Κλίμα ακροδεξιάς παρακμής

Χρίστος Αλεξόπουλος 13 Οκτ 2013

Η δολοφονία του νεαρού Παύλου Φύσσα από τη Χρυσή Αυγή δρομολόγησε εξελίξεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ενώ στο χώρο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ηλεκτρονικών και έντυπων, οι πληροφορίες τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα και σε τέτοια ποσότητα, ώστε είναι δύσκολη η επεξεργασία τους τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από την κοινή γνώμη.

Ταυτοχρόνως διαμορφώνεται ένα κλίμα ακροδεξιάς προέλευσης παρακμής, το οποίο διαπερνά την κοινή γνώμη και προκαλεί την αίσθηση της ασφυξίας και παραλλήλως την μείωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς ακόμη περισσότερο.

Πολύ ενδιαφέρον έχει η δημοσκόπηση της G.P.O, η οποία πραγματοποιήθηκε από 3 έως 7 Οκτωβρίου 2013 και παρουσιάστηκε στις 7 Οκτωβρίου στον τηλεοπτικό σταθμό MEGA. Καταγράφονται οι πρώτες αντιδράσεις των πολιτών μετά τις συλλήψεις βουλευτών και μελών της Χρυσής Αυγής.

Το 60,1 % του δείγματος θεωρεί, ότι η σύλληψη των ηγετικών στελεχών του ακροδεξιού ναζιστικού μορφώματος δεν σημαίνει και το τέλος της Χρυσής Αυγής. Μόνο το 35,1 % απαντά θετικά.

Το 55,7 % μάλιστα απαντά θετικά στην ερώτηση, εάν «η χώρα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο εθνικού διχασμού».

Τέλος το 61,2 % των ερωτηθέντων κρίνουν αρνητικά την κυβέρνηση. Την αντιπολίτευση κρίνει αρνητικά το 66,4 %.

Όσο για την προοπτική των εκλογών το 68,4 % των ερωτηθέντων απαντά, ότι δεν αποτελούν λύση.

Αυτά τα στατιστικά ευρήματα δίνουν ανάγλυφη την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Έχει την αίσθηση του αδιεξόδου. Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τις εξελίξεις, τις οποίες δρομολόγησε η Χρυσή Αυγή και η ανάληψη δράσης από την πολιτεία για την αντιμετώπιση της, συνθέτουν μια δύσκολη κατάσταση. Και τούτο, διότι φαίνονται τώρα και άλλες παράμετροι της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, οι οποίες έχουν αρνητικό πρόσημο και δυσκολεύουν την πορεία προς το μέλλον.

Κατ’αρχήν γίνεται εμφανής η έλλειψη ενός συστήματος κοινωνικών αξιών, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πλαίσιο αναφοράς και αξιολόγησης, κοινό για τα μέλη μιας κοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ακόμη και η άσκηση βίας να αποτελεί αποδεκτό εργαλείο για την επίτευξη στόχων. Αυτό το φαινόμενο δεν εμφανίστηκε ξαφνικά με τον ερχομό της Χρυσής Αυγής.

Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο χώρο του αθλητισμού και του οπαδισμού για να εξαχθούν τα σωστά συμπεράσματα. Ακόμη και στην πολιτική και ιδαιτέρως προεκλογική αντιπαράθεση η βία αφήνει τα ίχνη της χωρίς κομματικές εξαιρέσεις.

Εξάλλου η κατάρρευση του συστήματος κοινωνικών αξιών σε συνδυασμό με τον ατομικισμό και τον άκρατο ανταγωνισμό της νεοφιλελεύθερης λογικής καθώς και το πελατειακό κράτος και όχι μόνο, έστρωσαν το χαλί για να γενικευθεί η διαφθορά και να γίνει δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας. Οπότε κάτω από προϋποθέσεις όλα επιτρέπονται.

Έτσι σχετικά γρήγορα προχώρησε και η διάβρωση των θεσμών της πολιτείας, με αποτέλεσμα ο πολίτης να μην έχει από το ένα μέρος αξίες ως σημεία προσανατολισμού, ούτε και πολιτειακούς φορείς από το άλλο, στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί και να βρει το δίκιο του. Με αυτά τα δεδομένα όμως άρχισε να χαλαρώνει επικίνδυνα και η κοινωνική συνοχή.

Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν από το ένα μέρος η λογική της κοινωνίας του θεάματος και από το άλλο η αδυναμία του πολίτη να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει την πραγματικότητα βασιζόμενος στον ορθολογισμό και τις ατομικές του δυνατότητες.

Ο κόσμος που τον περιβάλλει υπερβαίνει τις νοητικές δυνατότητες του ατόμου. Χρειάζεται τη βοήθεια άλλων εργαλείων, τα οποία θα απλοποιούν τη σύνθετη πραγματικότητα, που τον περιβάλλει και έχει χαρακτηριστικά, τα οποία υπερβαίνουν την τοπική κοινωνία αναφοράς του. Και η Χρυσή Αυγή με την εσωστρέφεια και τον εθνικισμό, που εαυγγελίζεται, διευκολύνει τον πολίτη-άτομο και του παρέχει μια πλασματική, φαντασιακή γέφυρα με το μέλλον. Ένα ανύπαρκτο μέλλον, το οποίο παραπέμπει σε φαντάσματα του παρελθόντος. Το θέαμα ως μέσο αξιοποιήθηκε από τη Χρυσή Αυγή για την επίδειξη δύναμης και την πρόκληση φόβου. Στρατιωτικός βηματισμός, ανάλογη ενδυμασία και άσκηση βίας, η οποία μπορεί να φτάσει και στη δολοφονία.

Συμπληρωματικά σε αυτές τις παραμέτρους λειτουργεί και η έλλειψη προοπτικής και σύγχρονου οράματος στις προτάσεις των πολιτικών σχηματισμών, το οποίο όχι μόνο θα βγάλει τη χώρα από την κρίση, αλλά θα θέσει σε τροχιά πραγμάτωσης την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας σε βάθος χρόνου.

Ούτε λόγος να γίνεται για ύπαρξη σύγχρονης πρότασης για την θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό θα υπερέβαινε τις δυνατότητες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν διαθέτει μηχανισμούς σχεδίασης μακροπρόθεσμης στρατηγικής και πολιτικών ακόμη και για το εσωτερικό. Αντ’αυτού λειτουργούν ιδεολογήματα και συρραφή προτάσεων, τις οποίες καταθέτουν μεμονωμένα άτομα κάθε φορά που διενεργούνται εκλογές. Εξάλλου οι πολιτικοί σχηματισμοί αδυνατούν να συμπορευθούν με την ταχύτητα ροή του χρόνου σε συνθήκες πολυπλοκότητας και παγκοσμιοποίησης.

Κάτι που κάνουν με τον καλύτερο τρόπο οι μηχανισμοί, τους οποίους διαθέτει το οικονομικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο και μπορεί να επηρεάσει την δυναμική της εξέλιξης πολύ περισσότερο από τις πολιτικές αποφάσεις.

Η έλλειψη προοπτικής και οράματος όμως εξισορροπείται με τον λαϊκισμό και την γενικόλογη εκφορά του πολιτικού λόγου. Σε αυτό το μίγμα η Χρυσή Αυγή πρόσθεσε βέβαια τον εθνικισμό, το ρατσισμό και τη βία στη διεκδίκηση της ενατένισης του ναζιστικού ιστορικού παρελθόντος. Η παρακμή σε όλο της το μεγαλείο.

Υπάρχει όμως και άλλη μία παράμετρος, η οποία συμβάλλει στην διαμόρφωση συνθηκών, οι οποίες διευκολύνουν στην δημιουργία ακροδεξιών μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή και στην απόκτηση ερεισμάτων στο κοινωνικό σώμα. Το δημοκρατικό έλλειμα, το οποίο χαρακτηρίζει γενικότερα τον ευρωπαϊκό χώρο, στην Ελλάδα αποτελεί σχεδόν καθημερινότητα. Όλο και περισσότερο η λήψη των αποφάσεων περιορίζεται στο εσωτερικό κυβερνητικών οργάνων χωρίς να γίνονται αντικείμενο συζήτησης στο Κοινοβούλιο.

Με αυτό τον τρόπο χάνεται και η όποια ευκαιρία ανάπτυξης διαλόγου και η επίτευξη συναινέσεων. Βεβαίως στην Ελλάδα, με το πολιτικό σύστημα που διαθέτει, ο διάλογος αποτελεί «όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας». Όσο για την σύγκλιση απόψεων και την διαμόρφωση συναινετικού κλίματος, αυτό αποτελεί προδοσία και απεμπόληση θέσεων και ισοδυναμεί με ιδεολογική αυτοκτονία.

Συμπληρωματικά σε αυτά έρχεται να λειτουργήσει και η ανυπαρξία δυναμικών δομών στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών, στο πλαίσιο των οποίων θα μπορούσε να γίνεται διάλογος και να διευκολύνονται οι πολίτες στην κατανόηση της σύνθετης πραγματικότητας, η οποία τους περιβάλλει (εθνικής, ευρωπαϊκής και πλανητικής), ώστε και την κυβερνητική πολιτική αλλά και τις προτάσεις της αντιπολίτευσης να αντιλαμβάνεται και να κρίνει.

Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται, οπότε το κοινωνικό σώμα είναι σε μεγάλο βαθμό ευάλωτο στο λαϊκισμό και τις ιδεολογηματικού τύπου φαντασιώσεις. Εκεί πάτησε και η Χρυσή Αυγή.

Αυτές οι συνθήκες στην προβολή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξηγούν και την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και την απόκτηση μεγαλύτερης επιρροής από κόμματα με εθνικιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις κινούνται στο χώρο της ακροδεξιάς.

Εάν το πολιτικό σύστημα δεν λάβει υπόψη του αυτές τις παραμέτρους και δεν προβεί σε ριζικές αναμορφώσεις, ο κίνδυνος της ακροδεξιάς δεν πρόκειται να αντιμετωπισθεί. Είναι πτωχοί τω πνεύματι όσοι πιστεύουν, ότι μπορούν να αξιοποιήσουν την περίπτωση της Χρυσής Αυγής για την επανανομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος στην ελληνική κοινωνία. Αυτού του επιπέδου οπτικές παραβλέπουν τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, οι οποίες γεννούν ακροδεξιά μορφώματα όπως είναι η Χρυσή Αυγή.

Απλά κερδίζουν λίγο χρόνο. Το τίμημα όμως θα είναι πολύ βαρύτερο και θα το πληρώσουν όλοι, κοινωνία και πολιτικό σύστημα. Τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν σε μια γηράσκουσα κοινωνία με τα προβλήματα (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά), που έχει η ελληνική. Γι’αυτό και η ευθύνη του πολιτικού συστήματος είναι πολύ μεγάλη.

Πρέπει να προχωρήσει άμεσα όχι μόνο στις αναγκαίες αλλαγές στο εσωτερικό του, αλλά και να αντιμετωπίσει τα αίτια, τα οποία επιτρέπουν την γέννηση ακροδεξιών μορφωμάτων και σχετίζονται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τη δυναμική του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Σε αυτή την πορεία κυρίαρχο στοιχείο και χαρακτηριστικό της δραστηριότητας τόσο του πολιτικού συστήματος γενικά όσο και της κυβέρνησης ειδικά πρέπει να είναι η διαφάνεια και η αναζήτηση τρόπων ανάπτυξης διαλόγου με τις δομές της κοινωνίας πολιτών χωρίς σκοπιμότητες σε σχέση με την επιλογή τους. Η πολιτική λειτουργία πρέπει να επανακτίσει την αξιοπιστία της.

Και αυτό μπορεί να γίνει, εάν αποκατασταθεί συνεχής και συστηματικός διάλογος, με θεσμική μάλιστα κατοχύρωση, μεταξύ πολιτικού συστήματος, κυβέρνησης και κοινωνίας πολιτών. Η «άσκηση διαλόγου» θα συμβάλλει στο βάθεμα της Δημοκρατίας.