Η πολυδιάστατη κρίση, η οποία πλήττει την χώρα μας, ανέδειξε πολλές παθογένειες τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το θέμα είναι, εάν θα μπορέσουν τόσο η κοινωνία όσο και το πολιτικό σύστημα να κάνουν τον απαραίτητο αυτοκριτικό διάλογο και να εξάγουν εκείνα τα συμπεράσματα, τα οποία θα βοηθήσουν τον τόπο να πορευθεί προς το μέλλον χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Κατ’αρχήν να σταματήσουν να διακατέχονται από τη λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου», ο οποίος είναι πάντα ο άλλος, δηλ. ο ξένος παράγων. Πάνω σε αυτή δε τη λογική να χτίζεται ένα πολύπλοκο συνωμοσιολογικό δίκτυο, το οποίο προσπαθεί να «ισοπεδώσει και να εξαγοράσει» τα πάντα. Με άλλα λόγια να απαλλαγεί από τα φοβικά σύνδρομα, τα οποία αναφύονται λόγω της προβληματικής και χωρίς σύγχρονη δυναμική λειτουργίας των οικονομικών και κοινωνικών δομών αυτού του τόπου. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, διότι ξεβολεύει και απαιτεί την αλλαγή της νοοτροπίας και του τρόπου ζωής. Είναι όμως αναγκαίο και αποτελεί προϋπόθεση για την απαλλαγή του τόπου από τις παθογένειες, που τον ταλαιπωρούν.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο χώρος της εκαπίδευσης, ο οποίος για την προοπτική της χώρας αποτελεί βασικό πυλώνα. Στην εποχή της γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος παίζει κυρίαρχο ρόλο στην πορεία μιας κοινωνίας και τις δυνατότητες της για ανάπτυξη. Η κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα και η αναφορά του πολιτικού συστήματος (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) στην καινοτομία και στη γνώση, ως βασικών αναπτυξιακών παραμέτρων, το καταδεικνύουν. Στην πράξη όμως δεν φαίνεται να αλλάζει κάτι. Ακόμη βασιλεύουν τα φροντιστήρια, αν και οι «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» διαδέχονται η μία την άλλη. Το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τα στοιχεία, που προέκυψαν από έρευνα, η οποία έγινε για λογαριασμό του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Φροντιστών Αττικής (εφημερίδα «Καθημερινή online», 27.01.2014). Η έρευνα αυτή ήταν πανελλαδικής εμβέλειας με τυχαία δειγματοληψία (534 γονείς και κηδεμόνες αποφοίτων ενιαίου λυκείου της τελευταίας 5ετίας, δηλαδή 2009 και μετά). Το χρονικό διάστημα πραγματοποίησης της ήταν από 11 Δεκεμβρίου 2013 έως 19 Ιανουαρίου 2014. Σύμφωνα με αυτήν 8 στους 10 μαθητές λυκείου, δηλαδή ποσοστό 80 %, κάνουν φροντιστήριο για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό των πανελλαδικών εξετάσεων. Το ποσοστό αποτυχίας στους μαθητές με εξωσχολική, φροντιστηριακή υποστήριξη είναι 12 %, ενώ στους μαθητές χωρίς εξωσχολική υποστήριξη είναι τριπλάσιο (35 %). Η συνολική δαπάνη της εξωσχολικής υποστήριξης για μαθήματα σε φροντιστήριο σε όλες τις τάξεις του λυκείου φτάνει τα 7.937 ευρώ, ενώ για ιδιαίτερα μαθήματα τα 10.190 ευρώ. Το μγαλύτερο μέρος της δαπάνης (42 %) αφορά στη Γ’Λυκείου. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την αποτυχία και ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος από το ένα μέρος και την ανοχή της κοινωνίας σε αυτή την κατάσταση από το άλλο.
Και αυτό είναι οδυνηρό, εάν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του τρίτου τριμήνου του 2013 (news.in.gr, 27 Ιανουαρίου 2014). Σύμφωνα με αυτά, το τρίτο τρίμηνο του 2013 το διαθέσιμο εισόδημα του τομέα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, που εξυπηρετούν νοικοκυριά, μειώθηκε κατά 8 % σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από τα 33 δισ.ευρώ στα 30,4 δισ.ευρώ. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 9,9 % και στην μείωση κατά 8,2 % των κοινωνικών παροχών, τις οποίες εισπράττουν τα νοικοκυριά. Και ενώ αυτά συμβαίνουν, τόσο η κοινωνία όσο και το πολιτικό σύστημα δεν ενεργοποιούνται για την αντιμετώπιση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης. Ξοδεύονται τεράστια ποσά για την παραπαιδεία, αιμορραγεί η κοινωνία και ευημερεί η παρασιτική οικονομία. Αρκεί να λάβουμε υπόψη, ότι «παρακολουθούν φροντιστήριο το 94 % των μαθητών, η οικογένεια των οποίων έχει μηνιαίο εισόδημα πάνω από 2000 ευρώ, το 91 % των μαθητών η οικογένεια των οποίων έχει εισόδημα από 1500 έως 2000 ευρώ, ενώ ακόμη και για όσες οικογένειες έχουν εισόδημα έως 500 ευρώ, το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει στο 65 %». Κατά τα άλλα στην Ελλάδα υπάρχει «δωρεάν παιδεία».
Με αυτά τα δεδομένα είναι ερμηνεύσιμη η φυγή στο εξωτερικό ενός σημαντικού αριθμού αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων. Σταδιακά συρρικνώνεται η δεξαμενή αυτών, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πνευματική ηγεσία αυτού του τόπου και να διασφαλίσουν την βιωσιμότητα και την προοπτική της ελληνικής κοινωνίας στην εποχή της γνώσης. Σε συνδυασμό δε με την γήρανση της κοινωνίας και την ανυπαρξία σύγχρονης δυναμικής στο σύνολο των κοινωνικών συστημάτων διαφαίνεται στον ορίζοντα ο πολιτισμικός θάνατος. Για την αντιστροφή αυτής της αρνητικής πορείας δεν βοηθά ο εθνικισμός και η εσωστρέφεια, τα οποία αρχίζουν να αναπτύσσονται επικίνδυνα. Ούτε και η φοβική συμπεριφορά απέναντι στο φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών και η λογική της συνωμοσιολογίας βγάζουν τον τόπο από την κρίση και την καθοδική πορεία, που ακολουθεί. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο τόπος βυθίζεται όλο και περισσότερο στην παρακμή. Με αυτό τον τρόπο ούτε η φυγή των νέων επιστημόνων σε άλλες χώρες ούτε και οι επιπτώσεις του φαινομένου της μετακίνησης πληθυσμών αντιμετωπίζονται.
Εξάλλου πως να συγκρατήσει κάποιος τους νέους στον τόπο που γεννήθηκαν, όταν η αναξιοκρατία και η πελατειακή λογική κυριαρχούν. Ιδιαιτέρως δε σε περίοδο οικονομικής κρίσης και όχι μόνο, όταν τους στερείται η δυνατότητα ή ακόμη καλύτερα το δικαίωμα να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ένα ανεκτό όριο ποιότητας ζωής. Οι εκκλήσεις, είτε πολιτειακών παραγόντων είτε εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος για την ανάγκη παραμονής των νέων επιστημόνων δεν αρκούν και δεν θα φέρουν αποτέλεσμα. Και τούτο, διότι έχουν περισσότερο θεωρητικό χαρακτήρα, χωρίς να συνοδεύονται από ρεαλιστικό σχεδιασμό σε σχέση με την διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την παραμονή τους στον τόπο προέλευσης τους.
Γι’ αυτό έχει χαθεί σε επικίνδυνο βαθμό η εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Οι πολίτες και ιδιαιτέρως οι νέοι θεωρούν από το ένα μέρος ότι η διαφθορά διαπερνά τα πάντα και από το άλλο η ανασφάλεια και η ανυπαρξία προοπτικής έξω από αυτό το διεφθαρμένο σύστημα είτε τους αναγκάζουν να την αναπαράγουν είτε να φύγουν από τον τόπο τους ή να μη συμμετέχουν στο κοινωνικό πολιτικό γίγνεσθαι. Δεν είναι τυχαίο, ότι στις διάφορες κομματικές εκδηλώσεις ή διαδικασίες η ηλικιακή εκπροσώπηση κυριαρχείται από τα «άσπρα μαλλιά». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο τρόπος σκέψης αυτών που συμμετέχουν. Το τέλμα και ο στείρος προσανατολισμός στο παρελθόν αποτελούν σημεία αναφοράς της ελληνικής πραγματικότητας. Έτσι όμως δεν επιβιώνει μια κοινωνία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της μεγάλης ταχύτητας της δυναμικής της εξέλιξης. Ιδιαιτέρως δε όταν η οικονομία της δεν είναι παραγωγική, η κατάσταση γίνεται κρίσιμη.
Η κρισιμότητα αυτή εκφράζεται και με την όξυνση των κοινωνικών σχέσεων και την εμφάνιση φαινομένων βίας και ανομίας. Το τραγικό δε είναι, ότι σε αρκετές περιπτώσεις αυτά τα φαινόμενα έχουν και πολιτικά στηρίγματα. Αρκεί να αναφερθεί το κίνημα «Δεν πληρώνω», και τα γιαουρτόματα και επιθέσεις κατά πολιτικών ή και πολιτών αντίπαλου κόμματος. Εάν μάλιστα υπάρξει συνδυασμός και με την εθνικιστική λογική, τότε έχουμε και δολοφονίες πολιτών ή μεταναστών. Τελικά η ρήση του Μιχάλη Κυριακίδη σε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα, ότι «ακόμη δεν βγάλαμε τον εμφύλιο από μέσα μας» αποτυπώνει με μεγάλη πιστότητα μια πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας. Φαίνεται, ότι σε μεγάλο βαθμό η ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου δεν έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από την ατομική και συλλογική συνείδηση. Και πως να γίνει, όταν ο διάλογος και η συναίνεση είναι ανύπαρκτα στη σύγχρονη Ελλάδα.
Η Ελληνική κοινωνία δεν λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο, το οποίο μετά από ορθολογικές νοητικές διεργασίες και σφαιρική γνώση της πραγματικότητας κρίνει και διαμορφώνει απόψεις, ώστε να κάνει πολιτικές επιλογές. Αυτό βέβαια συνάδει και με τα ποιοτικά χρακτηριστικά των υπαρχόντων κομμάτων, τα οποία πορεύονται προς το μέλλον και διεκδικούν την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας με «βάρκα την ελπίδα» και γενικόλογες ιδεολογηματικού χαρακτήρα προτάσεις. Γι’αυτό και η πολιτική επικοινωνία σηρίζεται στο λαϊκισμό, στον εθνικισμό και στην εξιδανικευτική προσέγγιση της πορείας στο μέλλον. Και όλα αυτά χωρίς την ενεργό παρουσία και συμμετοχή των πολιτών και των οργανωμένων δομών, οι οποίες τους εκφράζουν. Ο ενεργός τους ρόλος περιορίζεται στην υπερψήφιση του ενός ή του άλλου κόμματος στις εκλογές. Αυτά αναλαμβάνουν μετά την διαχείριση του αποτελέσματος των εκλογών με την δραστηριοποίηση τους στις προβλεπόμενες κοινοβουλευτικές διαδικασίας. Οι πολίτες αρκούνται στην παρακολούθηση των εξελίξεων στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος. Έτσι κι’αλλιώς θεωρητικά εκπροσωπούνται από τους βουλευτές και τα κόμματα. Υποτίθεται ότι αυτοί, που τους εκπροσωπούν, έχουν τη γνώση και το σχέδιο για την μετάβαση στη «γη της επαγγελίας». Σε αυτήν που βρίσκεται ο τόπος και ταλαιπωρείται από το 2009 και μετά.
Υπάρχει ελπίδα και προοπτική παρά τις παθογένειες, που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα; Δύσκολο ερώτημα και ακόμη πιο δύσκολη η απάντηση. Και αυτό, διότι ο χρόνος σε πλανητικό επίπεδο κινείται με μεγάλη ταχύτητα, ενώ οι εξελίξεις στην Ελλάδα είναι πολύ αργές, με αποτέλεσμα η ολοκλήρωση της προσπάθειας ανάκαμψης να έλθει αργοπορημένα και εκπρόθεσμα. Το κακό στην προκειμένη περίπτωση είναι, ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν περιμένει. Σίγουρα όμως πρέπει να γίνει η προσπάθεια, διότι στην αντίθετη περίπτωση η ελληνική κοινωνία θα ακολουθήσει φθίνουσα πορεία.