Προβληματίζομαι στο θέμα της κοινωνικής συνοχής ή του διχασμού παρακολουθώντας τις αντιπαραθέσεις για την κυβερνητική επιλογή να νομοθετηθεί ο πολιτικός γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και τη διαίρεση των πολιτών σε υποστηρικτές και αρνητές αυτής της επιλογής.
Κοινωνική συνοχή δεν σημαίνει ομοφωνία. Άλλωστε αυτό είναι εκτός πραγματικότητας για κάθε κοινωνία. Διαφωνίες, διαφορετικές προτάσεις και επιλογές πάντοτε υπάρχουν. Αλληλεπιδρούν, συγκλίνουν ή συγκρούονται, συχνά με έντονο και οξύ τρόπο. Η κοινωνική συνοχή ενισχύεται όταν οι διεργασίες ή οι συγκρούσεις μέσα στην κοινωνία γίνονται πάνω σε μια ενιαία βάση, σε μια βάση κοινά αποδεκτή από το σύνολο των πολιτών. Και η πρώτη και πιο σημαντική κοινή βάση για την κοινωνία και το κράτος είναι το σύνταγμα﮲ η κοινή αναφορά της επιχειρηματολογίας της κάθε άποψης στις αξίες, στις ρυθμίσεις, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται από το σύνταγμα. (Ως σύνταγμα θα πρέπει να θεωρούμε κατ’ αρχάς τον ψηφισμένο καταστατικό χάρτη της χώρας, με την προσθήκη όλων εκείνων των διεθνών ρυθμίσεων που έχουν υποχρεωτική ισχύ αντίστοιχη με αυτή του εσωτερικού μας συντάγματος. Με αυτή την έννοια θα χρησιμοποιείται στο κείμενο αυτό ο όρος «σύνταγμα».)
Υπάρχει διχασμός στην κοινωνία όπως αποτυπώνεται στον δημόσιο διάλογο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και το δικαίωμα στην τεκνοθεσία; Και βέβαια υπάρχει. Και είναι ουσιαστικός και σοβαρός. Κι αυτό, όχι τόσο γιατί υπάρχουν διαφορετικές απόψεις αλλά κυρίως γιατί το σκεπτικό, η επιχειρηματολογία των δύο απόψεων δεν συναντώνται, ακολουθούν δρόμους με διαφορετική αφετηρία και διαφορετικό προορισμό. Απουσιάζει η κοινή βάση στην αφετηρία των απόψεων.
Η μια άποψη, η κυβερνητική πρόταση για την επέκταση του πολιτικού γάμου και του δικαιώματος τεκνοθεσίας των ζευγαριών ανεξαρτήτως φύλου –πρόταση που συναντά όπως φαίνεται την αποδοχή και άλλων πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή- αναδεικνύει την αρχή της ισότητας, την άρση των διακρίσεων μεταξύ των πολιτών, την διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους, καθώς και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών των ομόφυλων ζευγαριών σύμφωνα με το σύνταγμα και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται ομόφωνα με ισχυρή τεκμηρίωση από τον χώρο των νομικών και των συνταγματολόγων. Ειδικότερα για το θέμα των παιδιών η κυβερνητική πρόταση επιχειρηματολογεί επίσης με βάση τα επιστημονικά δεδομένα των ερευνών (κυρίως από το χώρο της ψυχολογίας) στον ελληνικό και ευρύτερο διεθνή χώρο.
Η άλλη άποψη που διαφωνεί με αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία, επικαλείται την αλλοίωση της θρησκευτικής και κοινωνικής παράδοσης σχετικά με το θεσμό του γάμου και τον διαχρονικά διαμορφωμένο τύπο της οικογένειας. Η άποψη αυτή φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση να έχει δυο διαφορετικού τύπου επιχειρήματα, της θρησκευτικής επιλογής και της κοινωνικής παράδοσης. Μέσα από το πρίσμα της θρησκευτικής επιλογής, η προτεινόμενη ρύθμιση βρίσκεται έξω από τα αποδεκτά πλαίσια της ορθόδοξης εκκλησίας. Χρειάζεται, όμως, να επισημάνουμε ότι σ’ αυτή την επιχειρηματολογία γίνεται μια «συγχώνευση» στην έννοια του γάμου του θρησκευτικού με τον πολιτικό. Ο θρησκευτικός γάμος αφορά αποκλειστικά την εκκλησία και αυτή θέτει τις προδιαγραφές του. Ο πολιτικός γάμος αφορά τη σύμβαση που συνάπτουν οι πολίτες με το κράτος και δεν αφορά την εκκλησιαστική λειτουργία και θρησκευτική πίστη. Σε ό,τι αφορά την επίκληση της κοινωνικής παράδοσης, αυτή μας οδηγεί πάλι στην θρησκευτική, μιας και στον τόπο μας η κοινωνική παράδοση στο θέμα του γάμου και της οικογένειας έχει διαχρονικά σφραγιστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές της εκκλησίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η άποψη απορρίπτει την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών ως επικίνδυνη στην ανάπτυξη των παιδιών, δίχως όμως να προσκομίζει καμία επιστημονική τεκμηρίωση.
Δύο διαφορετικές αφετηρίες, δύο διαφορετικές διαδρομές που δεν συναντώνται πουθενά. Και αν μέσα στη Βουλή φαίνεται να σχηματίζεται μια πλειοψηφία υπέρ της νομοθετικής πρότασης για το δικαίωμα στον πολιτικό γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο μέσα στην κοινωνία. Εμφανίζεται ένα ρήγμα, το οποίο μπορεί να μην είναι μακροπρόθεσμα καίριο και επικίνδυνο για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά είναι χαρακτηριστικό της ποιότητας του διχασμού που δημιουργείται σήμερα.
Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου δεν είναι η ύπαρξη διαφορετικών απόψεων, αλλά η ουσιαστικά πλήρης ασυμβατότητα του λόγου τους. Η μια βασίζεται και επικαλείται το σύνταγμα και η άλλη τη θρησκευτική πίστη και παράδοση δίχως καμία αναφορά στο σύνταγμα. Και αυτές οι λογικές εκδηλώνονται ταυτόχρονα μέσα στους πολίτες, μέσα στην κοινωνία. Εδώ εντοπίζω το πρόβλημα και την αιτία που η διαφωνία οδηγεί σε διχασμό. Θα μπορούσε, όμως, να υπάρχει κοινή βάση, κοινή αφετηρία για τη συζήτηση των δύο αυτών διαφορετικών απόψεων;
Θεωρώ ότι όχι μόνο θα μπορούσε αλλά έπρεπε να υπάρχει κοινή βάση και κοινή αφετηρία. Κι αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που ενοποιεί όλους τους πολίτες, όλη την κοινωνία: το σύνταγμα. Ανεξαρτήτως των όποιων κοινωνικών, εθνοτικών, γλωσσικών, θρησκευτικών, φυλετικών διαφορών, όλοι μας είμαστε πολίτες του ίδιου κράτους, της ίδιας κοινωνίας υπό τη σκέπη ενός και ενιαίου συντάγματος. Όχι μιας ενιαίας θρησκείας, μιας ενιαίας φυλετικής ή σεξουαλικής υπόστασης. Αλλά πρώτα και κύρια του συντάγματος. Βέβαια έχουμε και άλλα σημαντικά που μας ενώνουν, αλλά αν αφαιρέσουμε το σύνταγμα τότε καταργείται η ενιαία υπόσταση και γκρεμίζονται και τα υπόλοιπα. Μπορούμε στο πλαίσιο του ενιαίου συντάγματος να ζούμε ως ενιαίο κράτος, ως ενιαία κοινωνία και ο καθείς να έχει την ελευθερία της προσωπικής επιλογής στο τι πιστεύει. Μπορεί να πιστεύει πολλά και διάφορα, να πιστεύει πράγματα ακόμα και αντίθετα προς το σύνταγμα, αλλά δεν μπορεί να πράττει αντίθετα προς το σύνταγμα. Αυτή η θέση ως κοινή παραδοχή διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Σε όποιες διαφορές και διαφωνίες που αφορούν τις κοινωνικές σχέσεις και λειτουργίες μας να απευθυνόμαστε όλοι στο σύνταγμα (και βέβαια στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο που απορρέει από αυτό).
Αν καταργήσουμε ως κοινή βάση επίλυσης των διαφορών μας το σύνταγμα, τότε βάζουμε σε κίνδυνο την ίδια την κοινωνική συνοχή, η οποία στην εποχή μας έχει δοκιμαστεί σοβαρά αλλά και εξακολουθεί να κινδυνεύει.
Γι’ αυτό οι εκφραστές της άποψης που βασίζει στη θρησκευτική παράδοση την άρνηση των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών δεν ακολουθούν απλώς ένα δρόμο ασύμβατο με το σύνταγμα. Κάνουν κάτι πολύ πιο επικίνδυνο: βάζουν πάνω από το σύνταγμα τη θρησκευτική επιλογή. Κι αυτό για θέματα που αφορούν τη λειτουργία της κοινωνίας όχι μόνο δεν μπορεί να είναι αποδεκτό αλλά συνιστά οπισθοδρόμηση και κίνδυνο αλλοίωσης του πολιτεύματος. Θα δεχόμουν να συζητήσω την άποψη για την άρνηση του πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, αν αυτή ξεκινούσε από το σύνταγμα. Αν, δηλαδή, οι υποστηρικτές της επιχειρηματολογούσαν για την ενδεχόμενη παραβίαση του συντάγματος με αυτή τη νομοθέτηση που προωθείται. Αλλά δεν το κάνουν. Το αγνοούν. Ουσιαστικά η προβολή της θρησκευτικής πίστης και παράδοσης ως πρώτου και μοναδικού επιχειρήματος φαίνεται να επιδιώκει την κατίσχυση του ρόλου της εκκλησίας έναντι της πολιτείας στα κοινωνικά δρώμενα. Ή τουλάχιστον, δίνοντας μια μάχη οπισθοφυλακών, να διατηρήσει την όποια κοσμική ισχύ διαθέτει στη λειτουργία του κράτους.
Η προβολή της θρησκευτικής πίστης πάνω από το σύνταγμα στη λειτουργία της κοινωνίας είναι διπλά επικίνδυνη όταν γίνεται από στελέχη του πολιτικού συστήματος, όπως είναι οι βουλευτές και οι υπουργοί. Γιατί αυτοί έχουν ορκιστεί να υπηρετούν το σύνταγμα με αυτή τους την ιδιότητα και όχι την όποια θρησκεία ασπάζονται. Επικαλούνται αόριστα αρχές και αξίες της παράδοσης για να απορρίψουν τον πολιτικό γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, δίχως να κατονομάζουν ποιες είναι. Δεν το κάνουν τυχαία. Γιατί αν τις κατονομάσουν θα φανεί ότι αποδέχονται ευθέως τα επιχειρήματα της εκκλησίας και συγκρούονται με τις συνταγματικές αξίες και αρχές. Η στάση αυτή, ανεξάρτητα αν είναι ειλικρινής ή υποκρύπτει μια μικροπολιτική διαχείριση της εκλογικής τους πελατείας, είναι ευθέως αντίθετη με την πολιτική τους ιδιότητα και υποχρέωση. Δεν έχουν δικαίωμα να αγνοούν το σύνταγμα, να το υποβιβάζουν κάτω από την επιλογή της εκκλησίας. Σκέφτηκαν άραγε ότι ουσιαστικά κάνουν ό,τι και κάποιες ισλαμικές κοινότητες σε άλλα κράτη (π.χ. Γαλλία) που διεκδικούν το δικαίωμα να βάζουν πάνω από τον γαλλικό νόμο τις δικές τους θρησκευτικές επιλογές; Και βέβαια εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν φτάσαμε ακόμα στις ακρότητες που συμβαίνουν εκεί. Μήπως όμως ενισχύουμε την πορεία εμφάνισής τους και εδώ; Αν για λόγους θρησκευτικής πίστης αρνούμαστε τις αρχές του συντάγματος, μήπως δίνουμε επιχειρήματα να κάνουν αύριο το ίδιο και άλλες θρησκευτικές ή πολιτισμικές κοινότητες;
Αυτός ο διχασμός υπάρχει και σε μεγάλο τμήμα των πολιτών. Σ’ αυτή την περίπτωση φαίνεται καθαρά ότι η διάκριση κράτους και εκκλησίας δεν είναι τόσο η διάκριση των διοικητικών ρόλων και ρυθμίσεων, που κι αυτές αναμένουν τη λύση τους (όπως π.χ. η μισθοδοσία των ιερέων από το δημόσιο, κ.ά.) αλλά κυρίως η διάκριση μέσα στη συνείδηση των πολιτών του ρόλου και των ορίων του κάθε θεσμού, εκκλησιαστικού και πολιτειακού. Εδώ υπάρχει το πιο σοβαρό πρόβλημα. Κι αυτό χρειάζεται να αναδείξει ο δημόσιος διάλογος τώρα, και να το αναδεικνύει σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση. Για να ενισχύεται βήμα - βήμα η σημασία της αναγνώρισης του συντάγματος ως αφετηριακής βάσης για την κοινωνική μας συνοχή.