Από την περασμένη Δευτέρα φαίνεται ότι έχουμε ακόμη μία ευκαιρία μπροστά μας. Επώδυνη, δυσβάστακτη, ασφυκτική για δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους. Αλλά είναι μια ευκαιρία. Ισως η τελευταία που έχουμε αν θέλουμε πράγματι να παραμείνουμε στο ευρώ. Μπορούμε να τη διαχειριστούμε αναλαμβάνοντας το συλλογικό και προσωπικό κόστος που συνεπάγεται; Αυτό είναι το στοίχημα για όλους μας. Ως τώρα έχουμε χορτάσει από λόγια, υποσχέσεις σωτηρίας, κραυγές, συνθήματα μίσους και διχόνοιας και επιδείξεις ανεύθυνης επαναστατικότητας. Η πραγματικότητα είναι όμως μπροστά μας και επιμένει χωρίς να λογαριάζει τη δική μας μελαγχολία ή μοιρολατρία. Οπως τελειώνουν οριστικά και οι ψευδαισθήσεις που καλλιεργούσαν ορισμένοι, ότι με μια επαναδιαπραγμάτευση θα μας έκαναν τη ζωή πιο εύκολη.
Μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί μπορεί να έχουμε διαφορές αλλά στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε αυτοκτονώντας με δόσεις, δεν χρειαζόμαστε άλλη οργή, ούτε μπορούμε να συνεχίσουμε κρύβοντας τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν κάκιστη τη συμφωνία με τους ευρωπαίους δανειστές μας, αλλά αυτή είναι και στον ορίζοντα δεν υπάρχει άλλη.
Και είτε θέλουμε, οι περισσότεροι όπως φαίνεται, να παραμείνουμε στο ευρώ, είτε να επιστρέψουμε στη δραχμή, όπως φενακίζονται κάποιοι, εμείς πρέπει να βρούμε τις λύσεις. Γιατί το μείζον πρόβλημα δεν είναι το όποιο νόμισμα αλλά η κυρίαρχη λογική της δανεικής ευκολίας με την οποία ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Τώρα είμαστε ενώπιος ενωπίω. Τον εαυτό μας πρέπει να αλλάξουμε πρώτα απ’ όλα, χωρίς να ελπίζουμε στο κράτος-καταφύγιο, που είναι πια ένα πουκάμισο αδειανό.
Η κόκκινη γραμμή είναι πια με το παρελθόν μας και όχι με τη Μέρκελ, τον Σαρκοζί και πάει λέγοντας. Αυτήν πρέπει να τραβήξουμε, να δούμε τα λάθη που κάναμε και να βρούμε το θάρρος και την αντοχή να βάλουμε επιτέλους το συλλογικό πάνω από το ατομικό συμφέρον, την αξιοκρατία πάνω από τη φαυλότητα, την αλληλεγγύη πάνω από την ιδιώτευση. Χρειαζόμαστε μια νέα μορφή πολιτικής και κοινωνικής στράτευσης, αφού και απογοητευτήκαμε και πληρώσαμε πολύ ακριβά τους κομματικούς στρατούς με τους οποίους πορευθήκαμε όλα αυτά τα χρόνια.
Την ιδεολογία της αρπαχτής και του βολέματος την πληρώνουν σήμερα ακόμη και ορισμένοι από αυτούς που ευνοήθηκαν. Και η μόνιμη μετάθεση των προβλημάτων σε κάποιους εύκολους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς δεν μας οδήγησε παρά στο αδιέξοδο που βιώνουμε οι περισσότεροι. Ναι, όσοι έχουμε ακόμη δουλειά βλέπουμε τα εισοδήματά μας να συρρικνώνονται. Προτού αρχίσουμε όμως τις κραυγές οφείλουμε να σκεφτούμε πρώτους απ’ όλους τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, τους νέους που βλέπουν να περνούν οι ευκαιρίες από μπροστά τους και να μην μπορούν να τις αρπάξουν. Και τότε ίσως θα αντιληφθούμε ότι δεν οδηγεί πουθενά το να παριστάνουμε τους εισαγγελείς ή τους κατήγορους. Γιατί από εδώ και πέρα το θέμα δεν είναι αν θα διατηρήσουμε τα κεκτημένα ή αν θα εκτονωθούμε βρίζοντας και καταστρέφοντας όσους, καλώς ή κακώς, θεωρούμε υπεύθυνους για τη μοίρα μας, αλλά αν μπορούμε να αρχίσουμε να δημιουργούμε. Τις δυνατότητες τις έχουμε, χρειαζόμαστε και την αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τον βολεμένο εαυτό μας…