Η τοπική αυτοδιοίκηση στη χώρα μας έχει περάσει πολλές περιπέτειες. Επί χρόνια ήταν ασθενική. Η κεντρική διοίκηση, ταυτισμένη με την πολιτική εξουσία, την ήθελε υποταγμένη. Πεισματικά αρνιόταν να αποδεχθεί την αυθυπαρξία και την αυτονομία της. Η ατροφία της τής στερούσε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί με αποτελεσματικό και ουσιαστικό τρόπο στις ανάγκες των δημοτών.
Στην πραγματικότητα, η αυτοδιοίκηση ανέπνευσε τη δεκαετία του ’80. Τότε άρχισε να αποκτά υπόσταση. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν στη συνέχεια την αναζωογόνησαν. Με τις νέες αρμοδιότητες που της δόθηκαν, αλλά και την αύξηση των πόρων κατέκτησε τον δικό της λόγο και ρόλο σε καίριες τοπικές υποθέσεις.
Το συγκριτικό της πλεονέκτημα, να εκφράζει και να εκπροσωπεί τις δυνάμεις της Κοινωνίας των Πολιτών, τής προσέδωσε ξεχωριστή αξία. Συνέβαλε στην περαιτέρω ενδυνάμωσή της. Και προπαντός την ανέδειξε σε μια αξιόλογη πολιτική και αναπτυξιακή υποδομή.
Οι δήμοι που λειτούργησαν με κριτήριο την εξυπηρέτηση των αναγκών της περιοχής τους είχαν και έχουν σημαντική συμβολή και συνδρομή στην τοπική ανάπτυξη. Δεν αξιοποίησαν μόνο τις αρμοδιότητές τους. Στην πράξη ανέπτυξαν δράσεις που τις υπερέβαιναν κατά πολύ. Κι αυτό γιατί στηριζόμενοι στη βούληση των δημοτών τους, διεύρυναν το πεδίο λειτουργίας τους.
Ωστόσο, η αυτοδιοίκηση έχει μεγάλο δρόμο ακόμη να διανύσει, προκειμένου να καταστεί ένα πραγματικό θεσμικό αντίβαρο απέναντι στο αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό και αποστεωμένο κράτος. Το κυριότερο, βέβαια, είναι να αποφύγει τον κίνδυνο μετατροπής της σε ένα κακέκτυπό του. Το ενδεχόμενο είναι υπαρκτό. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι δήμοι που στην ουσία έχουν αποποιηθεί τη δυνατότητά τους να ενσαρκώνουν μια αδιαμεσολάβητη σχέση με την κεντρική εξουσία και πρωτίστως τα κόμματα.
Η κομματικοποίηση του θεσμού είναι εξαιρετικά έντονη σε αρκετές δημοτικές αρχές. Πολλοί αιρετοί λειτούργησαν περισσότερο σαν κομματάρχες και λιγότερο ως δήμαρχοι. Χρησιμοποίησαν το κομματικό χρίσμα για βατήρα, επιδιώκοντας τον προσεταιρισμό της εκλογικής βάσης των κομμάτων που τους στήριζαν. Είτε για να κατακτήσουν τον δημαρχιακό θώκο. Είτε για να εξυπηρετήσουν τα ιδιωφελή –ακόμη και ευτελή- συμφέροντά τους στη συνέχεια. Το σίγουρο είναι ότι με αυτές τις πρακτικές ο θεσμός της αυτοδιοίκησης ευνουχίστηκε. Σε πολλές δε περιπτώσεις εκφυλίστηκε. Τα παραδείγματα είναι κραυγαλέα.
Επιπλέον δε, αντιλαμβανόμενοι αρκετοί επίδοξοι διεκδικητές του αξιώματος, την αποστροφή της πλειονότητας των πολιτών, τόσο στην κομματικοποίηση όσο και στην ιδιοτελή χρήση του δήμου, διατυμπανίζουν την απεξάρτησή τους από τα κόμματα, αυτοδιαφημίζοντας ταυτόχρονα το ηθικό τους πλεονέκτημα. Ουσιαστικά, θεωρούν τους πολίτες Λωτοφάγους, υποτιμώντας τη μνήμη και την κρίση τους.
Όμως, πέρα από τις περιπτώσεις –θεατές και αθέατες- που συμβάλλουν στη δημιουργία νοσηρής ατμόσφαιρας, υπάρχουν και εκείνες οι εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων που με το ήθος τις αρχές και τις αξίες τους προσδίδουν πραγματικό νόημα στην ιδιότητα του δημάρχου.
Στην κατηγορία αυτή ανήκει αναμφίβολα ο δήμαρχος Ηρακλείου κύριος Βασίλης Λαμπρινός, τον οποίο έτυχε να γνωρίζω και να υποστηρίζω. Το μεγάλο του προτέρημα είναι ότι προσωποποιεί «την ηθική της ευθύνης και την ηθική της πεποίθησης» για να θυμηθούμε και την έξοχη φράση του Μαξ Βέμπερ. Η δημαρχιακή του θητεία, αλλά και ο επαγγελματικός του βίος τον καθιστούν ξεχωριστό στους γκρίζους καιρούς που διανύουμε.
Η παρουσία του στο τιμόνι του δήμου αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση όλων των δημιουργικών, παραγωγικών και δημοκρατικών δυνάμεων. Αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη ότι η αυτοδιοίκηση μπορεί και οφείλει να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο: Να απεξαρτηθεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό κομμάτων και παραγόντων. Έτσι μόνο θα ανασάνει, αλλά και θα υπηρετήσει με συνέπεια την Κοινωνία των Πολιτών.