H υπόθεση της περιβόητης λίστας Λαγκάρντ, συμπυκνώνει την πολλαπλή παθογένεια του εγχώριου πολιτικού προσωπικού. Ενώ στις άλλες χώρες της Ευρώπης, οι αντίστοιχες λίστες χρησιμοποιήθηκαν απλά και άμεσα και απέδωσαν και έσοδα στα ταμεία τους, εδώ αναδείχθηκε σε μείζον πολιτικό θέμα και εσχάτως και σε ποινικό. Αντί , μετά την παράδοση της λίστας, οι ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών να πράξουν τα δέοντα, επικράτησαν οι δισταγμοί, η αμηχανία, οι νομικίστικες απόψεις, η μετάθεση των ευθυνών και τελικά, η πολύμηνη απραξία. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πρόσφατες αποκαλύψεις, ο τότε υπουργός των Οικονομικών κατηγορείται ότι αφαίρεσε από τη λίστα τα ονόματα των στενών του συγγενών. Ήταν μάλιστα αυτός ο υπουργός, που κήρυττε σε όλους τους τόνους την ανάγκη της πάταξης της φοροδιαφυγής. Έτσι, η διαχειριστική ανικανότητα αφ’ ενός και η πρόταξη του οικογενειακού «οφέλους» του αρμόδιου υπουργού αφ’ ετέρου, έβλαψαν ακόμη μία φορά το δημόσιο συμφέρον. Το πολιτικό προσωπικό δε, έδειξε την πολιτική, διαχειριστική και ηθική του ανεπάρκεια και την πλήρη αναντιστοιχία του με τις ανάγκες και τα προβλήματα της κοινωνίας.
Το συμβάν αυτό βέβαια, επέτεινε την περαιτέρω απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και κατ’ επέκταση του κράτους και των μηχανισμών του. Το πολιτικό σύστημα, με τις πρακτικές και τις συμπεριφορές που εκδηλώνονται στο εσωτερικό του, αδυνατεί να πείσει ότι, τουλάχιστον, προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να προχωρήσει η χώρα στην έξοδο από την κρίση. Η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, προφανώς ενισχύει τους ποικιλώνυμους οργανωμένους λαϊκισμούς που επενδύουν στην όξυνση της κρίσης για να επωφεληθούν πολιτικά.
Μπροστά στη διαφαινόμενη αυτή δύσκολη και απρόβλεπτη συγκυρία, το 2013, μετά από τρία χρόνια πολύπλευρης κρίσης, η ελληνική κοινωνία πρέπει να αναστοχαστεί την έως τώρα διαδρομή της, να επανεξετάσει τις ατομικές και τις συλλογικές νοοτροπίες της και φυσικά, να αναζητήσει και να αναδείξει εκείνες τις δυνάμεις που θα αρχίσουν την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την επαναφορά της χώρας στην ευρωπαϊκή δημοκρατική κανονικότητα.
Τίθεται βέβαια το αμείλικτο ερώτημα, ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις και εάν υπάρχουν κιόλας. Μια ψύχραιμη όμως ματιά στις απόψεις που διατυπώθηκαν και στις πολιτικές πρακτικές που εκδηλώθηκαν τα κολασμένα τρία χρόνια της κρίσης, (αλλά και νωρίτερα, όταν το κακό πλησίαζε αλλά δεν τολμούσε κανείς να το φωνάξει, πλην ολίγων), θα έδειχνε κόμματα και κινήσεις, πολιτικούς και αναλυτές, δημοσιογράφους και διανοούμενους, που έλεγαν στην φοβισμένη και παραλογισμένη κοινωνία την σκληρή αλήθεια, που δεν δημαγώγησαν, που δεν έταζαν ανέξοδα την επιστροφή στον χαμένο παράδεισο των παροχών, που δεν υπόσχονταν μηδενισμούς του χρέους σε λίγους μήνες, που δεν φαντασιοκοπούσαν με ρωσικά η κινέζικα δάνεια, που δεν υπέκυψαν στον εθνικισμό και στην καταγγελία των ξένων, που επέκριναν την εύκολη και χωρίς σχέδιο πολιτική των οριζόντιων περικοπών, που αναδείκνυαν την μεταρρυθμιστική ατολμία, που κατέκριναν την διατήρηση των εξωφρενικών προνομίων σε περιοχές του Δημοσίου. Σ’ αυτόν τον ευρύ πολιτικό και πνευματικό χώρο και κυρίως στο μεγάλο εκείνο τμήμα των ελλήνων πολιτών που υπομένουν με πόνο, αλλά χωρίς κραυγές τις συνέπειες της κρίσης, βρίσκονται οι δυνάμεις που μπορούν να συνεισφέρουν στη λύση της ελληνικής τραγωδίας. Διάσπαρτες και ασχημάτιστες οργανωτικά, ενίοτε συγκρουόμενες μεταξύ τους, υπαρκτές όμως και με το πλεονέκτημα της νηφάλιας προσέγγισης της πραγματικότητας, μπορούν, εάν υπερπηδηθούν προσωπικές και μικροκομματικές φιλοδοξίες, να προσφέρουν μια διέξοδο στην κοινωνία που ασφυκτιά.