Κοιτάζοντας διαφορετικά προς τα πίσω.

Γιώργος Λιγνός 16 Νοε 2024

Έπεσε στα χέρια μου  ένα μικρό βιβλίο (191 σελίδες) των εκδόσεων Παπαδόπουλος  με τον τίτλο Φυγή. Ο υπέρτιτλος «Μικρά Ασία  Αύγουστος  1922» και  υπότιτλος ένας στρατιώτης αφηγείται. Το εξώφυλλο κοσμεί η μεταλλική στρατιωτική  ταυτότητα  του συγγραφέα  Δημήτρη Γ. Κιουσόπουλου.

Είναι προφανές  ότι αφηγείται την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας.

Η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται στο ότι γράφτηκε  50 χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1972 ενώ η Χούντα  τιμούσε  τις χαμένες πατρίδες. Δυο χρόνια μετά με ευθύνη του στρατιωτικού καθεστώτος θα ζούσαμε άλλη μα εθνική τραγωδία.

Εκδόθηκε  πριν λίγο καιρό  δηλαδή άλλα 52 χρόνια μετά τη συγγραφή  του.

Είναι λοιπόν μια αυθεντική μαρτυρία  χωρίς  όμως τη σύγχυση που προκαλεί το συναισθηματικό φορτίο.

Ο Κιουσόπουλος  στην αρχή κι όλας  της εισαγωγής φροντίζει να μας προσγειώσει δίνοντας το πλαίσιο μακριά από βαρύγδουπες εκφράσεις  παρά με μοναδική λιτότητα μας  κάνει σαφές ότι μιλάει ένας στρατιώτης για αυτά που έζησε και είδε.  Είναι  μια προσωπική αφήγηση των γεγονότων.

Ξεκινάει  λέγοντας «Ασφαλώς δε θα είμαι φιαγμένος από στόφα ηρώων γιατί απλούστατα ζω ακόμα ενώ όπως λένε οι θεοί που αγαπούν τους ήρωες, τους κάνουν να πεθαίνουν νέοι.

Τέτοιες σκέψεις  περνούν από το  νου μου τη στιγμή αυτή που που θυμάμαι πως  σε μια κατηφόρα συρτά  με καμιά δεκαριά άλλους, απομονωμένοι σε άγνωστο τόπο τριγυρισμένοι από Τούρκους  μες τα άγρια μεσάνυχτα κυλιόμαστε τρέχοντας απελπισμένοι σχεδόν προς την πιθανή κατεύθυνση που θα προχωρούσαν οι δικοί μας.

Το πράμα έγινεν έτσι.»

 Και συνεχίζει να αφηγείται με θαυμαστή λεπτομέρεια  την ΦΥΓΗ προς τη Σμύρνη. Βρισκόμαστε ήδη στην 6η ημέρα της  οπισθοχώρησης.

Όλο το βιβλίο είναι εναλλαγή δράσης, μην φανταστείτε   κάτι ηρωικό,  αλλά και των στιγμών της  αναγκαστικής  παύσης , είτε  περιμένοντας να  κοπάσει το σφυροκόπημα του διαρκώς επελαύνοντος εχθρού είτε  λίγες ώρες σιωπής  μέσα στη νύχτα με λιτές αλλά  έντονες περιγραφές. Γράφει κάπου «Ήταν ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι. Στρατιώτες παντού ξαπλωμένοι με φορεμένα  τα όπλα τους και τα πράγματά τους.

Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το νου μου. Πως καταντήσαμε κυνηγημένοι από κάποιους ξυπόλητους τσέτες να γυρίζουμε στα βουνά ασύντακτοι κι απελπισμένοι, εμείς που με τόσες ελπίδες μια ημέρα πριν λίγα χρόνια αποβιβαζόμαστε ένας περίφημος θαυμαστός στρατός με χίλιες ελπίδες γεμάτοι καμάρι κι ευτυχία στην κοιτίδα του προαιώνιου μικρασιατικού ελληνισμού.»

Και συνεχίζει με τα αγωνιώδη ερωτήματα «Πως θα ξημέρωνε η αυριανή ημέρα  και τι θα έχουμε να τραβήξουμε  η κατά που θα πάμε;»

Η αφήγηση είναι  καταιγιστική. Συχνά  γίνεται δύσκολη, όπως δύσκολη ήταν η πορεία της φυγής .

Μπροστά στα μάτια μας  βλέπουμε  να εναλλάσσεται ο αγώνας της επιβίωσης  με στιγμές όπου η αίσθηση του καθήκοντος  ή η ανάγκη να υποχωρούν συντεταγμένα κάνει το αφηγητή να αναθαρρεύει.

Η  συντεταγμένη υποχώρηση που χρειαζόταν  αξιωματικούς ικανούς για ηγεσία έδινε την θέση της στην άτακτη υποχώρηση και το ανάποδο.

Οι αιτίες της καταστροφής  θίγονται χωρίς όμως  να είναι πρόθεση του συγγραφέα να πάρει θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς χωρίς να αποσιωπά σημαντικά  γεγονότα όπως  η αλλαγή της στάσης της  κυβέρνησης  Γούναρη και η συνέχιση του πολέμου και από αυτήν.

Είναι μια μαρτυρία  που δεν σου επιτρέπει να  παρασυρθείς από το συναίσθημα  και να οδηγηθείς  στις καταγγελίες.

 Γιατί όπως λέει σε ένα σημείο ο πόλεμος δεν έχει να κάνει μόνο με τη ζωή και το θάνατο αλλά την κακουχία και τις ταλαιπωρίες. Είναι όλα αυτά που  δοκιμάζουν την ψυχική αντοχή των ανθρώπων.  

Μακάρι να δινόταν η ευκαιρία  στους μαθητές του Λυκείου να διαβάζανε τέτοια κείμενα. Θα αποκτούσαν μια πιο ισορροπημένη εικόνα  για  την ιστορία.  Μακριά είτε από  βερμπαλισμούς  είτε αδιαφορία παρά σαν ατομική ευθύνη του καθενός ατόμου.