Ο Αστυνόμος Βασίλης Γιαννούλης φεύγει από την Αθήνα και φτάνει σε ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης, με τα τρία παιδιά του: την έφηβη Ναυσικά χαμένη στο κινητό της, τον μικρούλη Αλέξανδρο και τον Γιώργο, τον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, που όσο περνάνε οι μέρες συνειδητοποιεί τις ιδιαίτερες μεταφυσικές του δυνατότητες. Στην περιοχή δρα μια μικρή συμμορία τα «Κομάντα» στην οποία ο ήρωάς μας γίνεται μέλος της. Ο αψύς Σήφης και η Λουλού το όμορφο αγοροκόριτσο, είναι τα υπόλοιπα μέλη της ‘’φοβερής’’ παιδικής «συμμορίας».
Στην περιοχή όμως δρα και μια άλλη συμμορία, αυτή αποτελείται από ενήλικες, είναι αληθινή, άγρια κι επικίνδυνη, είναι η συμμορία των «Δράκων». Ο Ντόντος, το ρόλο τον υποδύεται ο ΑμΕΑ ηθοποιός ο Λευτέρης Κοκογιαννάκης, είναι ένα αγόρι με ειδικές ανάγκες αλλά και ιδιαίτερες ικανότητες, τις οποίες αξιοποιεί η συμμορία των Δράκων για να επιτύχει τους άνομους σκοπούς της. Ο Ντόντος κι ο Γιώργος επικοινωνούν, χωρίς να έχουν γνωριστεί, σε μια άγνωστη και μυστηριώδη διάσταση. Στις παρυφές του χωριού λειτουργεί το άσραμ του Μπάμπα-Μπομπ, με νέο μέλος την ήρεμη Ίριδα. Όλα αυτά πλέκονται και μπλέκονται σε σκοτεινές και μεταφυσικές ατραπούς.
Ας τα πάρουμε όλα όμως ένα, ένα τα πράγματα για να τα ξεμπλέξουμε. Κατ’ αρχάς ταινίες, σίριαλ, τηλεταινίες τρόμου, ονομάζονται τα έργα που έχουν σκοπό να προκαλέσουν τρόμο και ανησυχία στον θεατή. Τα έργα τρόμου προσπαθούν να τρομάξουν ξυπνώντας αρχέγονες φοβίες του ανθρώπου που σχετίζονται με τον θάνατο, το άγνωστο, τους εφιάλτες, το σκοτάδι, την αποξένωση, την ανθρώπινη φθορά και οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει αποστροφή στον άνθρωπο. Το μακάβριο, το υπερφυσικό και η βία είναι συνηθισμένα μοτίβα στις ταινίες τρόμου.
Κομάντα και δράκοι, η σειρά είναι πρωτότυπη με κινηματογράφηση ενδιαφέρουσα και μελετημένη. Δύσκολα βλέπουμε στην ελληνική τηλεόραση και μάλιστα σε σίριαλ τόσο προσεγμένο πλανάρισμα, με τη θέση της κάμερας ψαγμένη, με πρώτο πλάνο και βάθος πεδίου. Λίγες φορές βλέπουμε πάλι στην ελληνική τηλεόραση την αξιοποίηση του καλού φυσικού φωτός. Οι εξωτερικές σκηνές δεν είναι τραβηγμένες όποια ώρα να ‘ναι και οι μεσημεριανές ώρες αποφεύγονται συστηματικά και με επιμέλεια. Έχουν αξιοποιηθεί τα πρωινά με το μαλακό φως, τα απογεύματα με τις μακριές σκιές και βέβαια τα σκοτάδια με τον απόλυτα ελεγχόμενο φωτισμό.
Πού σκαλώνει όμως το όλο εγχείρημα; Κατ’ αρχάς υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο σενάριο. Η ιστορία όχι μόνο δεν μας συναρπάζει, όπως θα πρέπει να συμβαίνει σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, αλλά κάποιες φορές χάνει τελείως το ενδιαφέρον μας. Όλοι έχουμε μεγαλώσει με παραμύθια είτε είναι της γιαγιάς, είτε είναι των αδελφών Γκριμ, είτε του Άντερσεν, είτε του Σπήλμπεργκ, είτε του Πολέμου των Άστρων. Δεν μας τρομάζει λοιπόν το λίγο απόκοσμο, το πολύ ανέφικτο, το καθόλου ρεαλιστικό αυτών των «παραμυθιών» τουναντίον μας γοητεύουν όλες αυτές οι καταστάσεις. Έχουμε κάνει από πιτσιρικάδες, όλοι οι άνθρωποι, τις αναγκαίες και απαραίτητες συμβάσεις, για να μπορούμε να απολαύσουμε το εξόχως εξωπραγματικό και το ολοφάνερα μη αληθοφανές. Αλλά με την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει δεν ψηνόμαστε με σαθρές ιστορίες και τραβηγμένες από τα μαλλιά συμπτώσεις. Το παραμύθι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε μόνο στη σωστή θέση της κάμερας, στον καλό φωτισμό και στο στρωτό και σφιχτό μοντάζ. Η ιστορία που θα αφηγηθούμε σε κάθε είδος τηλεοπτικό πρέπει να είναι στέρεη, όταν πρόκειται όμως για προσπάθειες που αγγίζουν το μυστήριο, το σκοτεινό και το θρίλερ πρέπει πολύ πιο οργανωμένο, περισσότερο ελεγμένο και απόλυτα εύκαμπτο. Κάτι που στα «Κομάντα» μας δεν συμβαίνει. Τα παιδιά παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανέλιξη της ιστορίας μας, έτσι ενώ παρακολουθούμε με συμπάθεια τις φιλότιμες προσπάθειες των παιδιών, πολλές φορές κυρίως όταν βρίσκεται η παρέα τους και για μεγάλη διάρκεια, δεν αγωνιούμε αν θα καταφέρουν τους ευγενείς σκοπούς και στόχους τους, αλλά αν θα καταφέρουν να διεκπεραιώσουν επαρκώς το ρόλο τους. Να υπογραμμίσουμε την υπέροχη ερμηνεία του Λευτέρη Κοκογιαννάκη. Μια χαρά είναι και ο Βασίλης Μπισμπίκης στο διπλό ρόλο του αστυνομικού και πατέρα και η Μαρίνα Καλογήρου στο ρόλο της Ίσιδος και πάντα γοητευτική η Ελένη Φιλίνη.
Υπάρχει κάποιο ζήτημα με τον Γιάννη Ζουγανέλη που δεν έχει κωλώσει σε άλλα κι άλλα που έχει παίξει. Στο ρόλο όμως του Μπάμπα Μπομπ, στον οποίο υποδύεται έναν Έλληνα γκουρού που ταξίδεψε στην Ανατολή και μαγεύτηκε απ’ όλη τη φιλοσοφία που κυριαρχούσε εκεί και όταν επέστρεψε δημιούργησε το δικό του «Άσραμ» για να μεταδώσει την αγάπη. Όπως κινείται μέσα στο ρόλο, μπορεί να φταίει και το σενάριο, νομίζει κανείς ότι κάποια στιγμή θα σκάσει στα γέλια ο τρομερός Ζουγανέλης κι όλο αυτό θα αποκαλυφθεί ότι είναι ένα από τα γνωστά του αστεία.
Αλλά γενικότερα υπάρχει ένα θεματάκι με το κομμάτι που αναπτύσσεται γύρω από το Άσραμ το ερημητήριο δηλαδή κάτι σαν αυτό των Ινδουιστών σοφών στην αρχαία Ινδία, οι οποίοι κατέφευγαν εκεί για να βρουν γαλήνη. Τα Άσραμ λειτουργούσαν και ως σχολεία τότε αλλά και στη σειρά μας. Οι μαθητές έμεναν μέσα στο χώρο του Άσραμ, συμμετείχαν στις εργασίες και εξασκούνταν με σωματικές και πνευματικές ασκήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στη σειρά μας μόνο που στον πρώτο κύκλο δεν έχει δέσει το όλο πράγμα, ελπίζουμε να συμβεί στον επόμενο.
Τα εφέ είναι ένα άλλο θέμα σοβαρό σε προγράμματα φαντασίας και μυστηρίου. Όταν έχουμε καταναλώσει μέχρι τελευταίου πλάνου όλο το έργο του Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν έχουμε ανάγκη πολλά, ούτε τρελά εφέ, αλλά θέλουμε αυτά που υπάρχουν να λειτουργούν, να πείθουν, να μας αρπάζουν, κάτι που στα «Κομάντα» δεν συμβαίνει.