Αναμφίβολα στην διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ – σε δύο φάσεις, Ιανουάριο και Ιούνιο – το 1996 υπήρξαν και εκπλήξεις και επικοινωνιακοί πυροβολισμοί και άκρατος οργανωτισμός. Ναι υπήρξε και ιδιοτέλεια από πολλούς εκλέκτορες αναφορικά με το ποιός θα διασφάλιζε, έστω κατά το δυνατόν αφού οι εποχές άλλαζαν, κάποια από τα προνόμια που υπήρχαν κατά παρέκκλιση της ορθολογισμένης ισότητας.
Όμως απαρχής οι υποψηφιότητες, κοιταγμένες από την άλλη μεριά δηλαδή των ποιοτικών – προγραμματικών χαρακτηριστικών αναδείκνυαν την θεμελιώδη πολιτική αντίληψη του καθενός, που αντιστοιχούσε στις αναδυόμενες οικονομικές και κοινωνικές αναζητήσεις κυρίως των μεσοστρωμάτων.
Ο Γεράσιμος Αρσένης διακονούσε μιαν ευδιάκριτη θεώρηση ενός εκτεταμένου κράτους με την παρουσία θυλάκων οικονομικού φιλελευθερσμού. Επέμενε και επιχειρούσε να το θεμελιώσει με έντιμο τρόπο σε ένα κράτος οχυρό με κεϋνσιανικές λειτουργίες και ασφαλισμένο εξωτερικά με πλούσιο στρατιωτικό υλικό στα πλαίσια της ακίνητης διπλωματίας. Ήταν όμως μια πολιτική επεκτατισμού, που είχεν υπερβεί προ πολλού τα όριά της μετά και την αλλαγή στο Ανατολικό μπλόκ.
Ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος ήταν μια συμβολική παρουσία της πολιτικής εντιμότητας των πολιτευτών της μετριοπαθούς ανδρεϊκής πτέρυγας του προδικτατορικού Κέντρου.
Ο Απόστολος – Αθανάσιος Τσοχατζόπουλος εξέφρασε το ανερμάτιστο πελατειακό κράτος, την κατίσχυση του κομματισμού, τον απλουστευτικό λαϊκισμό των παροχών υποδυόμενος ταυτόχρονα τον ριζοσπάστη πατριώτη, τον ακέραιο σοσιαλιστή και τoν έχοντα την άτυπη – υποτιθέμενη – κληροδότηση του κόμματος από τον Α.Παπανδρέου.
Ο Κώστας Σημίτης, δικαιωμένος από τα πράγματα για τις θέσεις που εκόμιζε ήδη από το 1975 για τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας, τις διπλωματικές ευρηματικότητες εκεί όπου επί έτη ελίμναζε η διαπραγματευτική ανία, για την νομισματική διασφάλιση και για την αναζήτηση υψηλών μα και εφικτών στόχων εθνικής και χωρικής σημασίας έφερε στο προσκήνιο τον επικαιροποιημένο αστικό εκσυγχρονισμό με φορέα ένα κόμμα, που με καθυστέρηση χρόνων ανακάλυπτε τον ρεφορμισμό.
Ο Αρσένης ηττήθηκε και ο Σημίτης το καλοκαίρι του 1996 έθεσε ένα φαινομενικά εκβιαστικό δίλημμα περί καθαρών λύσεων. Τα κατάφερε παρά τις υβρεις, που ακολουθούσαν τις εκφορές των απόψεών του.
Ανέστια μετριοπαθή τμήματα του πληθυσμού ακολούθησαν αυτόν τον πολιτικό αντιήρωα. Πολλά πέτυχε, άλλα όχι.
Η υπόθεση του 1996 κέρδισε τον κόσμο και ανέτρεψε κατεστημένες αντιλήψεις, που έλεγαν ….πως όλοι ίδιοι είναι….Δουλεύτηκε ένα συνεκτικό πρόγραμμα προοδευτικού ρεαλισμού με επιτυχίες, συμβιβασμού και ήττες.
Σήμερα, υπάρχει μια γενικευμένη εκφορά πρελουδίων προγραμματικού λόγου – που βέβαια με τον καιρό θα αναλυθεί περαιτέρω- από τους υποψηφίους για τον no name φορέα.
Σε τούτο συντελεί πάρα πολύ και η αντιστροφή των καθιερωμένων οργανωτικών – πολιτικών νομοτελειών. Το κόμμα του μέλλοντος είναι ακαθόριστο και ανεπαρκώς προσδιορισμένο, πράγμα που οδηγεί στην πασαρελοποίηση των μελλοντικών ηγετών.
Αν τότε ειπώθηκε μια φορά η φράση «καθαρές λύσεις» για να αναδειχτεί η ανάγκη του εκσυγχρονισμού, σήμερα η επικαιροποίηση του εκσυγχρονισμού που στην πρώτη μορφή του θα λέγεται κανονικότητα και στην δεύτερη ιεράρχηση και ένταση παραγωγής διαφάνειας, αποφασιστικότητας, κόστους χωρίς παχιά συναισθηματικά – μεταρρυθμίσεων δίνει στην παραπάνω φράση έκφραση δέσμευσης, κενού περιεχομένου – επικολυρικά επικοινωνιακά τρυκ.Τότε το ματς μπορεί να έχει ελπίδες στερέωσης και ανάπτυξής του, αλλιώς ελλοχεύει ένας ακόμα μαρασμός ως δίνη καταστροφική..
Αν υπάρχει μια ελπίδα ανάπτυξης του εγχειρήματος, αυτή λέγεται «καθαρές λύσεις»