Στις πρόσφατες εκλογές (20 Σεπτεμβρίου 2015) το ποσοστό της αποχής έφτασε το 43,43%, αν και το σύνολο των κομμάτων στήριξαν, μεταξύ άλλων, την προεκλογική τους τακτική στην κρισιμότητα αυτής της εκλογικής διαδικασίας. Οι πολίτες όμως δεν ανταποκρίθηκαν στα διάφορα διλήμματα των κομμάτων και προτίμησαν να κυβερνά ένας μειοψηφικός συνασπισμός δύο κομμάτων, εάν λάβουμε υπόψη όσους πολίτες ψήφισαν, σε σχέση με το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού και τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για την αντιπολίτευση.
Παρά ταύτα το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να προβληματίζεται για αυτό το «δημοκρατικό έλλειμμα». Αν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου και οι στοχεύσεις του σε σχέση με την διαμόρφωση πολιτικών στάσεων στην κοινωνία, τότε είναι ερμηνεύσιμη η ακολουθούμενη πολιτική πρακτική των κομμάτων. Βασική αρχή σύμφωνα με ένα φιλικό πολιτικό πρόσωπο, το οποίο μάλιστα δεν είναι ενεργό τώρα και για περισσότερο από δύο 10ετίες υπηρέτησε το κοινοβούλιο της πατρίδας του, είναι μια απλή μεν αλλά οδυνηρή για τους πολίτες φράση. „Στην πολιτική το θέμα δεν είναι τι λες, αλλά πως το λες».
Ουσιαστικά εκείνο, που αφήνει το εκλογικό αποτύπωμα της κάλπης, είναι το περιτύλιγμα του πολιτικού λόγου και όχι το περιεχόμενο του, το οποίο μετά τις εκλογές διαμορφώνει την πραγματικότητα. Βεβαίως, ακόμη και στην περίπτωση που η πραγματικότητα είναι οδυνηρή για την πλειοψηφία των πολιτών, υπάρχει πάντα και η φαντασίωση σε σχέση με το μέλλον.
Προϋπόθεση όμως για να λειτουργεί ο μηχανισμός της φαντασίωσης είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα κόμματα και στις δυνατότητες τους να οδηγήσουν με ασφάλεια τον τόπο στο μέλλον. Αυτό πλέον δεν πιστοποιε?ται από την στάση ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, το οποίο αποστασιοποιείται από την πολιτική πρακτική των κομμάτων. Δεν είναι μόνο η έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνατότητες των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού να σχεδιάσουν και να ηγηθούν πολιτικά στην προσπάθεια της χώρας να πορευθεί προς το μέλλον με ευημερία και ασφάλεια, η οποία οδηγεί στην πολιτική αποστασιοποίηση. Είναι και η συνειδητοποίηση, ότι το πολιτικό σύστημα είναι μέρος του προβλήματος και σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για την κυριαρχία της διαφθοράς στις κοινωνικές και οικονομικές συναλλαγές, στην οποία και συμμετέχει.
Το αδιέξοδο μεγαλώνει ακόμη περισσότερο από την στάση του πολιτικού συστήματος, το οποίο συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο αρνητικό τρόπο, χωρίς να αντιμετωπίζει τις δικές του παθογένειες. Είναι δε πολύ πιθανό να μην τις συνειδητοποιεί και να υποτιμά τους κινδύνους για κοινωνικές αναταράξεις με πολύ αρνητικές επιπτώσεις.
Ειδάλλως πως να ερμηνεύσει ο απλός πολίτης το γεγονός, ότι τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό ανταλλάσουν ρόλους στο ίδιο έργο, την λεγόμενη μνημονιακή πολιτική, ανάλογα με την θέση, κυβερνητική ή αντιπολιτευτική, που τους επιφυλάσσει το αποτέλεσμα των εκλογών. Η τριήμερη συνεδρίαση της Βουλής για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης παρείχε ομολογουμένως απτές αποδείξεις για την δυνατότητα διεκπεραίωσης ιλαροτραγικών ρόλων, στο πλαίσιο των οποίων κόμματα και πολιτικά πρόσωπα αναιρούσαν απόψεις και τοποθετήσεις,που είχαν εκφράσει, όταν είχαν να διεκπεραιώσουν διαφορετικό έργο από εκείνο, που είχαν, πριν αλλάξουν ρόλους. Ο δε πολιτικός λόγος ήταν εντυπωσιακός σε χαρακτηρισμούς και «λεκτικές τσαχπινιές», όπως «είστε όλοι ψεύτες» ή «σε ενδεχόμενα καλλιστεία ψευτιάς, θα κυκλοφορούσατε όλοι με κορδέλες» ή «δεν μπορεί να ανοίγει κανείς τα παράθυρα του σπιτιού του και να δέχεται τη μπόχα από τα ούρα και τα κόπρανα“ ή …
Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα υπακούει στην στατική εσωτερική λογική αναπαραγωγής του ως κλειστού συστήματος και όχι στην αναπαραγωγή και μετεξέλιξη του με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας και της συνεχώς εξελισσόμενης πραγματικότητας. Γι’ αυτό και ο πολιτικός λόγος είναι είτε ιδεοληπτικός είτε απευθύνεται στο συναίσθημα ή καλλιεργεί ψευδαισθήσεις σε σχέση με το μέλλον. Όλες αυτές οι εκδοχές, βεβαίως, σε καλό περιτύλιγμα, ώστε να δημιουργούνται θετικές εντυπώσεις στο «καταναλωτικό πολιτικό κοινό».
Ο διάλογος, που αναπτύσσεται, περιορίζεται στο σχολιασμό της επικαιρότητας και δεν ασχολείται με την κατάθεση ολοκληρωμένων, συγκεκριμένων και κοστολογημένων μακροπρόθεσμων προτάσεων για το μέλλον και την θέση της χώρας σε μια πραγματικότητα, η οποία διαρκώς μεταβάλλεται. Τα αίτια για την μεγάλη ρευστότητα είναι πολλά και σχετίζονται με τις εξελίξεις σε πολλούς τομείς, από τον γεωπολιτικό μέχρι τον τεχνολογικό και αυτόν της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες συντελούνται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και έχουν πολυδιάστατες επιπτώσεις σε όλες τις χώρες σε πολλούς τομείς.
Ο χρόνος πλέον είναι πολύ πυκνός σε δεδομένα και προϋποθέσεις, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον πολιτικό σχεδιασμό και μάλιστα στη δυναμική προβολή τους σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει, ότι αυξάνει ο βαθμός διακινδύνευσης, διότι η επαλήθευση του σχεδιασμού γίνεται μετά την πραγματοποίηση του και την διαμόρφωση δεδομένων, τα οποία θα πρέπει να έχουν προβλεφθεί. Το περιβάλλον όμως είναι πολύ ρευστό από το ένα μέρος και από το άλλο τα ελληνικά κόμματα δεν έχουν αξιόπιστους μηχανισμούς σχεδίασης πολιτικής.
Με αυτά τα δεδομένα, δηλαδή την αδυναμία αξιόπιστου σχεδιασμού της πορείας της χώρας προς το μέλλον σε συνθήκες διακινδύνευσης, είναι ερμηνεύσιμη η στήριξη του πολιτικού συστήματος στη στατική εσωτερική λογική αναπαραγωγής του ως κλειστού συστήματος χωρίς κοινωνική αναφορά. Όμως οδηγεί σε προβλήματα τόσο το ίδιο όσο και την κοινωνία, τα οποία δεν θα είναι εύκολο να ελεγχθούν και να αντιμετωπισθούν, όσο καθυστερεί η απαραίτητη πολιτική επανεκκίνηση με σημείο αναφοράς τις ανάγκες της σύγχρονης διαρκώς μεταβαλλόμενης δυναμικής κοινωνίας.
Η πολιτική επανεκκίνηση αποτελεί βασική προϋπόθεση για να καταστεί εφικτή η οικοδόμηση ισορροπημένων σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων και των κοινωνικών ομάδων, τα οποία δεν λειτουργούν με κανόνες και πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και έχουμε τόσο ισχυρές και δύσκολα αντιμετωπίσιμες παθογένειες, όπως είναι η φοροδιαφυγή, το «φακελάκι», το πελατειακό σύστημα, η συντεχνιακή λογική. Δεν είναι τυχαία η αρχική άρνηση των γιατρών να πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους με «πλαστικό χρήμα» ή η στάση εμπόρων στην Β. Ελλάδα, οι οποίοι κινήθηκαν εναντίον των εφοριακών, επειδή έπιασαν μια συνάδελφο τους με ταμειακή μηχανή, η οποία δεν ήταν δηλωμένη, ώστε να φοροδιαφεύγει.
Η διαφθορά έχει μετατραπεί σε δομικό στοιχείο των όποιων συναλλαγών, με αποτέλεσμα να έχει εξαφανισθεί κάθε ίχνος κοινωνικής συνείδησης και δικαιοσύνης. Το πολιτικό σύστημα παρατηρεί και κάθε τόσο εξαγγέλλει με την κυβερνητική του έκφραση μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος και με την αντιπολιτευτική του διαπιστώνει την ανεπάρκεια τους. Η δε κοινωνία αναπαράγει τις παθογένειες της, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της γίνεται εύκολο θύμα των όποιων φαντασιώσεων καλλιεργούνται από το πολιτικό σύστημα για βελτίωση της κατάστασης στο μέλλον.
Η σχέση πολιτικού συστήματος και κοινωνίας δεν είναι ουσιαστική. Έχει επικοινωνιακό χαρακτήρα κυρίως. Γι’ αυτό και δεν γίνεται συστηματικός και θεσμοθετημένος διάλογος με δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες δεν ελέγχονται από αυτό πολιτικά και εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον. Η πολιτική επικοινωνία συμπορεύεται με την λογική της κοινωνίας του θεάματος. Ιδιαιτέρως σε προεκλογικές περιόδους αξιοποιούνται από τα κόμματα μέχρι και διαφημιστικές εταιρείες, οι οποίες με τις πολιτικές διαφημίσεις στοχεύουν στην άσκηση πολιτικής επιρροής χωρίς την αξιοποίηση της ορθολογικής σκέψης και του διαλόγου, αλλά με την δημιουργία μιας εικονικής πραγματικότητας με φαντασιώσεις ως προς την μελλοντική πορεία της χώρας και του καταναλωτή του διαφημιστικού μηνύματος.
Πραγματικά η ρήση, ότι «στην πολιτική το θέμα δεν είναι τι λες, αλλα πως το λες», επαληθεύεται με τον καλύτερο τρόπο.
Το ζήτημα όμως είναι, εάν κόμματα χωρίς ουσιαστική κοινωνική αναφορά έχουν προοπτική, μπορούν να υπερβούν το επίπεδο της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας και βασιζόμενα σε μακροπρόθεσμο στρατηγικό και πολιτικό σχεδιασμό να κυβερνήσουν πραγματικά τη χώρα με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον και την κοινωνική δικαιοσύνη με στόχο την ευημερία των πολιτών. Η απάντηση είναι αρνητική. Το δείχνει και η κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η χώρα. Ακόμη και η περιστασιακή αναπαραγωγή και επιμήκυνση της ύπαρξης τους είναι καταδικασμένη να οδηγήσει στη συρρίκνωση τους ή στην εξαφάνιση τους. Είναι απλά θέμα χρόνου.