Όσο περισσότερο εξελίσσεται η ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, τόσο σε εθνικό όσο και σε πλανητικό επίπεδο, γίνεται εμφανές, ότι η δραστηριοποίηση των κοινωνιών παράγει παγκόσμιας εμβέλειας κινδύνους, οι οποίοι ακόμη δεν είναι διαχειρίσιμοι με βιώσιμη προοπτική από το πολιτικό σύστημα.
Ιδιαιτέρως σε χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η δυναμική της εξέλιξης στα διάφορα κοινωνικά συστήματα δεν είναι ελεγχόμενη από το πολιτικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως διαχειριστής εξουσίας, χωρίς να ισορροπεί την κοινωνική δραστηριοποίηση με βιώσιμη προοπτική.
Αυτό επιβεβαιώνεται με εντυπωσιακό τρόπο, αν ληφθεί υπόψη η προεκλογική δραστηριότητα και ο διάλογος των κομμάτων στο πλαίσιο των ευρωεκλογών (Ιούνιο του 2024). Το μόνο, που δεν κάνουν, είναι η κατάθεση σχεδιασμού για την ευρωπαϊκή πορεία προς το μέλλον, ο οποίος αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας τα γενεσιουργά αίτια των παγκόσμιας εμβέλειας κινδύνων, όπως είναι οι κλιματικοί, αν και η επιστημονική κοινότητα συνεχώς προειδοποιεί.
Σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Potsdam-Institut für Klimafolgenforschung στην Γερμανία (Ινστιτούτο Έρευνας για Κλιματικές Επιπτώσεις του Potsdam), που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, η παγκόσμια οικονομία απειλείται από την κλιματική αλλαγή.
Συγκεκριμένα λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη μέχρι τα μέσα του αιώνα (2050) το ετήσιο εισόδημα θα μειωθεί κατά το ένα πέμπτο. Και αυτό θα γίνει, αν μειωθούν δραστικά οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ειδάλλως οι οικονομικές επιπτώσεις θα κυμανθούν στα 38 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Περισσότερο θα πληγούν οι φτωχές χώρες, οι οποίες έχουν πολύ λιγότερη ευθύνη για την κλιματική αλλαγή. Η Νότια Ασία και η Αφρική θα πληγούν περισσότερο. Η επίπτωση βέβαια θα είναι η κάθετη αύξηση των μαζικά μετακινούμενων πληθυσμών και η πρόκληση επικίνδυνων ανισορροπιών και αναταράξεων στις ανεπτυγμένες πλούσιες κοινωνίες του Βορρά. Η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα, τα οποία σίγουρα δεν επιλύονται με την ακολουθούμενη μονοδιάστατη πολιτική της παρεμπόδισης των προσφυγικών ροών.
Οι κλιματικοί κίνδυνοι βέβαια δεν εξαντλούνται στις οικονομικές επιπτώσεις, αλλά κινούνται σε πολύ περισσότερα πεδία. Η στάθμη της θάλασσας στην Μεσόγειο καταγράφει άνοδο κατά 2,5 εκατοστά ανά 10ετία (περίοδος 1993-2022). Σύμφωνα δε με προβλέψεις η άνοδος της επιφανειακής θαλάσσιας θερμοκρασίας στην Μεσόγειο μπορεί να φτάσει στους 3 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας πάνω από 1 μέτρο μέχρι το 2100.
Η Μεσόγειος δέχεται πολλές και έντονες ανθρωπογενείς πιέσεις, όπως συμβαίνει με την ναυτιλία, την βιομηχανία, την αστικοποίηση των παράκτιων περιοχών, τον τουρισμό, την αλιεία και τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο δυσεπίλυτα τα προβλήματα, που προκαλούνται στα διάφορα οικοσυστήματα.
Ακόμη και στην ανθρώπινη υγεία έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις η κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization, WHO) ο καρκίνος του πνεύμονα αυξήθηκε αρκετά τα τελευταία χρόνια ακόμη και σε άτομα, που δεν καπνίζουν. Αυτό οφείλεται στην κλιματική αλλαγή με τα επικίνδυνα μικροσωματίδια, που διακινεί στην ατμόσφαιρα.
Έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ότι σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Copernicus και τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (World Meteorological Organization, WMO) το 2023 η Ευρώπη κατέγραψε ρεκόρ καυσώνων με αισθητή θερμοκρασία πάνω από 46 βαθμούς Κελσίου. Οι μεγάλης διάρκειας καύσωνες αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή και ιδίως για ηλικιωμένους με επιβαρυμένη υγεία.
Αξιοσημείωτο είναι ακόμη, ότι το 2023 επλήγησαν από πλημμύρες 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι και περισσότεροι από 500.000 από ανεμοθύελλες. Το κόστος από τις βλάβες, που προκλήθηκαν από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, εκτιμάται, ότι υπερβαίνει τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το 2024 στη Νότια Κίνα οι πολύ ισχυρές βροχοπτώσεις προκάλεσαν πλημμύρες με 3 νεκρούς και 11 αγνοούμενους, ενώ αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν σε άλλες πιο ασφαλείς περιοχές 100.000 άτομα. Τα καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο ακραία.
Σε σχέση με την Ελλάδα σύμφωνα με έρευνα στο πλαίσιο του Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης DiaNEOsis, στην οποία συντονιστής ήταν ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Κώστας Καρτάλης, θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις λόγω της κλιματικής αλλαγής. Οι συνέπειες θα είναι ιδιαιτέρως εμφανείς στον πρωτογενή οικονομικό τομέα, στον τουρισμό και στην ζωή στις πόλεις, αλλά και στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών.
Συγκεκριμένα θα πληγούν η γεωργία και η κτηνοτροφία λόγω της ανεπαρκούς βροχόπτωσης, των ακραίων καιρικών φαινομένων, της ξηρασίας και της διάβρωσης του εδάφους. Οι επιπτώσεις διαπερνούν και την ζωή στις πόλεις. Στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας η μέση θερμοκρασία την περίοδο 1971-2000 ήταν 15,6 βαθμοί Κελσίου. Η αύξηση, που θα προκληθεί από την υπερθέρμανση, θα φτάσει στους 17 και θα προσεγγίσει τους 18 βαθμούς Κελσίου.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της έρευνας μέχρι το 2050 οι ημέρες του καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15-20 ημέρες ετησίως, η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30%, οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως 70% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ συχνότερα.
Επίσης θα πληγεί και ο τουρισμός, διότι στις πιο πολλές τουριστικές περιοχές η αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι τα μέσα του αιώνα θα ξεπεράσει τους 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σύγκριση με την περίοδο 1971-2000.
Και ενώ οι κλιματικοί κίνδυνοι αυξάνονται και οι επιπτώσεις τους είναι πολυδιάστατες, η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο ακολουθεί μια πορεία, η οποία μεγιστοποιεί τον βαθμό διακινδύνευσης των κοινωνιών.
Για παράδειγμα, με την πρώτη φορά εμφανιζόμενη Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (European Defence Industrial Strategy, EDIS) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τον Μάρτιο (2024) δέσμη μέτρων για την ενίσχυση της βιομηχανίας όπλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την μετατροπή της σε λειτουργία πολεμικής οικονομίας.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία λειτούργησε ως αφετηρία για την αλλαγή οπτικής στην Ευρώπη σε σχέση με την Ρωσία και την αξιολόγηση της ως χώρας υψηλού κινδύνου. Ο εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Josep Borrell δήλωσε, ότι «η Ρωσία απειλεί την Ευρώπη» και είναι αναγκαία η προετοιμασία για «υψηλής έντασης συμβατικό πόλεμο».
Από την άλλη πλευρά ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Sergei Lavrov δήλωσε (22.4.2024), ότι η στήριξη, που παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Βρετανία και η Γαλλία στην Ουκρανία, τροφοδοτεί πολλούς σοβαρούς στρατηγικούς κινδύνους, οι οποίοι αυξάνουν το ενδεχόμενο άμεσης αντιπαράθεσης μεταξύ των ισχυρότερων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου.
Γενικά διαμορφώνονται συνθήκες γεωπολιτικής αβεβαιότητας, οι οποίες ωθούν τα κράτη της παγκόσμιας κοινότητας σε μεγάλη αύξηση των αμυντικών τους προϋπολογισμών. Υπολογίζεται, ότι το 2023 έφτασαν τα 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ουσιαστικά κυριαρχεί η οπτική της καλής προετοιμασίας για πόλεμο για να διατηρηθεί η ειρήνη, η οποία γίνεται συνεχώς πιο εύθραυστη.
Δεν αξιοποιείται ο διάλογος ως εργαλείο για την οικοδόμηση των γεωπολιτικών ισορροπιών, αν και είναι απαραίτητο εργαλείο σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης των κοινωνιών, ώστε να διασφαλίζεται η ειρηνική συμβίωση τους χωρίς ανισότητες.
Είναι εμφανές, ότι η ανθρωπότητα όχι μόνο δεν συνειδητοποιεί ούτε αντιμετωπίζει τα ανθρωπογενή αίτια των κλιματικών κινδύνων, αλλά παράγει επιπλέον επικίνδυνες ανισορροπίες, οι οποίες επιταχύνουν την αυτοκαταστροφική πορεία, που ακολουθείται.
Είναι δε τραγικό και σε μεγάλο βαθμό ανεύθυνο να ομνύουν όλοι στο όνομα και στις αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά να μην αξιοποιούν τα βασικά εργαλεία της, δηλαδή τον διάλογο, τον ορθολογισμό στην ενημέρωση των πολιτών και την προώθηση του ανθρώπινου και του κοινωνικού συμφέροντος με στόχο την βιώσιμη ευημερία σε συνθήκες ειρήνης και ισότητας τόσο στο εσωτερικό των κοινωνιών όσο και μεταξύ τους.
Δυστυχώς αντί για αυτές τις επιδιώξεις οι στόχοι, ιδιαιτέρως των ισχυρών οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά χωρών, είναι η απόκτηση κυρίαρχου ρόλου στην λήψη αποφάσεων, που δεσμεύουν το μέλλον, για την επίτευξη μόνο της δικής τους ευημερίας. Η οπτική της παγκοσμιοποίησης εξαντλείται στην οικονομική διαχείριση της πραγματικότητας, όχι όμως και στην πολιτική με σημείο αναφοράς αξίες με ηθικό φορτίο. Η πολιτική διαχείριση οριοθετείται από τον συστημικό πραγματισμό, στο πλαίσιο του οποίου κυρίαρχα κριτήρια για την λήψη αποφάσεων είναι η λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων (π.χ. σύστημα υγείας χωρίς επαρκές ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κ.λ.π.).
Οι σύγχρονες κοινωνίες οφείλουν να ενεργοποιηθούν ως συλλογικά υποκείμενα και με εργαλείο την κοινωνία πολιτών και την δικτύωση της σε πλανητικό επίπεδο να αναπτύξουν και να εκφράσουν την εναλλακτική οπτική προσδίδοντας ουσιαστικό περιεχόμενο και στην δημοκρατική λειτουργία, ώστε να συμβάλλουν στην αποκατάσταση βιώσιμων συνθηκών και για τις γενιές, που «έρχονται», χωρίς εθνικές περιχαρακώσεις.
Δεν είναι βέβαια καθόλου εύκολο σε κοινωνικές συνθήκες, που διαπερνώνται από την οπτική του μονοδιάστατου υλικού ευδαιμονισμού και της κοινωνίας του θεάματος, ενώ παράλληλα η ταχύτητα της ροής του χρόνου είναι πολύ μεγάλη και μη ελεγχόμενη από τους πολίτες, οι οποίοι δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι για την κατεύθυνση της δυναμικής, που ακολουθούν οι κοινωνίες και την ευθύνη τους για την πρόκληση των κλιματικών κινδύνων.
Η δημιουργία κοινωνικών κινημάτων και η ανάπτυξη διαλόγου τόσο στις τοπικές κοινωνίες όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας θα διευκολύνει και το πολιτικό σύστημα να αναλάβει τις ευθύνες του με σημείο αναφοράς το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον.