Η νέα κοινωνική σύγκρουση που προκύπτει σε υπερεθνικό επίπεδο από την παγκοσμιοποίηση της αγοράς, της πληροφορίας, των συγκοινωνιών, της γνώσης και διάδοσης της επιστήμης, επιδιώκει να συγκρίνει αυτούς που έχουν τα οικονομικά μέσα και τις δεξιότητες για να συγκλίνουν με όφελος στην παγκοσμιοποίηση και αυτούς που έχουν υποστεί την παγκοσμιοποίηση σαν κατάρα κι αντιστέκονται σθεναρά, δογματικά, αντιδραστικά.
Αν επιμείνουμε να βλέπουμε την πολιτική και την κοινωνία με τα μάτια του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα, με ταξικούς όρους σε εθνικά πλαίσια, δεν πάμε μακριά, μένουμε κολλημένοι στο παρελθόν και στις παλιές ιδεοληψίες, αδόκιμες πλέον. Η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας δεν εξηγεί τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές εντάσεις και είναι ακόμη πιο δύσκολο να εξηγήσουμε τα πολιτικά φαινόμενα που πηγάζουν από αυτές τις εντάσεις και δεν είναι ποτέ τοπικά, εθνικά μονάχα, αλλά συνδεμένα με την παγκόσμια ροή πραγμάτων.
Από την άλλη, σκεπτόμενοι υπό το πρίσμα της αντίθεσης μεταξύ βυθισμένων στη νέα φτώχεια του καταμερισμού του πλούτου και σωσμένων από την παγκοσμιοποίηση και τις ευκαιρίες της για επιβίωση σε μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας που απαλλάχτηκαν από την απόλυτη φτώχεια της πείνας, αντιλαμβάνεται κανείς την αίσθηση της διαμαρτυρίας των προνομιακών κοινωνικών τάξεων του αναπτυγμένου κόσμου, όπως των κίτρινων γιλέκων στο κέντρο του Παρισιού, ή τη λογική που ώθησε τους υπέρμαχους του Brexit να καταψηφίσουν την Ευρώπη ή ακόμα και να κατανοήσουμε τη λαϊκιστική κυριαρχία του εθνικισμού, στην ιταλική της έκδοση Salvini - Meloni, που τη βρίσκουμε και σε άλλες ευρωπαϊκές δυστυχώς.
Η μεσαία τάξη αναπτυγμένων χωρών σε καιρούς ανοίγματος των εθνικών αγορών παρακμάζει με ορατό τρόπο ενώ η κοινωνική σύγκρουση αυξάνεται λόγω της αδυναμίας των εθνικών κυβερνήσεων να αντισταθούν με ισχύ στα τρομακτικά οικονομικά μεγέθη. Αυτό συμβαίνει επειδή κάποιος επενδυτής έχει καταλάβει ότι μπορεί να αποκομίσει τεράστια οφέλη στα διεθνή χρηματιστήρια, τουλάχιστον σε αυστηρά οικονομικό επίπεδο, από τη σύνδεση κατά τα άλλα απομονωμένων ή περιθωριοποιημένων εθνικών θεμάτων, χάρη στα κοινωνικά δίκτυα και τις διοχετευμένες στα ΜΜΕ πληροφορίες, αξιοποιώντας εκτεταμένους (ακόμη και δικαιολογημένους) φόβους και άλλες στοιχειώδεις, ενστικτώδεις ορμές και φοβίες, κατευθύνοντας οικονομικές συμπεριφορές. Δηλαδή μιλάμε για συνδυασμό επενδύσεων στον παγκόσμιο ιστό από τη μια και ταυτόχρονα διάδοση ψευδών ειδήσεων και προπαγάνδας για τη χειραγώγηση αφελών θυμάτων των μεγαλοαπατεώνων. Μια τέτοια μορφή εκμετάλλευσης που μπορεί σύντομα να αποδειχτεί τερατούργημα, είναι η ξαφνική κατάρρευση των κρυπτονομισμάτων.
Όσοι ενημερώνονται από τον διεθνή έγκυρο τύπο γνωρίζουν τα άρθρα της Carole Cadwalladr στον Guardian και τον Observer για τον ρόλο του Facebook και των κοινωνικών δικτύων στην ψηφοφορία για το Brexit και πολλά άλλα ζητήματα της Ευρωπαϊκής πολιτικής, όπου και ο Πούτιν έκανε πρόσφατα τις δικές του προσπάθειες χειραγώγησης κι εξακολουθεί και σε περιόδο πολέμου. Επηρεάζουν καθοριστικά την έκβαση πολιτικών αποφάσεων, εφόσον έχουν επενδύσει σε αυτές προκαταβολικά για την αισχροκέρδεια που επιτυγχάνουν σε χρηματιστηριακές αξίες, μετοχές, μεταπωλήσεις. Καταστρέφοντας έτσι εθνικές δημοκρατικές διαδικασίες και τύχες ολόκληρων λαών που δεν έχουν θεσμικές δυνατότητες αντίστασης στη χειραγώγηση λαϊκιστών και μυστικών επενδυτών τους. Που όχι σπάνια βρίσκονται στα ηγετικά έδρανα που αποφασίζουνε σχετικά!
Σήμερα, η μεταρρυθμιστική πολιτική σκέψη δεν μπορεί να περιοριστεί στην πρόκληση διαρκούς αυξητικής προόδου, μετρήσιμη αποκλειστικά και μόνο με οικονομικά κριτήρια. Θέλουμε να διατηρήσουμε την ευημερία που κληρονομήσαμε από τον εικοστό αιώνα αλλά και να κυβερνήσουμε τις περίπλοκες διαδικασίες παραγωγής πλούτου και αναδιανομής ευκαιριών για όλους ισότιμα. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες) είναι απόδειξη ότι η οικονομική ανάπτυξη που κυμαίνεται σε υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ φέρνει μαζί του και φυσικά εκφυλιστικά στοιχεία. Είναι μια ανάπτυξη που μολύνει το περιβάλλον, αυξάνει το στρές, την αβεβαιότητα της εργασίας, τις κοινωνικές ανισότητες, αποκλείει ολόκληρες κοινωνικές τάξεις, προκαλεί διάρηξη του οικωνικού ιστού και ανομία, παραβατικότητα έως και εγκληματικότητα. Είναι μια εξέλιξη που αφαιρεί νόημα και πάθος από τις ζωές των περισσότερων ανθρώπων, γίνεται τεχνολογικός αυτοματισμός που προκαλεί τυφλή πειθαρχία σε γραφειοκρατίες και ιεραρχίες και καταστρέφουν τη γεύση της δημιουργικότητας, καταργούν την ανθρωπιά.
Ένας μεταρρυθμιστικός προβληματισμός σήμερα χρειάζεται ένα πλεόνασμα ριζοσπαστισμού, κάτι σαν μια νέα μορφή του σλόγκαν Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ. Πρέπει να θέτει ρητά τον στόχο του συνδυασμού της καινοτομίας, της ανάπτυξης και της κοινωνικής ένταξης, ως αποτέλεσμα δημοκρατικής σύνθεσης απόψεων και διαβούλευσης σε όλον τον κοινωνικό κορμό πριν τη λήψη καθοριστικών αποφάσεων για το μέλλον.
Μαζί, ταυτόχρονα και στοχευμένα, βήμα βήμα σε κάθε πολιτική διαδικασία. Όχι εκ των υστέρων με μια εκλογική τυπική διαδικασία εκλογής επαγγελματιών πολιτικών που προσφέρουν χωρίς διαφάνεια στους πολίτες τις υπηρεσίες τους εκτός τόπου και χρόνου σε κάποιους κλειστούς χώρους, ίσως υπό την ηγεμονία μυστικών εξουσιών που επιβουλεύονται χρηματιστηριακά ή με άλλο γεωστρατηγικό τρόπο την ίδια τη χώρα. Αλλά εκ των προτέρων, με αυτογνωσία!
Η ιστορία των τελευταίων είκοσι ετών μας διδάσκει ότι οποιαδήποτε συνταγή ανάπτυξης που βασίζεται γενικά στο κεφάλαιο, στην τεχνολογία, την καινοτομία και την αριστεία δεν αρκεί για να καθορίσει τροχιές βιώσιμης ανάπτυξης. Παράγονται αναπόφευκτα ζώνες κινδύνου, αποκλεισμού, εγκατάλειψης κοινωνικών στρωμάτων που δεν βρίσκουν πουθενά δικαιώματα επιβίωσης κι επανένταξης. Οι επιδοματικές λύσεις με το σταγονόμετρο αντί να λύνουν το πρόβλημα, το επαυξάνουν. Όσοι σχεδιάζουν την ανάπτυξη, δεν πρέπει να το κάνουν αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια και μεγέθη, πρέπει ταυτόχρονα να σχεδιάσουν την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων αξιοποιώντας τη γνώση, την έρευνα και την τεχνολογία, επενδύοντας στην πολιτική τις επιστημονικές κατακτήσεις της εποχής μας, ώστε να αποφεύγονται οι συντηρητισμοί, οι δογματισμοί, οι αναχρονισμοί που ταλαιπωρούν την πολιτική ελίτ των χωρών και ειδικά των φτωχών χωρών της περιφέρειας της Ευρώπης όπως η Ελλάδα, με βαρύ φορτίο αντιδυτικών προκαταλήψεων και ανατολίτικη δογματική νοοτροπία με τον υψηλότερο Ευρωπαϊκό δείκτη ξενοφοβίας και εθνικισμού που οδηγούν στην απόκλιση, στον απομονωτισμό.