Η χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες γνώρισε σημαντική ανάπτυξη σε πολλούς τομείς και ξεπέρασε πολλές γκρίζες πλευρές της προπολεμικής και μετεμφυλιακής εποχής της.
Εντάχθηκε στους δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς ασφάλειας και ανάπτυξης και πλησίασε πολλές πλευρές του δημοκρατικού και ανεπτυγμένου κόσμου. Κουβαλούσε όμως στην ανοδική πορεία της και πολλές παθογένειες του παρελθόντος σε όλα τα πεδία της δημόσιας ζωής και της οικονομίας.
Η χώρα μας ενώ μείωνε τις αποστάσεις από τον ανεπτυγμένο κόσμο, δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τις μεγάλες οικονομικές, παραγωγικές και τεχνολογικές αλλαγές τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι δύο παγκόσμιες κρίσεις, πρώτα η χρηματοπιστωτική και στην συνέχεια της πανδημίας, την βρήκαν απροετοίμαστη και την οδήγησαν σε μεγάλες οικονομικές, παραγωγικές και κοινωνικές απώλειες.
Το παραγωγικό και κοινωνικό μοντέλο απέτυχε να δώσει λύσεις, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού υποβαθμίστηκαν βίαια οικονομικά και κοινωνικά, ενώ μεγάλο μέρος των νέων επέλεξε την μετακίνηση στις χώρες της ΕΕ για να βιοποριστεί και να χτίσει το μέλλον του.
Από τις χειρότερες απώλειες είναι η απαξίωση των θεσμών της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης, η αποσταθεροποίηση της ιδέας της δημοκρατίας και η απαισιοδοξία για την επόμενη ημέρα.
Αυτή η νέα πραγματικότητα οδήγησε μεγάλο μέρος της κοινωνίας σε δραστική μείωση των ατομικών και συλλογικών προσδοκιών, στην απογοήτευση και την αποδοχή ενός απαισιόδοξου πεπρωμένου.
Η σημερινή κυβέρνηση, έχοντας την υποστήριξη των ισχυρών οικονομικών ομάδων, εγχώριων και διεθνών, προτείνει και υλοποιεί μια συνταγή του κλασσικού οικονομικού φιλελευθερισμού, που οδηγεί στην παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας, αλλά με ακόμη πιο ισχυρή συγκέντρωση της παραγωγής, συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και την ακόμη πιο φθηνή εργασία.
Οι Ευρωπαϊκοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ, των αγροτικών ενισχύσεων, των φθηνών δανείων, λόγω κάλυψης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που έφερε η πανδημία, και η ελαστική δημοσιονομική πολιτική, πάλι λόγω πανδημίας, είναι τα ισχυρά εργαλεία προώθησης της πολιτικής της.
Από κεκτημένη ταχύτητα, από ιδεοληψία και από συνειδητό σχεδιασμό, η κυβέρνηση πηγαίνει κόντρα και στο διεθνές οικονομικό ρεύμα πού ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επηρεάζει όλες τις χώρες με πρώτες τις χώρες της ΕΕ.
Η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, η υποστήριξη της μεσαίας τάξης, της εργασίας, του κοινωνικού κράτους και η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής είναι τα νέα προτάγματα στην Δύση και όχι μόνο.
Εάν, η κυβέρνηση ολοκληρώσει τους σχεδιασμούς της, οι ανισότητες στην χώρα μας θα ενταθούν, η οικονομική ισχύς των μεγάλων εγχώριων και διεθνών ομίλων με την στήριξη των ΜΜΕ θα ενισχύσουν το πολιτικό τους βάρος και, θα είναι εύκολο να ακυρώνουν κάθε προσπάθεια εναλλακτικών πολιτικών επιλογών, που θα επιζητούν μια πράσινη, δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη και μια διαφανή λειτουργία των θεσμών της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης.
Αυτή η προοπτική θα συρρικνώσει ακόμη και τον σημερινό ρόλο των φορέων της τοπικής, περιφερειακής και εθνικής πολιτικής εκπροσώπησης, αφού ο αναπτυξιακός σχεδιασμός και οι σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις θα λαμβάνονται από στενούς αλληλοϋποστηριζόμενους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, και όποιες αποφάσεις θα παίρνονται τοπικά και περιφερειακά θα υπαγορεύονται, από τις ίδιες ομάδες συμφερόντων.
Οι πολιτικές εκπροσωπήσεις σε όλα τα επίπεδα θα γίνουν ακόμη περισσότερο διεκπεραιωτές αυτών των επιλογών, αν θέλουν να διατηρήσουν τα αξιώματά τους.
Όταν ελεγχθεί η πανδημία, τραβηχτεί η κουρτίνα του φόβου και σταματήσουν τα επιδόματα και οι ταμειακές ενισχύσεις σε εργαζόμενους, ανέργους, επαγγελματίες και επιχειρήσεις και οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί επαναφέρουν τους δημοσιονομικούς και νομισματικούς κανόνες, θα φανεί το πραγματικό μέγεθος της οικονομικής, παραγωγικής και κοινωνικής κρίσης. Η αναμενόμενη διεθνώς σημαντική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ θα αποτυπωθεί και στην χώρα μας, όμως οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες δεν θα περιοριστούν, η ανάπτυξη που θα φέρουν οι κοινοτικοί πόροι, δεν θα διαχυθεί στην ελληνική κοινωνία, αντιθέτως η νέα παραγωγική διάρθρωση θα τις ενισχύει.
Όλα αυτά καθιστούν επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης τοπικών και περιφερειακών συμμαχιών αξιοπρέπειας, που θα υπερασπίζονται την αυτονομία της πολιτικής από τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και τους τοπικούς και περιφερειακούς εκφραστές τους.
Αυτό το μέτωπο αυτονομίας και αξιοπρέπειας μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την ενεργό συμμετοχή μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας και των νέων, πού δοκιμάζονται και θα δοκιμαστούν ακόμη περισσότερο.
Οι συμμαχίες αυτές θα υπερβούν παρατάξεις και κόμματα, που δεν θα μπορούν να κατανοήσουν τη νέα πραγματικότητα και, θα προσπαθούν να επιβιώσουν είτε με παλιές λαϊκίστικες συνταγές διαφόρων αποχρώσεων είτε με ενσωμάτωση στις επιλογές των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
Αυτή η στρατηγική αφορά απολύτως και τις γενικότερες εθνικές πολιτικές, όμως σήμερα αυτές φαίνονται καθηλωμένες είτε από ενοχές και αγκυλώσεις του παρελθόντος είτε από μικρές και μεγάλες ματαιοδοξίες προσώπων και πολιτικών ομάδων.
Ένας σαρωτικός άνεμος ενός ορθολογικού ριζοσπαστισμού μπορεί να δημιουργήσει μια ρεαλιστική αισιοδοξία στην πλειοψηφία των πολιτών που θα στηρίξει πολιτικές πράσινης βιώσιμης και εξωστρεφούς ανάπτυξης σε όλη την χώρα και για όλες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες.