Η εξέλιξη της κρίσης στην Κύπρο και το «όχι», που έγινε «ναι», έδειξαν για ακόμη μία φορά κάτι που στην Ελλάδα τουλάχιστον γνωρίζουμε ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε καλά. Οτι δηλαδή οι πολιτικές αποφάσεις υπερτερούν του οικονομικού ορθολογισμού και αποτελούν τελικά καθοριστικό παράγοντα για το εάν τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με το μικρότερο δυνατό κόστος ή αν αντιθέτως επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τους πολίτες. Δυστυχώς τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Και εν όψει της άφιξης της τρόικας κινδυνεύουμε να παρακολουθήσουμε ένα ακόμη, πιο σύντομο ελπίζουμε, θρίλερ με το «παίρνουμε – δεν παίρνουμε» τη δόση.
Σε πρώτο επίπεδο βρίσκεται η τύχη 25.000 δημοσίων υπαλλήλων, για τους οποίους δεν μπορούμε να αποφασίσουμε με ποια διαδικασία θα βρεθούν εκτός Δημοσίου. Εχουμε μπει έτσι σε μια συζήτηση του παραλόγου για τους «επιόρκους» – λες και αυτό είναι το πρόβλημα μιας Δημόσιας Διοίκησης στο τελευταίο στάδιο παράλυσης.
Αν συνυπολογίσουμε ότι στη χώρα σήμερα οι άνεργοι έχουν φτάσει το 1.300.000, γίνεται προφανές ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προτεραιοτήτων. Αλλά ας είναι. Στο ζήτημα και οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι εμφανίζονται τουλάχιστον να ομονοούν.
Αντιθέτως στο άλλο «αγκάθι», αν δηλαδή το τέλος ακινήτων θα συνεχίσει να εισπράττεται μέσω της ΔΕΗ, η ΔΗΜΑΡ βάζει για άλλη μία φορά κόκκινη γραμμή και δηλώνει ότι δεν πρόκειται να το υπερψηφίσει. Μαζί και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ωστόσο μπορεί να το ψηφίσει, αν τελικά η επιβάρυνση είναι χαμηλότερη όπως ρητά έχει υποσχεθεί το υπουργείο Οικονομικών.
Είναι προφανές ότι το παράλογο συνεχίζεται. Γιατί ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα; Αν ήταν το ύψος του φόρου, να το συζητήσουμε. Αλλά ο τρόπος είσπραξης; Τι ακριβώς ενοχλεί; Εκτός και εάν, όπως πολλοί υποπτευόμαστε, μοναδικός στόχος της ΔΗΜΑΡ είναι οι τίτλοι των εφημερίδων, να καταγραφεί δηλαδή το «διακριτό» πολιτικό της στίγμα σε ένα ευαίσθητο πράγματι θέμα.
Εύκολα θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι αν γι? αυτό το «στίγμα» βρεθούμε στην ανάγκη νέων μέτρων το καλοκαίρι, τότε απλώς θα μιλάμε για πολιτική αυτοκτονία, αυτή τη φορά και των τριών εταίρων.
Είναι φανερό πάντως ότι για τη ΔΗΜΑΡ έχει μεγαλύτερη σημασία το να μπορεί να πει «εγώ διαφώνησα» ή ακόμη και «καταψήφισα», από το να λειτουργεί με ενιαία πολιτική κατεύθυνση η κυβέρνηση. Γι? αυτόν ακριβώς τον λόγο το πρωτοφανές σχήμα της παράλληλης λειτουργίας του υπουργικού συμβουλίου με το συμβούλιο των τριών αρχηγών την εξυπηρετεί πολύ καλά.
Πρόκειται για επικίνδυνη τακτική. Οχι μόνο γιατί δημιουργεί την εικόνα μιας δυσλειτουργικής κυβέρνησης και δυσκολεύει την επίτευξη των στόχων της. Αλλά και γιατί σπρώχνει σταθερά τη ΔΗΜΑΡ στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή τη στιγμή τα περισσότερα στελέχη της υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό τη λογική της αντιπολίτευσης και μόνο στο «διά ταύτα» επικαλούνται την ανωτέρα δύναμη της παραμονής στο ευρώ. Ως πότε όμως;
Με αυτή την έννοια βέβαια προκαλεί ερωτηματικά και η διαφαινόμενη ή εικαζόμενη προσέγγιση ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ. Ο κ. Βενιζέλος έχει από καιρό αναπτύξει τη θέση μιας στρατηγικής συμμαχίας και με τη ΝΔ και πέραν των εκλογών έως ότου ξεπεραστεί η κρίση και εξασφαλιστεί η θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Μια τέτοια στρατηγική προϋποθέτει βέβαια και το ανάλογο πολιτικό σχέδιο στο οποίο θα συμφωνήσουν και οι τρεις εταίροι.
Μπορεί να ανταποκριθεί σε μια τέτοια πρόκληση η ΔΗΜΑΡ; Ή θα μείνει στις κόκκινες γραμμές που κινδυνεύουν να γίνουν βρόχος για την κυβέρνηση;