Δεν θυμάμαι πότε μπήκαν στο λεξιλόγιό μας οι «κόκκινες γραμμές». Δεν παίρνω όρκο, μα πιστεύω το καλοκαίρι του 2010, εκεί κοντά στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Εισηγητής του όρου στον δημόσιο διάλογο ήταν ο Φώτης Κουβέλης που διάλεξε αυτόν τον κάπως παραστατικό τρόπο για να μιλήσει για όσα δεν θα δεχόταν ως επικεφαλής της ΔΗΜΑΡ. Οι «κόκκινες γραμμές» του ήταν ένα πλαίσιο που όριζε το θεμιτό και κρατούσε το μη αποδεκτό σε απόσταση. Η φράση «έγραψε», αναπαράχθηκε στα κείμενα αρκετών υποψήφιων αυτοδιοικητικών και αργότερα έκανε εθνική καριέρα μετά την υιοθέτησή της από τον Αντώνη Σαμαρά – πριν τις τελευταίες εκλογές κι αμέσως μετά. Ο Πρωθυπουργός την «τράβηξε από τα μαλλιά», βρίσκοντας έναν ας πούμε ποιητικό τρόπο να εστιάσει στο τι δεν θέλει και τι δεν θα ανεχτεί, σαφώς πολύ ευκολότερο από το να επιμείνει στο τι θέλει και, κυρίως, στο τι μπορεί. Ας είναι. Η φράση ενεγράφη για τα καλά στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, προστέθηκε στη χορεία των βαρετών κλισέ του πολιτικού λόγου και έκτοτε ακολουθεί κι αυτή τις περιστασιακές του μόδες, σε απόλυτη αντιστοιχία με τις αναταραχές της πολιτικής ζωής.
Τη θυμήθηκα αυτές τις μέρες με την αναζωπύρωση της συζήτησης για «την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς». Ως νόημα, περισσότερο, παρά ως έκφραση αφεαυτής. Ως γραφικό κλισέ, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα. Ως άσκηση ρητορικής από αυτές που αγαπούν οι πολιτικοί και δεν ντρέπονται να ξεστομίζουν. Την έβαλαν στο τραπέζι διάφοροι ξανά, με την ευκολία που βάζουν όρια και προϋποθέσεις όταν κάνουν σχέδια επί χάρτου. Με τον τρόπο που όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε stratego τοποθετούσαμε τα πιόνια μας στο χαρτόνι. Με τον τρόπο που στο παιχνίδι τοποθετείς τα πιόνια την πρώτη φορά για να δεις τι σε παίρνει, πριν αρχίσεις τις εκπτώσεις και τις οπισθοχωρήσεις. Ακούσαμε, λοιπόν, αυτούσιες λεκτικές αναφορές στις «κόκκινες γραμμές» κάμποσες φορές. Πολύ περισσότερες ήταν οι έμμεσες, νοηματικές συνδέσεις που τις ακολουθούσαν: αποκλεισμοί, όρια, ultimata και-τα-λοιπά. Μετά, όταν άρχισαν να μη βγαίνουν οι προσθέσεις και να τρομάζουν οι αφαιρέσεις, όταν δυσκόλεψαν οι ασκήσεις στο χαρτί, άρχισαν οι οπισθοχωρήσεις. Οι πάλαι ποτέ αμετακίνητες θέσεις και οι αντιστοιχούσες σε αυτές «κόκκινες γραμμές» άρχισαν να μοιάζουν κάπως με ροζ ξέφτια. Στον απόηχο μιας συζήτησης με «αποκλείεται», με «δεν θα δεχτώ», με «αποκλεισμούς» και «αξιοπρέπειες», οι γραμμές ξέβαψαν. Ανεπαισθήτως.
Δεν είναι κάτι νέο αυτό που περιγράφω, θα πείτε δικαίως. Στην πολιτική μας ζωή είναι συχνές οι αλλαγές, συχνές οι «κωλοτούμπες» και οι αλλαγές πλεύσης. Εξίσου συνηθισμένοι είναι και οι «γυρολόγοι» της πολιτικής που χαλαρώνουν με πρώτη ευκαιρία τα άλλοτε αμετακίνητά τους όρια όταν βλέπουν πως δεν βγαίνει το σχέδιο. Η μέθη της πιθανής πρόσβασης στην εξουσία ή η δυνατή της ανάμνηση δεν διαφέρουν από τις γραφικές περιγραφές νεανίδων που με λίγο αλκοόλ παραπάνω «χαλαρώνουν τα ήθη» κα υποκύπτουν.
Δεν περιμένω να αλλάξουν όσοι έκαναν λαμπρή καριέρα ως τυχοδιώκτες ούτε να πάψει η υποστήριξη των υποστηρικτών τους. Δεν είναι αυτός ο λόγος που κάνω αυτό το σχόλιο. Ο λόγος είναι πως μαζί τους κοντεύουν να καούν και τα χλωρά. Φτάσαμε στην εποχή που αντί να θεωρείται γραφικός και μεμπτός ο τυχοδιωκτισμός, αρχίζει να σχολιάζεται ως μεμπτή η σταθερότητα. «Είναι αμετακίνητος στις απόψεις του», γράφουν οι σχολιαστές και ψιθυρίζουν οι πάτρωνές τους κι εννοούν πως είναι «παλαιάς κοπής», «ακατανόητος» και, βεβαίως, μια δόση γραφικός.
Μόνο που στην πολιτική, το ροζ κατάλοιπο της άλλοτε κραταιάς κόκκινης γραμμής δεν έχει τίποτα από τη χάρη του γνωστού τραγουδιού. Εκεί, τα ρούχα που πλύθηκαν μαζί ζυμώθηκαν και έβαψαν από καθημερινή κοινή πορεία κι έχουν, στο ξέβαμμά τους, κάτι από την τρυφερότητά της, παρά τα σκαμπανεβάσματα. Στην πολιτική, το ξεβαμμένο κόκκινο είναι φτηνό, ευτελές ροζ ξέφτι.