Τόσο οι κοινωνικές ανισότητες όσο και η φτώχεια ευδοκιμούν στην Ελλάδα. Το πιστοποιούν στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.
Οι κοινωνικές ανισότητες βιώνονται με την άνιση προσβασιμότητα των πολιτών σε πόρους, υπηρεσίες και θέσεις (π.χ. στην εργασία) στην κοινωνία. Η βίωση τους μπορεί να γίνεται αισθητή ως ύπαρξη άνισων ευκαιριών και ανταμοιβών για διαφορετικές θέσεις ή status σε μια ομάδα ή στην κοινωνία και εμφανίζεται είτε ως ανισότητα συνθηκών (π.χ. άνιση κατανομή εισοδήματος και υλικών αγαθών) είτε ως ανισότητα ευκαιριών (π.χ. στην εκπαίδευση, στην υγεία κ.λ.π.).
Σε συνθήκες φτώχειας ευρίσκεται το άτομο, όταν τα έσοδα του είναι 6.030 ευρώ ετησίως και η οικογένεια με δυο παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, όταν τα έσοδα είναι 12.663 ευρώ ετησίως.
Στην έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών «Tackling multiple diskrimination in Greece», η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Καταπολέμηση των πολλαπλών διακρίσεων στην Ελλάδα» με την συμμετοχή 4 εταίρων (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Περιφέρεια Κρήτης, Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης) και χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ παρουσιάσθηκε σε διεθνές συνέδριο τον Δεκέμβριο του 2018, παρουσιάζονται οι πολλών διαστάσεων ανισότητες, που βιώνονται από τους πολίτες είτε λόγω των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών στον χώρο της εργασίας, είτε λόγω της εθνικής προέλευσης, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της αναπηρίας ή χρόνιας νόσου, της ηλικίας, της καταγωγής, της φυλής ή του χρώματος των ανθρώπων.
Επίσης διαπιστώθηκε, ότι οι πολλαπλές διακρίσεις συνδέονται με την φτώχεια και την ανεργία. Έχει δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ότι, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 44% πιστεύει, ότι ο ρόλος της γυναίκας είναι να φροντίζει το σπίτι και την οικογένεια, στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 69%.
Οι κοινωνικές διακρίσεις σε συνδυασμό με την φτώχεια, την οποία πριμοδοτούν τόσο το σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας όσο και η πολιτική τους διαχείριση διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την δημιουργία συνθηκών αποσταθεροποίησης.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Ελλάδα είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα μετά την Βουλγαρία και η πιο φτωχή στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 2023 βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 26,1% των Ελλήνων, δηλαδή 2.658.400 άτομα. Το 2022 το ποσοστό φτώχειας ήταν 26,3%.
Επισημαίνεται, ότι το ποσοστό των νέων ηλικίας 18 – 24 ετών, που ζουν σε συνθήκες υλικής και κοινωνικής στέρησης είναι διπλάσιο σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό. Για παράδειγμα το 2023 το 14,7% των νέων ηλικίας 18 – 24 ετών ζούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.
Στις γυναίκες οι συνθήκες υλικής και κοινωνικής στέρησης πλήττουν το 14,1%, στα άτομα πάνω από 55 ετών το 13%, ενώ στους άνδρες το ποσοστό είναι 12,9%. Η υλική και κοινωνική στέρηση δεν ταυτίζεται με την φτώχεια, διότι δεν υπολογίζεται με βάση το εισόδημα αλλά με βάση την πρόσβαση στα αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες, δηλαδή την διατροφή, την στέγαση, την αναψυχή, την δυνατότητα διακοπών για 1 εβδομάδα, την κάλυψη έκτακτων εξόδων.
Τέλος σύμφωνα με την ΓΣΕΕ η παιδική φτώχεια καταγράφει επίσης υψηλό ποσοστό. Το 2023 το 22% των ανηλίκων βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας.
Ενισχυτικά για την διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας στην Ελλάδα λειτουργεί και η αύξηση στις τιμές των ακινήτων, η οποία σε 7 χρόνια έφτασε στο 88%. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 οι τιμές πώλησης κατοικιών αυξήθηκαν κατά 9,2%, όταν το πρώτο τρίμηνο είχαν αυξηθεί κατά 10,6% και το 2023 κατά 13%.
Η επιβράδυνση της ανοδικής πορείας των τιμών δεν συμβαδίζει με την αντίστοιχη πορεία των εισοδημάτων των νοικοκυριών για συγκεκριμένους λόγους. Η Τράπεζα της Ελλάδος σε έκθεση της τονίζει, ότι «η ευρύτερη γεωπολιτική αστάθεια, ο αυξημένος πληθωρισμός και το υψηλό κόστος κατασκευής σε συνδυασμό με την επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και τον περιορισμένο τραπεζικό δανεισμό αποτελούν σημαντικούς παράγοντες αβεβαιότητας». Με άλλα λόγια διευρύνεται το πρόβλημα της στέγασης και των ανισοτήτων σε συνδυασμό και με την φτώχεια.
Βέβαια οι ανισότητες και η φτώχεια ενισχύονται και από άλλους παράγοντες. Για παράδειγμα η κλιματική αλλαγή και οι παρενέργειες της, όπως είναι η αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής κατανάλωσης με την χρήση των κλιματιστικών λόγω της υπερθέρμανσης (στην Ελλάδα η μέση θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Meteo), η άνοδος της τιμής του νερού λόγω της λειψυδρίας, οι πλημμύρες και οι οικονομικές επιπτώσεις στους αγρότες (π.χ. στην Θεσσαλία) και άλλα.
Είναι εμφανές, ότι το σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας με σημείο αναφοράς όχι την άσκηση κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου με στόχο την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων, αλλά την πραγμάτωση του συστημικού συμφέροντος (μονοδιάστατη λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση του συστήματος) συμβάλλει στην διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η μη παραγωγή αξιών με ανθρώπινο φορτίο σε συνδυασμό με την προώθηση προτύπων, που δεν καλύπτουν ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες στο πλαίσιο της συμβίωσης, ούτε προωθούν την ενσυναίσθηση και την κοινωνική ευθύνη, αλλά καλλιεργούν τον ατομικισμό και το ανάλογου προσανατολισμού συμφέρον.
Αυτές οι συνθήκες εργαλειοποιούν την ανθρώπινη οντότητα με στόχο την βιωσιμότητα του συστήματος οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικοδόμηση κοινωνικών ανισοτήτων και η διεύρυνση της φτώχειας των πολιτών.
Κοινωνικές ανισότητες και φτώχεια προκαλούνται και στο πλαίσιο των διακρατικών σχέσεων στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών και ιδιαιτέρως στον οικονομικό, διότι δημιουργούνται συνθήκες εξάρτησης των ασθενέστερων χωρών από τις ισχυρότερες, επειδή βασικό κριτήριο είναι η εκμετάλλευση με στόχο την αποκόμιση οικονομικού οφέλους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παρενέργειες, όπως είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων και της φτώχειας στις πιο αδύναμες χώρες.
Ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί, ότι η πορεία προς το μέλλον πρέπει να στηρίζεται στην συνεργασία για την αντιμετώπιση των πλανητικής εμβέλειας ανισορροπιών, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και οι παρενέργειες της (π.χ. ακραία καιρικά φαινόμενα). Το πολιτικό σύστημα έχει πολύ μεγάλη ευθύνη, διότι δεν κάνει τις αναγκαίες αλλαγές σε λειτουργικό χρόνο, του οποίου η διαχείριση είναι πολύ αργή και αναντίστοιχη της ταχύτητας της δυναμικής της εξέλιξης.
Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν την ενεργοποίηση τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των συλλογικών μορφών έκφρασης των πολιτών για την αποκατάσταση λειτουργικών ισορροπιών στην κοινωνική δραστηριότητα και την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος. Αυτή η «εξίσωση» είναι δύσκολη, διότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε περίοδο κρίσης, ενώ δεν συμπορεύεται και πολύ περισσότερο δεν προπορεύεται στον σχεδιασμό της εξέλιξης, ώστε να προβλέπει τις ανάγκες, που θα αναδύονται στην προοπτική του χρόνου και να προλαμβάνει πιθανές αρνητικές επιπτώσεις. Παράλληλα η κοινωνία δεν λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο και οι πολίτες δεν παράγουν αξίες, που υπηρετούν ανθρώπινες ανάγκες στο πλαίσιο της συμβίωσης στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες έχουν μαζοποιηθεί.
Η πρόσδωση όμως βιώσιμης προοπτικής στην πορεία προς το μέλλον επιβάλλει την άμεση ενεργοποίηση τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των πολιτών στο πλαίσιο κοινωνικών κινημάτων, τα οποία δραστηριοποιούντα όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.