Ο συντηρητικός χώρος έως και το 2009 επιτελούσε ένα συστημικό έργο διόλου ευκαταφρόνητο. Ως πολυσυλλεκτικό κόμμα, η ΝΔ είχε καταφέρει να εγκολπώσει ακραίες δεξιές συνιστώσες και ιδεολογικά ρεύματα. Από τη μια πλευρά είχε απορροφήσει στοιχεία της λαϊκής δεξιάς, που σε ύστερα χρόνια βρήκαν αυτόνομη έκφραση στο ΛΑΟΣ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Από την άλλη, είχε καταφέρει να περιορίσει τη δυναμική ανάπτυξης μιας αυτόνομης ακροδεξιάς, που έχει βαθιές ρίζες και ιστορικές αναφορές και βρίσκει σήμερα κοινοβουλευτική-αντικοινοβουλευτική έκφραση στην Χρυσή Αυγή. Ιστορικά, κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, το αρραγές της συντηρητικής παράταξης ήταν εξασφαλισμένο σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι αυτό που ονομάζαμε «δημοκρατική παράταξη».
Στην παρούσα συγκυρία, τα δεδομένα έχουν προφανώς αλλάξει. Η απήχηση της ΝΔ στη μεσαία τάξη έχει πληγεί, όπως άλλωστε και του ΠΑΣΟΚ. Ένας προφανής λόγος είναι ότι μια παραδοσιακή σχέση πελατειακού τύπου με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, δεν μπορεί να ανανεωθεί. Στον κάμπο τη Θεσσαλίας, οι «μπλε» αγρότες δεν είναι και τόσο μπλε και οι κινητοποιήσεις δε θα τελειώσουν με μισό δις Ευρώ, που πολύ απλά δεν υπάρχει. Τα ταξί, τα φαρμακεία και άλλα παραδοσιακά κάστρα της μικρομεσαίας δεξιάς, δεν είναι και τόσο μπλε, επειδή η υπερβολική φορολόγηση και η απορρύθμιση της αγοράς έχουν ανατρέψει τα δεδομένα. Παρόμοια επιχειρήματα μπορεί να προβάλει κανείς και για το ΠΑΣΟΚ.
Πρώτη φορά εδώ και μια γενιά, η ιδεολογική συζήτηση έχει νόημα. Από το 1990, η μόνιμη επωδός κάθε τέτοιας συζήτησης ήταν ότι «μετά την πτώση του τείχους…» και το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι η «κανονική» δουλειά των κομμάτων ήταν να γίνεται «η δουλειά». Το πελατειακό κράτος δεν ήταν μόνο δημιούργημα «κομματικών στρατών», αλλά και μιας κυνικής παραδοχής ότι τα ίδια τα κόμματα λειτουργούσαν ως ενώσεις συμφερόντων με «παραδοσιακές αναφορές και ερείσματα», διανέμοντας δημόσιο πλούτο με μια κατ’ επίφαση επίκληση της έννοιας της αναδιανομής, όπως περίπου διανέμει μέρισμα μια εταιρεία στους μετόχους της.
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Με τη «διαθεσιμότητα» της ψήφου των εκατομμυρίων συμπολιτών μας που νιώθουν ότι προδόθηκαν και αλλάζουν εκλογική συμπεριφορά, υπάρχουν περίπου τέσσερις γραμμές άμυνας των παραδοσιακών κομματικών μηχανισμών.
Η πρώτη είναι η λογική μιας εθνικής προσπάθειας, στην οποία κάθε ένας που αντιδρά είναι επιστρατεύσιμος. Είναι προφανές ότι κάθε απεργία στερεί ένα αγαθό. Αλλά η χρήση του έσχατου μέσου της επιστράτευσης δεν μπορεί να γίνεται ρουτίνα.
Η δεύτερη είναι μια καινοφανής υπόσχεση που μοιάζει λίγο με το «πάλι με χρόνια με καιρούς». Μια υπόσχεση δηλαδή επιστροφής στα κομματικά κεκτημένα, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Η τρίτη αφορά τη διαχείριση της μιζέριας, με τους κομματικούς στρατούς να διαχειρίζονται το αρνητικό και μόνο κομμάτι του πελατειακού κράτους, επιλύοντας προβλήματα που το ίδιο το κράτος δημιουργεί, για να τα επιλύσει επιλεκτικά και κατά προτεραιότητα η «πολιτική βούληση».
Η τέταρτη είναι η πόλωση και η σύγκρουση σε επίπεδο συμβόλων, με τους μεν να μιλάνε για την «αναγέννηση της Χούντας» και τους δε να μιλάνε για «ανακατάληψη των πόλεων». Το τέταρτο παιχνίδι είναι επιθετικό. Στα πλαίσια μιας συντηρητικής αντεπίθεσης, η ΝΔ έχει κάνει ό,τι μπορεί, προτάσσοντας τη λογική της «τάξης και ασφάλειας» και της «σιωπηρής μειοψηφίας».
Ξεκίνησε με την υποκρισία του «Ξένιου Δία», υποκρινόμενη όπως και άλλοι πριν από αυτή ότι το πρόβλημα διαχείρισης της αστικής ένταξης παράνομων μεταναστών έχει να κάνει με την «πολιτική βούληση» να γίνουν συλλήψεις. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν έχουμε υποδομές είτε φυσικές (δηλαδή χώρους υποδοχής), είτε ηλεκτρονικές, υγειονομικές, εκπαιδευτικές κ.ο.κ. Και είναι γνωστό ότι ορισμένα λεωφορεία γεμάτα αστυνομικούς και μετανάστες, βρέθηκαν στο τέλος μιας κατά τα άλλα «παραγωγικής» από άποψη συλλήψεων ημέρας, με το απλό ερώτημα «και τώρα τι κάνουμε και πού πάμε αυτούς τους ανθρώπους». Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήταν και είναι το ίδιο σοβαρή με το σχεδιασμό της συγκεκριμένης πολιτικής. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση έκανε απλώς ότι δε βλέπει συγκεκριμένες αναφορές, με καταγραφή συγκεκριμένων περιστατικών, που μιλούσαν για ρατσιστική βία στις τάξεις του αστυνομικού σώματος. Και εκεί φυσικά δεν προάσπιζε το αστυνομικό σώμα, το οποίο φέρει τώρα μια κηλίδα του «ρατσισμού» που δεν του αξίζει, αλλά τη δυνητική κομματική πελατεία του, στην οποία ήθελε να επιδείξει μια καινοφανή πυγμή.
Συνέχισε με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Εδώ, αντί να εμφανιστεί η σύλληψη επικίνδυνων και ακραίων δυνάμεων ως θρίαμβος του κράτους δικαίου, η κυβέρνηση επέτρεψε να μετατοπιστεί η συζήτηση στο ζήτημα «του είδους της αυτόκλητης και εκτός νόμου βίας που είναι αποδεκτή». Γιατί είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι χρειάζεται photoshop προκειμένου να γίνουν αναγνωρίσιμοι οι – τυπικά τουλάχιστον – «ύποπτοι» τρομοκρατικών ενεργειών, τη στιγμή μάλιστα που παραδόθηκαν χωρίς να κάνουν χρήση του οπλισμού τους. Το ερώτημα είναι απλό: Γιατί ο Υπουργός δεν δήλωσε απλά πως εγγυάται ότι η διαδικασία που ξεκίνησε με την εισαγγελική εντολή διερεύνησης καταγγελιών για βασανισμό, θα περαιωθεί χωρίς προσχώματα και συγκαλύψεις, χωρίς να κάνει αναφορές στην ουσία των κατηγοριών. Μια πρόχειρη απάντηση είναι ότι ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα αρχών δε θα ήταν προσφιλές στο δυνητικά ακραίο ακροατήριο και θα στερούσε μια ευκαιρία σύγκρουσης με μεγάλο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.
Η κυβέρνηση συνέχισε καθιστώντας ξεκάθαρη τη βούλησή της να διατηρήσει σε καθεστώς ομηρίας τη δεύτερη γενιά μεταναστών, καθιστώντας το δικαίωμα να ζουν και να εργάζονται στη χώρα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν «επιβράβευση», στη βάση εκπλήρωσης δήθεν ουσιαστικών όρων. Με άλλα λόγια, ζητάμε από νέους δήλωση εθνικών φρονημάτων προκειμένου να αποδείξουν το αυταπόδεικτο: μόνο ένας μετανάστης μπορεί να αξιολογηθεί ως προς την ουσία της ένταξής του. Η δεύτερη γενιά μεταναστών δεν είναι μετανάστες! Φυσικά, η δικαιοσύνη δε λειτουργεί χωρίς συγκείμενο. Και το κριτήριο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήταν εκ του ασφαλούς πολιτικό, δεδομένου ότι η απόφασή του αποτελούσε και προεκλογική δέσμευση της ΝΔ. Εάν τα δικαστήρια έχουν πλήρη δικαιοδοσία στο ζήτημα της εξέλιξης του δίκαιου της ιθαγένειας, τότε θα έπρεπε να εκλέγονται όπως και στις ΗΠΑ.
Το μονοπάτι ανταγωνισμού για την προσέλκυση της ακραίας ψήφου, είναι ολισθηρό. Ο δημόσιος διάλογος μετατοπίζεται προς τα δεξιά, ουσιαστικά δικαιώνοντας τη Χρυσή Αυγή, που μπορεί σε κάθε περίπτωση να αντλεί οφέλη από το γεγονός ότι οι «ιεραρχίες και τα ιερατεία του κοινοβουλευτισμού» δεν την αφορούν.
Κάπου εδώ ξεκινούν οι ευθύνες των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Καταδικάζουμε το ακραίο μέτρο της επιστράτευσης. Καταδικάζουμε την ακραία συντηρητική στροφή στο όνομα της τάξης και ασφάλειας. Σε κάποιο σημείο όμως, πρέπει επίσης η αναγκαία κοινοβουλευτική σύμπραξη να αποκτήσει και λογική διαπραγμάτευσης, με όρους που θα δώσουν στην κυβέρνηση να κατανοήσει ότι η σύμπνοια δεν είναι συνενοχή.
Εάν η δύναμη veto του μνημονίου επιβάλει τη σύμπραξη των δυνάμεων που επιθυμούν την πρόσδεση της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τότε η στήριξη της κυβέρνησης της ΝΔ είναι θεμιτή. Όμως, εάν η ανοχή των θέσεων και των επιλογών της ΝΔ διαχυθεί σε όλο το φάσμα της κυβερνητικής δράσης, τότε ανεξάρτητα από την πολιτική στρατηγική της ΝΔ, η κεντροαριστερά είναι χαμένη. Δεν μπορεί κανείς να «δίνει» γη και ύδωρ στο όνομα της ανάγκης της εθνικής συνεννόησης και να διεκδικεί την προοδευτική ψήφο. Το ακροατήριο, τόσο της ΔΗΜΑΡ, όσο και του ΠΑΣΟΚ, απαιτούν ένα νέο είδος υπευθυνότητας, αλλά δεν έχει ακόμα απεμπολήσει την απαίτηση μιας διακριτής ταυτότητας. Εάν η ανοχή δεν έχει σαφή όρια και προγραμματικό στόχο, εάν δεν είναι πειστικά προσανατολισμένη στην εκπλήρωση ορισμένων συμβατικών υποχρεώσεων, τότε μετατρέπεται σε άλλοθι συντηρητικών επιλογών. Πρέπει τώρα να υπάρξει μια σαφής κόκκινη γραμμή.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ