αυτόν τον τρόπο αποστέλλονται τα κατάλληλα μηνύματα προς εκείνες τις κατηγορίες των κεντρώων ψηφοφόρων που αποδίδουν έμφαση στο ποιος μπορεί να εγγυηθεί καλύτερα την πορεία της χώρας μέσα σε ένα ρευστό περιβάλλον. Βλέπε και, Λιαλιούτη, Μυρτώ, ‘ «Κρας τεστ» στα πρώτα συνθήματα,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 31/03/2023, σελ. 14.
[4] Βλέπε σχετικά, Μαυρογένης, Γιώργος., ‘Τα προεκλογική συνθήματα στην περίοδο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 30, 2007, Προβολή του Τα προεκλογικά συνθήματα στην περίοδο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας (1974-2004) (ekt.gr) Ένα σύνθημα που είναι ένα γλωσσικό σημείο-μηδέν πάνω στο οποίο μπορεί να χτιστούν ολόκληρες αφηγήσεις, όπως είναι το Πασοκικό «Κάνε το θυμό σου απόφαση αλλαγής», αντανακλά και το γεγονός πως τα όρια του κομματικού-πολιτικού ανταγωνισμού μετατοπίζονται και αφορούν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και τα κόμματα της Αριστεράς, με το πρώτο να πιέζεται από τα δεύτερα στην προσπάθεια του να προσελκύσει συγκεκριμένες κατηγορίες ψηφοφόρων (άτομα νεότερων ηλικιών), επιλέγοντας όχι το πιο ευφάνταστο και δημιουργικό σύνθημα, αλλά το πιο διακριτικά συγκινησιακό: ‘Αναγνωρίζω την κατάσταση σου και το πως αισθάνεσαι, και για τα Τέμπη, δεν σου υπόσχομαι πράγματα που δεν μπορώ να κάνω, σου υπενθυμίζω το που μας οδήγησε η εύκολη Συριζαϊκή δημαγωγία, ότι το ΚΚΕ απλά υπεκφεύγει για όλα τα σημαντικά, λέγοντας σου έλα μαζί μας’. Για μία ‘αλλαγή’ (το μείζον Πασοκικό σημαίνον), νοοτροπιών και αντιλήψεων.
[5] Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό για τη Νέα Δημοκρατία, καθότι επρόκειτο και για ψηφοφόρους Κεντρώας-Κεντροαριστερής πολιτικής καταγωγής που το 2019 εξέφρασαν την υποστήριξη τους προς την Νέα Δημοκρατία με βασικό κίνητρο την απομάκρυνση του λαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία.
[6] Η ‘κάθαρση’ θα επέλθει και θα ολοκληρωθεί μόνο εάν υπερψηφιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτές τις βουλευτικές εκλογές η πίτα που θα μοιραστούν τα κόμματα διαμαρτυρίας θα είναι πολύ μικρότερη συγκριτικά με αυτή που μοιράστηκαν στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 2012.
[7] Βλέπε σχετικά, Weffort, F.C., ‘O populismo na politica brasileira,’ Paz e Terra, Rio, 1978. Το σύνθημα περί ‘Δικαιοσύνης Παντού’, αντιστρατεύεται αυτό που εντός ΣΥΡΙΖΑ προσδιορίζεται απλοϊκά και εσφαλμένα, ως ‘Μητσοτακικό καθεστώς’, καλλιεργώντας το έδαφος για την συγκρότηση του ηθικολογικού σχήματος μεταξύ ‘σκληρής και άκαρδης Δεξιάς’ και ‘συμπονετικής και καλόκαρδης Αριστεράς’ τα μέλη της οποίας ‘πιστεύουν σε ιδέες και οράματα’ εν αντιθέσει με αυτά της Νέας Δημοκρατίας που τα διακρίνει η ‘ιδιοτέλεια.’ Άρα λοιπόν, στο Συριζαϊκό φαντασιακό και στις Συριζαϊκές αφηγήσεις, η μανιχαϊκή διάκριση συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω, φέροντας απέναντι στο ιδεώδες της ‘Δικαιοσύνης’ τον ‘Πάτση και τον κάθε Πάτση και Χειμάρα. «Η αλλαγή γίνεται ανάγκη, η αλήθεια γίνεται ανάγκη, η αλήθεια γίνεται ανάγκη, η δικαιοσύνη παντού γίνεται ανάγκη», δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας. Και τι απο-μένει; Το πως ‘η ανάγκη γίνεται ιστορία’, κατά τους γνωστούς στίχους του Άλκη Αλκαίου σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ερμηνεία Δημήτρη Μητροπάνου. Ήτοι, το πως η ‘ανάγκη’ γράφει ‘ιστορία’ οδηγώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Mε τη «μεταφορική» χρήση της έννοιας της ‘ανάγκης’, κατά τον Wei, ο ΣΥΡΙΖΑ αποβλέπει στην ενίσχυση των δεσμών του με Αριστερούς ψηφοφόρους, διαρρηγνύοντας συμβολικά το περιεχόμενο του τραγουδιού σε επιμέρους κομμάτια προτού το επανενώσει πολιτικά-αξιακά, διανθίζοντας το με ισόποσες δόσεις ποιητικής (‘είμαστε τέκνο της ανάγκης’, σύμφωνα με τον Κώστα Βάρναλη), φθάνοντας έως του σημείου της ‘ενσάρκωσης’ της ‘ανάγκης’: ‘Σε εσάς που μας βλέπετε; Είμαστε αυτό που θέλετε, το κόμμα που θα ικανοποιήσει την κάθε σας ανάγκη.’ Ακόμη και φετιχιστικά. Βλέπε και, Wei, J.M., ‘An analysis of the metaphorical usage of campaigns slogans in the 1996 presidential campaign in Taiwan,’ Journal of Asian Pacific Communication, Τόμος 10, Τεύχος 1, 2000, σελ. 93-114. Λιαλιούτη, Μυρτώ, ‘Κρας τεστ» στα πρώτα συνθήματα…ό.π., σελ. 14.