«Κοινός κόσμος»: Φάρμακο στην αρρώστια του ολοκληρωτισμού

Κώστας Κούρκουλος 28 Ιουλ 2024

Όταν ρωτήθηκε ο γάλλος φιλόσοφος Εντγκάρ Μορέν «Τι θα απομείνει από τη φιλοσοφία του εικοστού αιώνα», απάντησε: 

Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη! 

(Ταυτόχρονα τον χαρακτήριζε «Τιτάνα της σκέψης»).

Την ίδια ώρα ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ, παρουσιάζοντας το έργο του ελληνογάλλου στοχαστή «Ο πολιτικός του Πλάτωνα»[1], επισήμαινε ότι σ’ αυτό «ο Πλάτων βρήκε στο πρόσωπο του Καστοριάδη έναν αντίπαλο του μεγέθους του». 

Όσο γενναιόδωροι ήταν οι γάλλοι διανοητές με τον Καστοριάδη, άλλο τόσο ήταν άδικοι με τη Χάννα Άρεντ, αφού την ξέχασαν. 

Τη «δικαιοσύνη» αποκατέστησε ο ίδιος ο Καστοριάδης, ο οποίος, ακόμη και όταν διαφωνούσε μαζί της, εξέφραζε τη βαθύτατη εκτίμησή του για τη σκέψη της, τονίζοντας μάλιστα ότι αυτά που λέει, πάντα «ερεθίζουν τη σκέψη».

Ο ολοκληρωτισμός

Οι πιο εύστοχες όμως επισημάνσεις του για την Άρεντ διατυπώνονται στο κείμενό του «Οι μοίρες του ολοκληρωτισμού»[2].

Εκεί ο Καστοριάδης  συνόψισε τις δύο βασικές διαστάσεις του έργου της. Με πρώτη «την ανάλυση του ολοκληρωτισμού». Όταν, όπως διεκτραγωδεί η Άρεντ, ένα «καινούργιο είδος δολοφόνων» επινόησε και διέπραξε εγκλήματα τα οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν «ούτε να συγχωρήσουν, ούτε να τιμωρήσουν». Κάτι που τους έφερε αντιμέτωπους με το «απόλυτο κακό», το οποίο δεν μπορούσε «η οργή να εκδικηθεί, η αγάπη να το αντέξει ή η φιλία να το συγχωρήσει». 

Και ακόμη χειρότερα, όταν οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με το απολύτως α-νοηματικό, το οποίο δεν μπορούσε ούτε να κατανοηθεί ούτε να εξηγηθεί με κανένα από τα γνωστά κακά κίνητρα. 

Διότι, όπως επισήμανε ο Καστοριάδης, μπορούμε να καταλάβουμε τον Παρθενώνα ή τον Μάκβεθ. Πώς όμως να κατανοήσεις το Άουσβιτς ή το γκουλάγκ; 

Όταν μάλιστα πολλοί επιζώντες ήταν ανίκανοι να περιγράψουν την εμπειρία τους, επειδή δεν πίστευαν ούτε οι ίδιοι όσα είχαν ζήσει. 

Διότι στα εργοστάσια του θανάτου, ακόμη και ο θάνατος στερήθηκε το νόημά του ως το τέλος μιας ολοκληρωμένης ζωής. Διότι εκεί καταργήθηκε η ζωή πριν από τον θάνατο. 

Αυτή ακριβώς η  συνθήκη που μας περιγράφει η Χάννα Άρεντ, κάνει τρομακτική την προειδοποίησή της ότι, παρά την πτώση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, ο πειρασμός των ολοκληρωτικών λύσεων μπορεί κάλλιστα να επανέρχεται. 

Διότι με το Άουσβιτς αποδείχτηκε το αδιανόητο για όσους είχαν ελπίσει στην «ανθρώπινη φύση»: ότι η «ανθρώπινη φύση», παρότι «ορισμένη και εναναορισμένη από δύο χιλιάδες χρόνια φιλοσοφίας, […] μπορούσε να περιέχει (τέτοιες) απρόβλεπτες και άγνωστες δυνατότητες»[3]

Ως ανθρώπινη ασπίδα λοιπόν απέναντι στον πειρασμό των ολοκληρωτικών λύσεων, προβάλλει η δεύτερη διάσταση του έργου της Άρεντ, όπως την ταξινόμησε ο Καστοριάδης: 

Είναι η εκ μέρους της «απόπειρα ανασυγκρότησης της πολιτικής σκέψης πάνω σε μια καινούργια βάση», κάτι που κάνει το έργο της να «αψηφά τον χρόνο». 

Και η «καινούργια αυτή βάση» είναι η σύλληψη του «κοινού κόσμου».  Για τον οποίον, εξαρχής ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για κάποιο φυσικό φαινόμενο ή για κάποιο τμήμα της γης, αλλά για «ανθρώπινο τεχνούργημα», για ανθρώπινη δημιουργία.  

Και προτείνει τον κοινό κόσμο ως το μοναδικό ανθρώπινο ενδιαίτημα το οποίο μπορεί να στεγάσει την ανθρώπινη πράξη, ώστε να δώσει νόημα σε κάθε ανθρώπινη ζωή. 

Πλην όμως, ο «κοινός κόσμος» δεν μπορεί παρά να είναι και δημόσιος. Έτσι ώστε να μπορεί ο καθένας να εισέλθει σ’ αυτόν. 

Και ως δημόσιος και κοινός δεν μπορεί παρά να αφορά την ανθρώπινη πληθύ, την ανθρώπινη πολλότητα.  Γι’ αυτό ακριβώς διακρίνεται σταθερά από το χώρο που κατέχουμε ιδιωτικά μέσα σ’ αυτόν (π.χ. τον οικογενειακό οίκο).

Την έννοια του «κοινού κόσμου» ή του «δημόσιου χώρου» η Χάννα Άρεντ τη δίνει σχηματικά με ένα παράδειγμα: τον παρομοιάζει με ένα τραπέζι, που βρίσκεται ανάμεσά μας.  Το οποίο χωρίζει μεν τους ανθρώπους, ώστε να μην πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο και «μαζοποιούνται» σαν χυλός, αλλά ταυτόχρονα και τους συνδέει ώστε να συνυπάρχουν. Μάλιστα, προσθέτει, «αυτό που κάνει αφόρητη τη μαζική κοινωνία δεν είναι ο αριθμός των ανθρώπων που περιλαμβάνει ή τουλάχιστον δεν είναι αυτός κατά κύριο λόγο, αλλά το γεγονός ότι ο κόσμος ανάμεσά τους έχει χάσει την δύναμή του να τους συγκεντρώνει, να τους συνδέει και να τους διαχωρίζει»[4].

Παρομοιάζει μάλιστα τη μαζική κοινωνία σαν μια «πνευματιστική συγκέντρωση» γύρω από ένα τραπέζι. Το οποίο, με ένα μαγικό τέχνασμα, χάνεται ξαφνικά, με συνέπεια να μην υπάρχει πια τίποτε άξιο λόγου που να χωρίζει ή να συνδέει τους ανθρώπους οι οποίοι κάθονται απέναντι. Διότι, «ό,τι αξίζει, βρίσκεται μεταξύ μας», όπως τονίζει η Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου[5].

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτόν τον «μεταξύ των ανθρώπων κόσμο» επιχειρεί πάντοτε να καταστρέψει ο ολοκληρωτισμός. Διότι η ύπαρξη ενός κοινού κόσμου δεν επιτρέπει σε κανέναν να φέρει συνθήκες ερημίας, όπου οι άνθρωποι μετατρέπονται σε ακοσμικά πλάσματα, τα οποία δεν τα συνδέει τίποτα. 

Η Χάννα Άρεντ, άλλωστε, δίνει μια τρομακτική πτυχή του σταλινικού εγχειρήματος για την εγκατάσταση της ανθρώπινης ερημίας: ήταν η «κολλητική ενοχή», όπως την αποκαλεί[6].

Όπου, προκειμένου να εξοριστεί από τον ανθρώπινο κόσμο κάθε προορισμένος για εξόντωση, αντιμετωπίζονταν ως συνένοχοι όλοι όσοι είχαν έστω και τυχαία σχέση μαζί του. Με συνέπεια να είναι υποχρεωμένοι να μεταμορφωθούν αυτόματα στους «πιο άγριους εχθρούς του», προκειμένου να σωθούν. 

Γι’ αυτό ακριβώς η Άρεντ, ακόμη και όταν δεν μιλάει ευθέως για τον κοινό κόσμο, μοιάζει αυτόν να θέλει να υπερασπιστεί. Ακόμη και όταν ασχολείται με την «καλαισθησία» και το «γούστο». 

Και βέβαια έχει δίκιο και σ’ αυτό, διότι πώς να ζήσεις σε έναν κόσμο χωρίς καλαισθησία και γούστο; 

Όσο λοιπόν αδυσώπητη εμφανίζεται απέναντι στον ολοκληρωτισμό, τόσο αγκαλιάζει με όλη της την ύπαρξη τον «κοινό κόσμο». Διότι ξέρει ότι ένας αλώβητος κοινός κόσμος είναι το μόνο «φάρμακο απέναντι στην αρρώστια του ολοκληρωτισμού».  Γι’ αυτό και σαν «μάγισσα»,  ξορκίζει τους εχθρούς του κοινού μας κόσμου με λόγια μαγικά. Γράφει λοιπόν με τη συναρπαστική της πρόζα:

«Ο κοινός κόσμος είναι ο χώρος στον οποίο μπαίνουμε όταν γεννιόμαστε και αφήνουμε πίσω μας όταν πεθαίνουμε. […] Υπήρχε πριν έρθουμε και θα διαρκέσει περισσότερο από τη σύντομη διαμονή μας σ’ αυτόν. Είναι ό,τι έχουμε από κοινού όχι μόνο με όσους ζουν μαζί μας αλλά και με όσους υπήρξαν εδώ πριν και με όσους θα έρθουν μετά από μας»[7].

Εξαγγέλλει έτσι και την «επίγεια αθανασία» της δημόσιας σφαίρας, η οποία εμφανίζεται με τη μορφή  σημασιών και νοήματος.

Διότι –για να παραφράσω τον Καστοριάδη– η κοινωνία μπορεί να κάνει στον άνθρωπο ή να αποφύγει να κάνει τα πάντα. Να τον κάνει ή να μην τον κάνει μουσουλμάνο, χριστιανό, κομμουνιστή και πάει λέγοντας. Ένα όμως δεν μπορεί να αποφύγει: να του δώσει νόημα! 

Άλλωστε, αυτό που μετατρέπει το «χάος, απ’ όπου προερχόμαστε σε κόσμο», όπως επιγραμματικά μας είπε ο Καστοριάδης, είναι ακριβώς η δημιουργία σημασιών και νοήματος.

Γι’ αυτό και η Άρεντ μας προειδοποιεί ότι, εξαιτίας της «φυσικής αποστροφής του ανθρώπου στη ματαιότητα», δηλαδή στην απουσία νοήματος, η δημόσια σφαίρα δεν μπορεί να φιλοξενήσει το ασήμαντο. Δηλαδή το α-νοηματικό. 

Το «μάγεμα» λοιπόν της κοινωνίας από το ασήμαντο και το ιδιωτικό – μας προειδοποιεί πάλι η Χάννα Άρεντ– όχι μόνον δεν συγκροτεί δημόσια σφαίρα αλλά σημαίνει το ακριβώς αντίθετο: ότι η δημόσια σφαίρα έχει εξαφανιστεί. 

Διότι, άλλο δημόσια σφαίρα και άλλο ιδιωτικές δραστηριότητες που εκτίθενται δημοσίως. 

Με συνέπεια ο δημόσιος χώρος να τρέπεται σε «ψευτοδημόσιο» και η πολιτική, από ύψιστη εκδήλωση της ανθρώπινης πράξης, να εκπίπτει  σε αντιπολιτική «πορνογραφία» – για να θυμηθούμε πάλι τον Καστοριάδη. Γι’ αυτό και ο Καστοριάδης, προειδοποιεί: μόνον «όσα έχουν σημασία πρέπει να εμφανίζονται στη δημόσια σκηνή»[8].

Πώς είναι ο κοινός μας κόσμος

Ως απάντηση λοιπόν στον κίνδυνο της έκπτωσης, στην οποία οδηγεί αναγκαστικά κάθε τέτοια μονοδιάστατη εκδοχή του κοινού κόσμου, η Άρεντ επιχειρεί την ανάδειξη όλων εκείνων των στοιχείων, που συγκροτούν τον πολύπλευρο χαρακτήρα του.

Και πρώτα απ’ όλα την ανθρώπινη πληθύ, σε συνδυασμό με τη διαφορετική ματιά, με την οποία βλέπουν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο, αφού όλοι  είμαστε διαφορετικοί, με συνέπεια ο κόσμος να έχει τόσες όψεις, όσες και οι άνθρωποι που τον συγκροτούν. Για να  συμπεράνει ότι  «κανείς δεν κατανοεί μόνος του τον κόσμο», χωρίς τη ματιά του άλλου.

Γι’ αυτό ακριβώς, πρώτος ο τύραννος, μας λέει, είναι αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει πραγματική γνώση, εξαιτίας της απουσίας  δίπλα του ισότιμων προσώπων που βλέπουν τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες. 

Μάλιστα, η συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ετερότητας ως αναγκαίας συνθήκης του κόσμου μάς προστατεύει από έναν ακόμη κίνδυνο: τη ζωή της «μυρμηγκοφωλιάς», στην οποία μπορεί να οδηγήσει η ομοφωνία, όταν αυτή είναι προϊόν κομφορμισμού της μαζικής κοινωνίας ή έκφραση μαζικής υστερίας[9].

Γι’ αυτό ακριβώς και η Άρεντ προειδοποιεί όσους ονειρεύονται να εξοντώσουν, με οποιονδήποτε τρόπο, κάποιο τμήμα του κόσμου, όπως π.χ. στην πολιτική, κάποιαν αντίπαλη παράταξη:

Το τέλος του κοινού κόσμου έχει επέλθει, όταν αυτός αντικρίζεται από μία μόνον πλευρά ή έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζεται σε μία μόνο προοπτική. 

Διότι, αν αφανιστεί μια ομάδα ανθρώπων που προβάλλει κάποια δική της άποψη για τον κόσμο, δεν χάνεται απλώς μια ομάδα ανθρώπων. Χάνεται μια όψη του κόσμου. Που σημαίνει ότι καταστρέφεται τμήμα του κοινού κόσμου. Τον οποίο χάνει και ο ίδιος ο εξολοθρευτής. 

Γι’ αυτό, εξηγεί η Άρεντ, «στον βαθμό που η πολιτική γίνεται καταστροφική και προκαλεί το τέλος κόσμων, καταστρέφει και εξοντώνει τον εαυτό της»[10].

Και όλα αυτά χωρίς η Άρεντ να προτείνει κανένα πρότυπο δράσης, από όλα όσα ταλαιπώρησαν την ανθρωπότητα. 

Αντίθετα, με βαθιά επίγνωση αυτής της παγίδας των προτύπων, αναδεικνύεται σε ανελέητη αντίπαλο κάθε ιστορικής αναγκαιότητας. Είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο.

Αρνούμενη μάλιστα στα ανθρώπινα την ιδέα «ειδικών του καθολικού», όπως επιγραμματικά εξέφρασε ο Καστοριάδης αυτήν την χλευαστική προς τη δημοκρατία εκδοχή, αρκείται να προτείνει μόνον «πρότυπο» σκέψης και κρίσης:  την ευρύνοια ή τη διευρυμένη νοημοσύνη.

Επειδή επιτρέπει να μπαίνουμε στη θέση του άλλου και να βλέπουμε τον κόσμο και με τη δική του ματιά. 

Και από δίπλα, προσθέτει κάποιες ελάχιστες αρχές. Με κορυφαία την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης για τις πράξεις μας[11].

Ως ύψιστη καλαισθησία και έκφραση της αγάπης μας για τον κόσμο.

  

[1] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο Πολιτικός του Πλάτωνα. Επτά σεμινάρια στην EHESS, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη, Ύψιλον, 2020.

[2] Στο έργο Χώροι του Ανθρώπου, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας,  Ύψιλον, 2007.

[3] Χάννα Άρεντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα, γ΄τόμος, μετάφραση: Γιάννης Λάμψας, Ευρύαλος, 1988.  

[4] Χάννα Άρεντ, Ανθρώπινη κατάσταση, μετάφραση: Στέφανος Ροζάνης, Γνώση, 2009.

[5] Στη σημαντική ανάλυση της σκέψης της Χάννα Άρεντ από τη Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου, Hannah Arendt: Ο νόμος της Γης και η λησμονημένη παράδοση, Αλεξάνδρεια, 2021.

[6] Ό.π., Χάννα Άρεντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα, γ΄τόμος.

[7] Ό.π., Χάννα Άρεντ, Ανθρώπινη κατάσταση.

[8] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η Ελληνική Πόλις και η Δημιουργία της Δημοκρατίας» στο: Χώροι του Ανθρώπου, ό.π.

[9] Richard J. Bernstein, Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ, μετάφραση: Βασιλική Σουλαδάκη, Επίκεντρο, 2019.

[10] Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, μετάφραση: Κατερίνα Χαλμούκου, Κέδρος, 2009.

[11] Richard J. Bernstein, ό.π.