Έπρεπε να το ζήσω, για να το κατανοήσω πλήρως. Όχι ότι δεν ήξερα, αλλά αλλιώς το συνειδητοποιείς, όταν δοκιμάζεις (και δοκιμάζεσαι) ο ίδιος. Έχουμε φτιάξει ένα δημόσιο χώρο, κατώτερο όλων των προσδοκιών, για μια χώρα που ακόμα φιγουράρει στις 40 πλουσιότερες στον κόσμο.
Οι πόλεις μας είναι απολύτως εχθρικές για όποιον δεν είναι αρτιμελής και σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Τα πεζοδρόμια μας είναι φτιαγμένα κουτσά, στραβά, ανάποδα, επικίνδυνα (εύκολα έσπασα το πόδι μου, γλιστρώντας) κι όταν είναι καινούργια είναι εξαιρετικά χαμηλής τριβής, λείες παγίδες για τυφλούς και μη. Τα κτήρια μας είναι στριμωγμένα, οι είσοδοι και τα σκαλιά “τσουρούτικες”, πνιγμένες ανάμεσα στη φτήνεια της μίζας, τη μίζερη αισθητική και έναν δημοσιοϋπαλληλικό οικοδομικό κανονισμό, που μοιάζει με “κινούμενη άμμο”, ευμετάβλητο και ευάλωτο στις κάθε είδους πονηριές.
Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια δεν αφήνουν τον παραμικρό χώρο να περάσεις – κι αυτά που κινούνται κάνουν ελιγμούς θανάτου ανάμεσα στριμωγμένα δρομάκια και αμέριμνους πεζούς. Η έννοια της ασφάλειας, οδικής και μη, σε έργα και κατασκευές, είναι μια έννοια ξένη, εχθρική, περιττή, ενοχλητική. Την περιφρονούμε, γιατί “εμείς ξέρουμε καλύτερα”…
Αλλά και στους εσωτερικούς δημόσιους χώρους, σπάνια υπάρχουν προβλέψεις, ράμπες, δίοδοι. Ποιός σκέφτεται ότι τα μαγαζιά υγιειονομικού ενδιαφέροντος, που είναι υποχρεωμένα να έχουν τουαλέτα, σπάνια την έχουν στο ίδιο επίπεδο; Πώς θα απολαύσει το φαγητό του ένας πελάτης με καροτσάκι ή ακόμα και με πατερίτσες; Να ο αποκλεισμός: Αν είναι να ταλαιπωρηθείς με σκαλιά, το εμπόδιο των οποίων δεν μπορείς να ξεπεράσεις, καλύτερα να κάτσεις σπίτι σου.
Αλλά εδώ δεν το έχει σκεφτεί ούτε ένα ταμείο, αυτό των δημοσιογράφων, που θεωρείται (και είναι, όσο υπάρχει ακόμα) ένα από τα καλύτερα: Οι ακτινογραφίες, απαραίτητες για οποιοδήποτε σχεδόν ορθοπεδικό πρόβλημα, είναι σε άλλο κτήριο από τους αρμόδιους γιατρούς. Και για να φτάσεις σε αυτούς τους τελευταίους, πρέπει να ανέβεις σκαλιά, ίσως με σπασμένο πόδι. Αν δεν το έχεις βιώσει, το κάθε σκαλί είναι τρόμος, ειδικά στο κατέβασμα.
Δεν παραπονιέμαι. Οι άνθρωποι είναι (ακόμα ευτυχώς) εξαιρετικά ευγενικοί, με όποιον έχει κινητικό πρόβλημα. Και ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα ότι δικαιούμαι να γκρινιάξω, εγώ που έπαθα κάτι απλό και ιάσιμο – κι έχω δουλειά και καλή περίθαλψη, χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Σκέφτομαι όμως τους ανθρώπους που έχουν σοβαρά προβλήματα, χρόνια και βασανιστικά.
Μετά από ένα λουμπάγκο, πριν από χρόνια, έχω μάθει να εκτιμώ ιδιαιτέρως τη δυνατότητα της ελεύθερης κίνησης, που τη θεωρούμε δεδομένη, ώσπου να την χάσουμε. Κι έχω μάθει να σέβομαι αυτούς που τη στερούνται, αλλά δεν είναι καθόλου υποχρεωμένοι να στερηθούν και τη ζωή, όπως και οποιαδήποτε άλλη μειονότητα, εκτός της “κανονικότητας”.
Η ελληνική μεταπολιτευτική κοινωνία ολιγώρησε δραματικά, σε τρεις τουλάχιστον τομείς: Πρώτον, αγνόησε παντελώς την ανάγκη να μη σαμποτάρεται η ανάπτυξη από τη διαφθορά, με μια αναλογία που ξεπερνούσε πολύ συχνά το διεθνώς αποδεκτό για τον δυτικό πολιτισμό. Επέτρεψε να πρυτανεύσει το στρεβλό, κοντοπρόθεσμο, η λιγούρα του νεπολουτισμού, η επίδειξη και η υπερβολή στα χαλάσματα της εμφυλιακής φτώχειας, πάνω ακόμα και απο το στοιχειώδες χτίσιμο που πρέπει να κάνει κανείς για να αποκτήσει γερές βάσεις και δομές. Θεώρησε ότι η ευημερία έχει εδραιωθεί ανεπιστρεπτί – και ξέχασε ότι πρέπει να φροντίζεις να ξοδεύεις για το κοινό συμφέρον, όταν έχεις τη δυνατότητα, πριν έλθουν και πάλι δύσκολες εποχές.
Δεύτερον, “ξέχασε” να προτάξει το κοινό και το δημόσιο. Περιφρόνησε επιδεικτικά τον χώρο της κοινής συμβίωσης και άφησε στην ιδιωτική πρωτοβουλία το προνόμιο να καινοτομήσει και να εκσυγχρονίσει τον περιβάλλοντα χώρο, όταν φυσικά της το επέτρεψε χωρίς δολιοφθορά και όταν αυτή το επιθύμησε χωρίς λαιμαργία. Μιλώντας (και ακούγοντας) τη γλώσσα του λαϊκισμού, περιορίστηκε σε κουβέντες που χάιδευαν αυτιά για ένα “κράτος-πατερούλη”, που αντιστάθμιζε την ανικανότητα και την ταλαιπωρία, με “φιλανθρωπικά” μέτρα.
Και τρίτον, αγνόησε την ίδια την αυτοεκπαίδευση της. Αφού δεν υπήρχαν και πολλοί αλλοεθνείς και μετανάστες (και όλες οι άλλες μειονότητες, όπως οι ψυχικά πάσχοντες, κρυβόντουσαν επιμελώς “κάτω από το χαλί”), θεώρησε περιττή την ανάγκη να αναγνωρίσει το διαφορετικό – και να φροντίσει γι αυτό, όπως όφειλε. Η έλλειψη σύγχρονου και ανοιχτόμυαλου συστήματος αξιών και η επιφανειακή προσέγγιση μιας σκυλοπόπ αισθητικής πέταξαν στο περιθώριο, ό,τι δεν συμμορφωνόταν με την ελληνορθόδοξη (ή έστω τη νεοπλουτική) νόρμα. Κι όταν ήρθαν τα δύσκολα, βρέθηκε έτοιμη να γίνει η πιο ρατσιστική, κοντόφθαλμη και μικρονοϊκή σε αντιλήψεις…