Σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του Κέντρου Προγαμματισμού και Οικονομικών Ερευνών «σημαντικά σημάδια βελτίωσης σε μακροοικονομικό επίπεδο παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, ενώ δείχνει να ανακτά σταδιακά την εμπιστοσύνη των αγορών, παρά την αβεβαιότητα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον». Βεβαίως επισημαίνει, ότι για να συνεχισθεί αυτή η θετική πορεία, πρέπει να υπάρχει πολιτική σταθερότητα και να ολοκληρωθούν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς οι μεταρρυθμίσεις. Ουσιαστικά αναπαράγονται οι κυβερνητικές εκτιμήσεις ως προς την προοπτική οικονομικής ανάκαμψης, επισημαίνονται όμως και οι παρατηρούμενες καθυστερήσεις σε σχέση με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες στοχεύουν στην αναίρεση χαρακτηριστικών δομικών στοιχείων του μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Το αποτέλεσμα θα είναι η απόκτηση ανταγωνιστικότητας από την ελληνική οικονομία. Ένα παράδειγμα είναι οι θετικές επιπτώσεις στην οικονομία από την ολοκλήρωση των αποκρατικοποιήσεων και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Επίσης σημαντική συμβολή σε μια θετική πορεία θα έχει η καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της γραφειοκρατίας. Όλα αυτά δε θα επιτευχθούν «μέσω της εφαρμογής βέλτιστων πρακτικών».
Από την άλλη πλευρά της αντιπολίτευσης, στην απάντηση του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ προς τον Πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ σε σχέση με τον διάλογο για την κεντροαριστερά, μεταξύ άλλων επισημαίνεται, ότι «η βάση του διαλόγου και της πολιτικής συνεννόησης είναι ένα πρόγραμμα αριστερής διεξόδου από την κρίση, που οφείλει να περιλαμβάνει» και ακολουθούν εννέα σημεία, τα οποία αποτελούν τον κορμό της πρότασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την διακυβέρνηση της χώρας. Περιληπτικά αποτυπώνεται η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για το μνημόνιο και την αντιμετώπιση του χρέους, την κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους και την αποτροπή της κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος, τον δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, την αναδιανομή του εισοδήματος, την ριζική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, την καταπολέμηση της διαφθοράς σε κάθε επίπεδο, την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, την πάταξη του πελατειακού κράτους και των κομματικών μηχανισμών και τέλος την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση, ότι στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι «η ριζική αλλαγή πορείας της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας για την υπεράσπιση των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας».
Ο αντικειμενικός παρατηρητής-πολίτης διαπιστώνει, ότι πέρα από τις «ιδεολογικού τύπου» διαφοροποιήσεις όλες οι πλευρές συμπίπτουν σε σημαντικό βαθμό ως προς τις παθογένειες του ελληνικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Αρκεί να αναφέρουμε την καταπολέμηση της διαφθοράς, την πάταξη του πελατειακού κράτους και των κομματικών μηχανισμών, την μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Εκείνο που δεν κάνουν είναι η ανάλυση των αιτίων αυτής της αρνητικής πραγματικότητας, που περιγράφουν και η παρουσίαση του αξιόπιστου τρόπου, με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Ούτε η μεταφορά «βέλτιστων πρακτικών» αρκεί χωρίς συνυπολογισμό της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας και των ιδιαιτεροτήτων που την χαρακτηρίζουν, ούτε και η κοινοποίηση των προθέσεων ενός πολιτικού σχηματισμού. Χωρίς σε βάθος προσέγγιση και μελέτη των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας του ισχύοντος μοντέλου οργάνωσης και λειτουργίας οι όποιες προτάσεις γίνονται, έχουν μηχανιστική ταυτότητα και ταυτοχρόνως στερούνται προοπτικής.
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν ακολούθησε την δυναμική της εξέλιξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και γενικότερα στο ανεπτυγμένο τμήμα του πλανήτη. Αν και ανήκει στην περιφέρεια του ανεπτυγμένου κόσμου, η ελληνική κοινωνία δεν συμπορεύθηκε δυναμικά προβαίνοντας και στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ώστε να γίνει ανταγωνιστική σε μια πλανητική πραγματικότητα, η οποία βασίζεται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και στην χωρίς όρια διακίνηση του κεφαλαίου σε πλανητικό επίπεδο. Παρέμεινε στατική. Οι κοινωνικές δομές προσανατολισμένες στο παρελθόν αναπαρήγαν ένα σύστημα οργάνωσης, το οποίο δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από την ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών ούτε και να μετεξελίξει ως συλλογική οντότητα την πολιτισμική της παράδοση, ώστε οι κοινωνικές αξίες να αποκτήσουν σύγχρονη αναφορά. Γι΄αυτό και οι πολιτισμικές διεργασίες στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης, στις δομές της κοινωνίας πολιτών, στοχεύουν στην αναπαραγωγή πολιτισμικών προτύπων και αξιών με έντονα χρακτηριστικά φολκλόρ, με τα οποία αντιφάσκει η ωμή πραγματικότητα. Όταν δεν υπάρχουν λειτουργικές αξίες, οι οποίες έχουν σύγχρονο και δυναμικό προσανατολισμό με στόχο την παραγωγική πορεία των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (δημόσια διοίκηση, υγέια κ.λ.π.), τότε κυριαρχούν και συγκρατούν την συνοχή της κοινωνίας πρακτικές, όπως αυτή με το «φακελάκι» ή το πελατειακό κράτος. Η Ελλάδα μπήκε στην εποχή της πραγκοσμιοποίησης στο πλαίσιο της λογικής της κοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτισμού υλικών αγαθών και κοινωνικών προτύπων, τα οποία δεν είναι προϊόντα των τοπικών κοινωνιών, αλλά αποτελούν πλανητικής εμβέλειας παρεμβάσεις ανεπτυγμένων κοινωνιών με γεωπολιτικό ρόλο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
Για να αλλάξει αυτή η αρνητική και χωρίς ίχνος κοινωνικής δικαιοσύνης πραγματικότητα δεν επαρκούν οι «καλές προθέσεις» και οι «ιδεολογικές κορώνες». Αυτόματα μπαίνουν ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν, εάν πράγματι επιδιώκεται οι «καλές προθέσεις» να μετατραπούν σε ρεαλιστικούς στόχους. Συγκεκριμένα, εάν θέλουμε η Ελλάδα να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης και μάλιστα όχι προβληματικό, τίθεται ευθέως το ερώτημα, εάν θε επιχειρήσουμε τις αναγκαίες τομές και μεταρρυθμίσεις, ώστε όπως στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες έτσι και στην Ελλάδα να προωθηθεί η κοινωνία της επίδοσης και της απόδοσης. Ως μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης βασίζεται στην επίδοση και στην απόδοση του ατόμου στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης, η οποία αποτελεί και κριτήριο σε ό,τι αφορά την διανομή ποιοτικών και ποσοτικών «αγαθών», όπως είναι η διαχείριση εξουσίας, το εισόδημα, το κύρος, η περιουσία. Η επίδοση δε προσωποποιείται αυστηρά και δεν συνδέεται με την αύξηση της παραγωγικότητας με την αξιοποίηση της αυτοματοποίησης και την εκλογίκευση των παραγωγικών διαδικασιών. Αυτή η πρακτική θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μηχανισμός νομιμοποίησης της κοινωνικής ανισότητας και του ισχύοντος μοντέλου εξουσίας στις ανεπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και όχι μόνο. Σε αυτή την περίπτωση, πως συνδέεται η λογική της κοινωνίας της επίδοσης με την «υπεράσπιση των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας;» Και από το άλλο μέρος πως μπορεί να υπάρξει υψηλή παραγωγικότητα χωρίς την αποκέντρωση της ευθύνης και την λογική της επίδοσης και υψηλής απόδοσης από το εργαζόμενο άτομο;
Ιδιαιτέρως μάλιστα στην ελληνική κοινωνία, οι δυσκολίες είναι πολύ μεγάλες, εάν λάβουμε υπόψη μας τις παθογένειες, που την χαρακτηρίζουν. Και δεν είναι λίγες ούτε και «ελαφράς μορφής». Επικεφαλίδες, όπως «φακελάκι», γραφειοκρατία, πελατειακό κράτος, κομματισμός, φοροδιαφυγή, αρκούν για του λόγου το αληθές. Δεν πρέπει βεβαίως να παραβλέψουμε και τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος (διασύνδεση με οικονομικά συμφέροντα, έλλειψη μηχανισμών τεκμηρίωσης και σχεδίασης πολιτικής, αναχρονιστικές δομές, απαξίωση κ.λ.π.), οι οποίες δημιουργούν επιπρόσθετες δυσκολίες, ενώ ταυτοχρόνως δεν φαίνεται να συνειδητοποιείται στο εσωτερικό του η αναγκαιότητα ριζικών αλλαγών και τομών.
Παραλλήλως δεν αναδύεται ίχνος ελπίδας, προς το παρόν τουλάχιστον και από τις δομές της κοινωνίας πολιτών. Στο χώρο του συνδικαλισμού η κατάσταση είναι αρνητική. Κυριαρχεί η συντεχνιακή λογική και ο προσανατολισμός στο παρελθόν. Από που να αρχίσει κάποιος; Από την αρνητική στάση της ΑΔΕΔΥ σε σχέση με την αξιολόγηση ή της πλειοψηφίας του ιατρικού κόσμου σε σχέση με τα γενόσημα φάρμακα;
Δεν έχει νόημα η αυτομαστίγωση. Το θέμα είναι να αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα δυναμική υπέρβασης των παθογενειών και προσανατολισμού στη δυναμική της εξέλιξης. Για κάτι τέτοιο όμως πρέπει να υπάρχουν και προτάσεις, οι οποίες θα γίνονται αντικείμενο εξαντλητικού διαλόγου σε επικοινωνιακό επίπεδο με στόχο την σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση της κοινωνίας.
Το πολιτικό σύστημα, είτε το υπάρχον αφού κάνει επανεκκίνηση, είτε νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, πρέπει να σχεδιάσει την πορεία του τόπου προς το μέλλον με βάση τις τοπικές συνθήκες και όχι μεταφέροντας «βέλτιστες πρακτικές» και να ξεκινήσει με συστηματικό και εξαντλητικό διάλογο τόσο στο εσωτερικό του όσο και στις δομές της κοινωνίας. Ο πολίτης που έχει μάθει να βολεύεται στην ακινησία και να ανέχεται τις παθογένειες, οι οποίες τον έχουν φτάσει στο σημείο παρακμής, που βρίσκεται η χώρα, δεν αλλάζει εύκολα. Και δεν βοηθάει ο λαϊκισμός και το δόλωμα των φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον. Η νέα σχέση πολιτικού συστήματος και πολίτη πρέπει να βασίζεται στον ορθολογισμό, στην σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση και στην εμπιστοσύνη ότι προωθείται το κοινωνικό συμφέρον, ενώ ο πολίτης κρίνεται με βάση αντικειμενικές και κοινωνικά δίκαιες διαδικασίες στην λειτουργία του στα διάφορα κοινωνικά συστήματα. Σε αυτό το πλαίσιο το κριτήριο της επίδοσης του πολίτη δεν λειτουργεί ως μηχανισμός νομιμοποίησης της κοινωνικής ανισότητας, αλλά ως μοχλός προώθησης της παραγωγικότητας και της ευημερίας.