Πολύ συχνά στη δημόσια συζήτηση γίνεται αναφορά στην κοινωνία ή/και στην οικονομία της γνώσης, προκειμένου να χαρακτηριστεί η εποχή μας, κατά την οποία η πληροφόρηση-ενημέρωση είναι άφθονη, λόγω της διάδοσης των ηλεκτρονικών-ψηφιακών μέσων (τηλεόραση, ραδιόφωνο, Διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.).
Προφανώς, με την έκφραση αυτή, εννοείται κοινωνία ή οικονομία της πληροφορίας και όχι της γνώσης, γιατί η μετατροπή της πληροφορίας σε γνώση απαιτεί μια σύνθετη εκπαιδευτική και διανοητική διαδικασία.
Βέβαια, η κάθε είδους πληροφορία δεν είναι άφθονη και διαθέσιμη σ? όλο τον κόσμο. Σε περιοχές ολόκληρες του πλανήτη υπάρχουν ακόμη απαγορεύσεις και η πληροφορία «φιλτράρεται», λιγότερο ή περισσότερο, προκειμένου να είναι αρεστή στις διάφορες εξουσίες. Ομως, ακόμη και στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δυτικού τόπου, η πληροφόρηση-ενημέρωση είναι πολλές φορές κατευθυνόμενη από συγκεκριμένα συμφέροντα προφανή ή/και αφανή, εξυπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες και ελέγχεται από διάφορα κέντρα εξουσίας.
Η επικρατούσα άποψη διεθνώς, ότι η πληροφόρηση-ενημέρωση μπορεί να παρέχεται από οποιονδήποτε έχει τη δυνατότητα να διαδίδει πληροφορίες με έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα, είναι μια δημοκρατική κατάκτηση, γιατί επιτρέπει τον πλουραλισμό και την ελεύθερη έκφραση. Ωστόσο, επειδή η διάδοση της πληροφορίας έχει οικονομικό κόστος, πολύ συχνά οι δυνατότητες κατοχής των μέσων πληροφόρησης-ενημέρωσης, με αξιώσεις κάλυψης μεγάλων τμημάτων μιας χώρας ή/και του πλανήτη, περιορίζονται σε ελάχιστες επιχειρήσεις με ενδεχόμενα ιδιοτελή συμφέροντα.
Η κατάλυση του κρατικού μονοπωλίου στην πληροφόρηση-ενημέρωση με ηλεκτρονικά μέσα (ραδιοτηλεόραση) αποτέλεσε σε όλες τις χώρες ένα σημαντικό βήμα προς την ελευθερία και τη δημοκρατία, γιατί συμβάλλει, κατ? αρχάς, στη διάδοση της πληροφορίας χωρίς πολιτικές και συχνά κομματικές σκοπιμότητες. Ο πολλαπλασιασμός των κατόχων ηλεκτρονικών (ψηφιακών) μέσων, μικρών ή μεγάλων, πληροφόρησης είναι προφανώς ακόμη ένα βήμα προς την ελευθερία.
Ομως, η απόλυτη ελευθερία, συχνά χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητας της πληροφορίας, οδηγεί σε παραπληροφόρηση και απαιτεί ένα εκπαιδευμένο κοινό για να είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ της αλήθειας και της αληθοφάνειας μιας πληροφορίας. Ενα τέτοιο εκπαιδευμένο κοινό είναι δύσκολο να υπάρχει σε μια οποιαδήποτε κοινωνία, γιατί στη μεγάλη πλειονότητά του δεν διαθέτει ούτε το χρόνο ούτε τα διανοητικά μέσα για να διακρίνει μεταξύ πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να μετατρέψει αυτόματα την πληροφορία σε γνώση. Γιατί η γνώση προϋποθέτει διαφορετικό τρόπο πρόσληψης και απαιτεί επεξεργασία της πληροφορίας μέσα από κατάλληλες εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Στη σημερινή εποχή, η μετατροπή της πληροφορίας σε γνώση γίνεται όλο και δυσκολότερη, γιατί η γνώση απαιτεί κόπο και διανοητική προσπάθεια, ενώ η πληροφορία προσλαμβάνεται παθητικά χωρίς απαιτήσεις. Οι μεγάλες δυσκολίες των εκπαιδευτικών διαδικασιών σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης συνδέονται με την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλεται για να μετατραπεί η εύπεπτη πληροφορία σε απαιτητική γνώση.
Ομως, παρά τις δυσκολίες, η εκπαιδευτική προσπάθεια πρέπει να συνεχίζεται όχι μόνο στη διάρκεια της τυπικής εκπαίδευσης, αλλά και αργότερα με άλλα μαζικότερα μέσα. Σε μία χώρα που θέλει ενημερωμένους, ενεργούς και υπεύθυνους πολίτες, το κράτος πρέπει με κατάλληλους τρόπους και μέσα να προσφέρει τη δυνατότητα στους πολίτες του να επεξεργάζονται την παρεχόμενη πληροφόρηση-ενημέρωση, ώστε να τη διακρίνουν από την παραπληροφόρηση και να τη μετατρέπουν, όσο γίνεται περισσότερο, σε πραγματική γνώση.
Μία ανεξάρτητη και αδέσμευτη δημόσια ραδιοτηλεόραση μπορεί, μεταξύ άλλων, να συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη αυτού του στόχου. Συνεπώς, η αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στη χώρα μας αποτελεί άμεση ανάγκη, προκειμένου να επιτελεί τον ευρύτερο εκπαιδευτικό και ενημερωτικό της ρόλο με υπευθυνότητα, αμεροληψία και μετριοπάθεια, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.