Τα χθεσινά μαντάτα ήταν δυσάρεστα: Μια παλιά, καλή μου φίλη, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο, μου ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο, να γίνει ακόμα και νοικοκυρά, να κλειστεί μες στο σπίτι της και να ησυχάσει. Ένας φίλος και παρ’ ολίγον συνεργάτης μου -ο κατά γενική ομολογία χαρισματικότερος σκηνοθέτης της γενιάς μας- με ενημέρωσε ότι από τον Σεπτέμβριο επιστρέφει στο Λονδίνο. «Για πόσο;» ρώτησα. «Μακάρι και για πάντα…» χαμογέλασε πικρά.
Καθένας τους είχε πολύ συγκεκριμένους και αρκετά πειστικούς προσωπικούς λόγους. Η τελευταία ωστόσο φράση ήταν ταυτόσημη και για τους δυο τους: «Δεν το βλέπεις κι εσύ», μου είπαν, «πως η Ελλάδα πλέον δεν αντέχεται;».
Η Ελλάδα, ο δημόσιος χώρος μας, πράγματι πλέον δεν αντέχεται. Ένα εικοσιτετράωρο να περάσεις διαδικτυωμένος -σε επαφή με τις τρέχουσες εξελίξεις και με τον παλμό της «κοινής γνώμης»- αρρωσταίνεις. Αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι εν μέσω ενός αποκρουστικού καρναβαλιού, στο οποίο ξεχωρίζει ο πιο διαταραγμένος, ο πιο φθονερός, ο πιο χυδαίος. Η πρώτη κυρία των νεοναζί να μετατρέπει εν ψυχρώ το Κοινοβούλιο σε Κυνοβούλιο, σπάζοντας εκκωφαντικά το φράγμα του λούμπεν. Ο πρώην συνδικαλιστής του ΟΤΕ, ο οποίος ξημέρωσε βουλευτής να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να αντικρίζει τον Άρη Βελουχιώτη, ακριβώς όπως ο Καραγκιόζης αντίκριζε τον Μεγαλέξανδρο. Ο ομοφοβικός Φαήλος να δηλώνει θαυμαστής του Μάνου Χατζιδάκι. Άνθρωποι που δεν έχουν ανοίξει ένα βιβλίο στη ζωή τους, θιασώτες της φράσης του Σωτήρη Κούβελα «όλοι οι ποιητές είναι λαπάδες», να πιάνονται από μια -άστοχη έστω- διατύπωση του Μένη Κουμανταρέα ή της Κικής Δημουλά και να τους κατασπαράζουν. «Τέτοια ποιήματα γράφει και η θεια μου η Μαγδάλω με τον κώλο τον μεγάλο» τουίταρε νεαρός «εξεγερμένος» και απέκτησε αυτοστιγμεί πενήντα φόλοουερς. Ένας άλλος χαρακτήρισε την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ «φραγκόκοτα». Δεν είχε, περιέργως, ανάλογη επιτυχία.
Μα και να κλείσεις ίντερνετ, ραδιόφωνο και τηλεόραση, σωτηρία δεν βρίσκεις. Πήγα το περασμένο Σαββατοκύριακο στο νησί της εφηβείας μου. Και είδα τον «Τζίμη το καμάκι» -γραφικό υπόλειμμα της καθ’ ημάς σεξουαλικής επανάστασης των ‘70ς, που είχε γνωρίσει σαρκικά πάνω από χίλιες Σκανδιναβές νοσοκόμες και δακτυλογράφους- να περιφέρεται στην παραλία με το μπλουζάκι της «Χρυσής Αυγής». Όποιον τον κοίταζε στραβά, του έκοβε τον βήχα:
«Μαζέψου, γιατί την επόμενη φορά θα είμαι βουλευτής!» του έλεγε. Και ποιος να αποκλείσει πλέον έναν τέτοιο εφιάλτη;
«Η κρίση φταίει» είναι η αυταπόδεικτη ερμηνεία. Όντως, η κρίση φταίει, η οποία δεν μετατράπηκε προς το παρόν σε ευκαιρία παρά για το κατακάθι της κοινωνίας μας. Για τους ροπαλοφόρους και τους ορνεοκέφαλους, όπως θα τους αποκαλούσε ο Ελύτης. Για τους νεκρόσιτους και ερεβομανείς που σχεδιάζουν να κοπροκρατήσουν το μέλλον…
Εμείς όμως πού ήμασταν κατά τη φάση της επώασής τους; Επιστρέφαμε, τις καλές μέρες, από τα εστιατόρια και τα μπαρ, ανάβαμε μισομεθυσμένοι την τηλεόραση και τους χαζεύαμε σε κάτι περιθωριακά κανάλια να ωρύονται και να παραληρούν και τους βρίσκαμε έως και χαριτωμένους -μέσα στην ακίνδυνη, νομίζαμε- τρέλα τους. Μία παραδοξότητα ακόμα στον μεταμοντέρνο κόσμο μας. Νιώθαμε ασφαλείς και αισιόδοξοι. Η οικονομία πήγαινε πρίμα, μας έλεγαν, και το νιώθαμε στο πορτοφόλι μας. Η Ελλάδα πετούσε μαζί με τους ντοπαρισμένους αθλητές και την καταχρεωμένη -κρατική ακόμα- «Ολυμπιακή». Δεν είχαμε -και γιατί να έχουμε;- γνώση των αμείλικτων αριθμών. Πιανόμασταν κι εμείς κορόιδα φορτώνοντας τις πιστωτικές μας, συνάπτοντας στεγαστικά δάνεια. Κι ετούτο το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι πιαστήκαμε κι εμείς κορόιδα, αποτελεί σήμερα το βασικό άλλοθί μας.
Η φρίκη ωστόσο -και η ντροπή- παραμένει: Θα είμαστε, κατά τα φαινόμενα, η πρώτη γενιά που θα παραδώσει την πατρίδα στα παιδιά της χειρότερη από ό,τι την παρέλαβε από τους γονείς της.
Πώς να αναθεματίσω τον άνεργο, που η απελπισία του γίνεται τυφλή οργή; Πώς να κοιτάξω αφ’ υψηλού τον ημιαγράμματο, που πιάνεται από παραμύθια για διεθνείς ανθελληνικές συνομωσίες και για μαγικές λύσεις και εμπιστεύεται όποιους τον κοροϊδεύουν πιο ανενδοίαστα μέσα στα μούτρα του; Τι έκανα όταν ο παραγωγικός ιστός της χώρας διαλυόταν και το εκπαιδευτικό της σύστημα κατέρρεε; Μπορεί να μη μελετούσα -σαν τον μακαριστό Χριστόδουλο επί Χούντας- κράταγα πάντως τις απόψεις μου για τον εαυτό μου και για τον στενό μου κύκλο. Η ενασχόληση με τα κοινά, η ανάληψη δημόσιων ευθυνών λογιζόταν από τη γενιά μου σαν μπανάλ, κακόγουστη σχεδόν δραστηριότητα. Στην πολιτική έμπαιναν, κατά κανόνα, οι πιο μέτριοι. Οι υπόλοιποι ερωτευόμασταν, ταξιδεύαμε, διαβάζαμε, βλέπαμε κινηματογράφο…
Και τώρα κολυμπάμε σε έναν σκατόλακκο. Με μια κυβέρνηση η οποία πασχίζει να διατηρήσει τη λαϊκή ανοχή, απαρτιζόμενη από πολιτικούς που έχουν επανειλημμένα διαψευστεί οικτρά στις εκτιμήσεις και στις υποσχέσεις τους. Με μια αξιωματική αντιπολίτευση, «αριστερή» κατά δήλωσίν της, που αγνοεί όλα τα παθήματα και τα διδάγματα της Αριστεράς διεθνώς κατά τον 20ό αιώνα. Μια αξιωματική αντιπολίτευση η οποία θα μπορούσε να έχει ως πολιτικό πατέρα της τον Χουάν Περόν, σίγουρα δε όχι τον Ενρικό Μπερλινγκουέρ ούτε, βεβαίως, τον Ούλοφ Πάλμε. Με τους νεοναζί να σαρώνουν στις νεότερες ηλικίες. Και τον δημόσιο διάλογο να ευτελίζεται σε κοασμό υστερικών βατράχων…
Τώρα κολυμπάμε σε έναν σκατόλακκο που απειλεί ανά πάσα στιγμή να μας ρουφήξει. Κι εμείς κινδυνεύουμε κάθε μέρα να λιποψυχήσουμε και να αφεθούμε να πνιγούμε. «Τι το όφελος που η κρίση κάποια μέρα θα τελειώσει, εάν στο μεταξύ έχει διαλυθεί η κοινωνία μου;» μου έλεγε τις προάλλες ένας φίλος και σχεδόν έκλαιγε. «Ποια η παρηγοριά άμα εγώ κάπως τη γλιτώσω και ζω ανάμεσα σε κατεστραμμένους ανθρώπους;».
Ας μην παρηγοριόμαστε, εκλαμβάνοντας την επιθυμία μας ως πραγματικότητα: Στεριά, μέχρι στιγμής, δεν διακρίνεται. Η ελπίδα, αν επιβιώνει, βρίσκεται αποκλειστικά εντός μας. Μα δεν μπορούμε παρά να εξακολουθήσουμε να κολυμπάμε στον σκατόλακκο. Να παίρνουμε βαθιές ανάσες, να χτυπάμε όσο μπορούμε πιο δυνατά χέρια και πόδια και να έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας, εκεί όπου δεν φτάνουν τα βρωμόνερα, ό,τι ο καθένας αγαπάει περισσότερο: Τα βιβλία μας, τις μουσικές μας, τη γλώσσα μας. Πάνω απ? όλα, τα παιδιά μας.